Διχάζει την κοινή γνώμη της Τζαμάικας η διαφαινόμενη απόφαση της κυβέρνησης της νησιωτικής χώρας να προχωρήσει ως το τέλος του 2014 στην αποποινικοποίηση της κατοχής ινδικής κάνναβης προκειμένου, μεταξύ άλλων, να φορολογεί και το λιανικό εμπόριο γεμίζοντας τα δημόσια ταμεία. Σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ του BBC, η «γκάντζα», όπως αποκαλείται η μαριχουάνα από τους κατοίκους της Τζαμάικας, τέλει υπό ένα περίεργο καθεστώς στο νησί: η μεν καλλιέργεια και η εισαγωγή της είναι παράνομες εδώ και ακριβώς έναν αιώνα, από το 1913, αλλά όσοι συλλαμβάνονται να κατέχουν μικροποσότητες κάνναβης δεν διώκονται ποινικά αφού, σύμφωνα με το θρησκευτικό κίνημα του ρασταφαριανισμού που ξεκίνησε από την Τζαμάικα, η μαριχουάνα χρησιμοποιείται για λατρευτικούς σκοπούς, πέρα από τη σχετικά πρόσφατη χρήση της στην ιατρική.
Οπότε οι εκπρόσωποι του νόμου, σεβόμενοι και τις ιερές παραδόσεις του τόπου, κάνουν τα… στραβά μάτια.
«Ελπίζουμε ως το τέλος του τρέχοντος έτους η κάνναβη να έχει αποποινικοποιηθεί» σημειώνει ο υπουργός Ενέργειας και Τεχνολογίας της Τζαμάικας Φίλιπ Πόλγουελ, ο οποίος επιθυμεί διακαώς να οδηγήσει ο ίδιος το ζήτημα αυτό σε μια ευτυχή κατάληξη. Ωστόσο υπάρχουν και κάποιοι, όπως η Συμμαχία για τη Μεταρρύθμιση του Νόμου της Κάνναβης (Ganja Law Reform Coalition/GLRC), που θέλουν να προχωρήσουν το θέμα αυτό ένα βήμα παραπέρα ζητώντας όχι απλώς την αποποινικοποίηση της «γκάντζα» αλλά την πλήρη νομιμοποίησή της. Σε αυτό το ενδεχόμενο όμως αντιδρούν έντονα οι παράνομοι καλλιεργητές κάνναβης στη χώρα, που πιστεύουν πως με το «άνοιγμα» του… επαγγέλματος θα μπουν κι άλλοι στον χώρο της καλλιέργειας μαριχουάνας, οπότε οι ίδιοι θα δουν τα έσοδά τους να μειώνονται δραματικά – ίσως να μείνουν και άνεργοι.
«Αποφάσισα να σταματήσω να καλλιεργώ γιατί τον τελευταίο καιρό τη γλίτωσα στο τσακ από το να συλληφθώ από την Αστυνομία» σημειώνει ανώνυμα ένας τζαμαϊκανός καλλιεργητής και έμπορος στο ρεπορτάζ του βρετανικού δικτύου, προσθέτοντας κυνικά: «Μια αλλαγή στον νόμο (με τη νομιμοποίηση της κάνναβης) δεν θα μειώσει την εγκληματική και παράνομη καλλιέργεια αλλά θα ωθήσει τους εγκληματίες σε άλλες επικερδείς για τους ίδιους δραστηριότητες. Με τη νομιμοποίησή της απλώς οι επιτήδειοι θα βρουν άλλους τρόπους να κερδίζουν περισσότερα χρήματα».
Στον δρόμο που χάραξε η Ουρουγουάη
Αν πάντως η Τζαμάικα νομιμοποιήσει τη χρήση μαριχουάνας, η νησιωτική χώρα θα γίνει μόλις το δεύτερο κράτος στον κόσμο που προχωρεί σε μια τέτοια ριζοσπαστική κίνηση. Τον περασμένο Δεκέμβριο η Ουρουγουάη έγινε η πρώτη χώρα στον κόσμο η οποία νομιμοποίησε πλήρως τη κάνναβη. Η μικρή χώρα της Λατινικής Αμερικής επιτρέπει την καλλιέργεια, πώληση και κατανάλωση κάνναβης μετά την έγκριση από τη Γερουσία του νόμου που τη νομιμοποιεί υπό όρους. Η χρήση κάνναβης ήταν ήδη νόμιμη στην Ουρουγουάη, όχι όμως η παραγωγή και η πώλησή της. Τον νόμο είχε προτείνει ο ίδιος ο πρόεδρος της χώρας Χοσέ Μουχίκα, τονίζοντας ότι «δυστυχώς ο πόλεμος εναντίον των ναρκωτικών έχει αποτύχει παταγωδώς» και θεωρώντας ότι η δική του πρωτοβουλία «θα συμβάλει στην αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και των καρτέλ ναρκωτικών».
Οσοι εμπλέκονται στην παραγωγή και πώληση κάνναβης πρέπει να είναι καταγεγραμμένοι και να έχουν λάβει ειδική άδεια από τις Αρχές. Πλέον οι «πιστοποιημένοι» καλλιεργητές θα μπορούν να καλλιεργούν στο σπίτι τους έξι φυτά τον χρόνο. Επίσης χρήστες άνω των 18 θα μπορούν να αγοράζουν ως 40 γραμμάρια κάνναβης τον μήνα από εγκεκριμένα σημεία που ελέγχει η κυβέρνηση της χώρας. Σύμφωνα με το Εθνικό Συμβούλιο Ναρκωτικών της Ουρουγουάης, περίπου 120.000 από τα συνολικά 3,3 εκατομμύρια κατοίκους καπνίζουν κάνναβη τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, ενώ 20.000 Ουρουγουανοί κάνουν χρήση κάθε μέρα.
Και στο Κολοράντο των ΗΠΑ
Στις ΗΠΑ το Κολοράντο έγινε η πρώτη αμερικανική Πολιτεία που από 1ης Ιανουαρίου νομιμοποίησε την παραγωγή, την πώληση και την κατανάλωση κάνναβης για μη ιατρικούς σκοπούς. Η Πολιτεία της Ουάσιγκτον έχει επίσης νομιμοποιήσει τη χρήση κάνναβης και αναμένεται να επιτρέψει την πώλησή της εντός του 2014. Ως τώρα 21 αμερικανικές Πολιτείες επιτρέπουν τη χρήση της για ιατρικούς λόγους, αλλά οι ομοσπονδιακές αρχές εξακολουθούν να τη θεωρούν παράνομη.
Πηγή: Το Βήμα