Να μην γίνει κατηγορία σε βάρος τριών δικαστικών επιμελητών της Αθήνας και δύο κατοίκων της Ρόδου για τις πράξεις της ψευδούς βεβαίωσης κατ’ εξακολούθηση, με σκοπό την παράνομη βλάβη άλλου και με συνολική βλάβη υπερβαίνουσα το ποσό των 120.000 ευρώ, της ηθικής αυτουργίας κατά συναυτουργία σε ψευδή βεβαίωση κατ’ εξακολούθηση, με σκοπό την παράνομη βλάβη άλλου με συνολική βλάβη υπερβαίνουσα το ποσό των 120.000 ευρώ και της άμεσης συνέργειας σε ψευδή βεβαίωση με σκοπό την παράνομη βλάβη άλλου με συνολική βλάβη υπερβαίνουσα το ποσό των 120.000 ευρώ, πράξεις που φέρονται ως τελεσθείσες στις 19.7.2010, στις 01.03.2013 και στις 05.04.2013, αποφάσισε με βούλευμα που εξέδωσε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου.
Όπως έγραψε η «δημοκρατική», αφορμή για τον σχηματισμό της δικογραφίας υπήρξε η από 30-6-2016 έγκληση ετερόρρυθμης εταιρείας, εις βάρος των ανωτέρω κατηγορουμένων.
Η εγκαλούσα εταιρεία στρέφεται κατά του πρώτου δικαστικού επιμελητή ισχυριζόμενη ότι με έκθεση επίδοσής του, βεβαίωσε ψευδώς ότι δικηγόρος παρέλαβε για λογαριασμό της εγκαλούσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, με ναυτιλιακή και ναυπηγική Ανώνυμη Εταιρεία και εναγόμενους την εγκαλούσα εταιρεία και ναυτικό πράκτορα, μολονότι ο εν λόγω δικηγόρος δεν είχε σχετική εξουσιοδότηση από τους νομίμους εκπροσώπους της.
Ενόψει της εν λόγω έλλειψης πληρεξουσιότητας, η εγκαλούσα ισχυρίζεται περαιτέρω ότι το δικαστήριο οδηγήθηκε σε εκδίκαση της ως άνω αγωγής ερήμην της, με αποτέλεσμα την έκδοση σε βάρος της απόφασης, δια της οποίας υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα εταιρεία το ποσό των 13.752,80 €, νομιμοτόκως.
Επίσης, η εγκαλούσα, δια των νομίμων εκπροσώπων της, ισχυρίζεται ότι ψευδώς ο α’ κατηγορούμενος, βεβαίωσε, σε δύο εκθέσεις του, την ανυπαρξία των γραφείων της στην Αττική, προκειμένου να προβεί εν συνεχεία σε επίδοση της ανωτέρω καταψηφιστικής απόφασης προς την εγκαλούσα εταιρεία ως αγνώστου διαμονής, όπερ και εγένετο, με τελικό αποτέλεσμα την επιβολή κατάσχεσης και την εκπλειστηρίαση ιστιοφόρου σκάφους της, αντί του ευτελούς ποσού 10.000 ευρώ, με την καταβολή του οποίου αποκτήθηκε το πλοίο από Ροδίτη υπερθεματιστή. Υποστηρίζει, εξάλλου, η εγκαλούσα δια των νόμιμων εκπροσώπων της, ότι την απόφαση για να τελέσει ο ως άνω κατηγορούμενος δικαστικός επιμελητής το εν λόγω αδίκημα, δια του οποίου επήλθε περιουσιακή ζημία της τάξεως των 180.000 ευρώ, όση δηλαδή η αγοραστική αξία του σκάφους, την προκάλεσαν οι δύο νόμιμοι εκπρόσωποι της ανώνυμης εταιρείας.
Το δικαστικό συμβούλιο που έκανε δεκτή την σχετική εισήγηση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών έκρινε ότι το σκάφος ήταν προσαραγμένο στο ναυπηγείο της ανωτέρω εταιρείας από το έτος 2005 ενώ είχε υπογραφεί άτυπη σύμβαση παρακαταθήκης αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας ο τελευταίος εκπροσωπώντας την πολιτικώς ενάγουσα, παρέδωσε στην πρώτη ως άνω ναυπηγική εταιρεία προς φύλαξη και συντήρηση το ιστιοφόρο σκάφος της εγκαλούσας.
Το σκάφος ανελκύθηκε προκειμένου να επισκευασθεί από εξωτερικό συνεργείο μία εκτενής βλάβη που έφερε στην πρύμνη, στην οποία υπήρχε μια μεγάλη τρύπα από πρόσκρουση πάνω από την ίσαλο γραμμή του.
Ύστερα από πολλές οχλήσεις της εταιρείας που διέθετε το ναυπηγείο για την καταβολή της αμοιβής της για την φύλαξη και συντήρηση του σκάφους, ο πράκτορας κατέβαλε έναντι της συνολικής οφειλής στις 26.06.2007 το ποσό των 1.005 ευρώ. Έκτοτε το σκάφος παρέμεινε στο ανωτέρω ναυπηγείο για πολλά έτη, χωρίς κανένας να καταβάλει οποιαδήποτε αμοιβή στην ναυπηγική εταιρεία που το φύλαττε, παρά τις συνεχείς προσπάθειες των νομίμων εκπροσώπων της τελευταίας να επικοινωνήσουν με εκπροσώπους της πλοιοκτήτριας.
Έχοντας συμπληρωθεί τέσσερα έτη παραμονής του σκάφους στο χώρο του ως άνω ναυπηγείου, οι νόμιμοι εκπρόσωποι αυτού ανέθεσαν σε δικηγόρο να καταθέσει αγωγή εναντίον της πλοιοκτήτριας, με αντικείμενο την καταβολή αμοιβής από τη φύλαξη του σκάφους.
Πράγματι, ο δικηγόρος κατέθεσε αγωγή ενώ στην πορεία από τις συνομιλίες των πληρεξούσιων δικηγόρων των διαδίκων κατέστη σαφές ότι η αμοιβή της παρακαταθήκης δεν επρόκειτο να καταβληθεί, για το λόγο δε αυτό κατατέθηκε και δεύτερη αγωγή ενώ ακολούθησε διαδοχικά και η νόμιμη εκτέλεση.
Κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί των νομίμων εκπροσώπων της εγκαλούσας στερούνται επαρκούς ερείσματος επί του αποδεικτικού υλικού.
Την υπόθεση χειρίζεται ο δικηγόρος κ. Κώστας Αβδελλής.