Στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων κατηγορούμενη για απόπειρα απάτης επί δικαστηρίω, εκ της οποίας το συνολικό όφελος και η προξενηθείσα συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ θα καθίσει την 4η Σεπτεμβρίου 2020 μια επιχειρηματίας του ξενοδοχειακού κλάδου από τη Ρόδο.
Η κατηγορούμενη, που αφέθηκε τον Δεκέμβριο του 2017 ελεύθερη χωρίς όρους μετά την απολογία της, φέρεται ότι προσδοκούσε με την τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης να αποκομίσει όφελος ανερχόμενο τουλάχιστον στο ποσό των 254.176,78 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία του εγκαλούντος.
Συγκεκριμένα κατηγορείται ότι σε πολιτική δίκη ανοιγείσα με τον εγκαλούντα ως ενάγοντα, με αντικείμενο την καταβολή σε αυτόν εργολαβικής αμοιβής από σύμβαση έργου που συνήφθη με ανώνυμη εταιρεία της οποίας τελεί νόμιμη εκπρόσωπος από το έτος 2011, προέβη στην προβολή ισχυρισμών ενώπιον του Δικαστηρίου που δεν ήταν αληθείς, την 22α Οκτωβρίου 2015.
Πιο συγκεκριμένα φέρεται, προς υποστήριξη προβληθείσας εκ μέρους της ενστάσεως εξοφλήσεως κατά την πολιτική δίκη, να προσκόμισε με επίκληση στο κατατεθέν επί της έδρας δικόγραφο των προτάσεων, φωτοαντίγραφα δύο τραπεζικών επιταγών, αξίας έκαστης εξ αυτών 100.000 ευρώ, φωτοαντίγραφα δύο εξοφλητικών αποδείξεων για τα ποσά των προαναφερθέντων επιταγών, και καρτέλα του εγκαλούντος, που ετηρείτο στο λογιστήριο της εταιρείας, ισχυριζόμενη ότι ο εγκαλών είχε ήδη λάβει το ποσό των επιταγών, πλέον 30.000€, και συνολικά το ποσό των 230.000€ εν είδει προκαταβολής για την εκτέλεση εργασιών σε ξενοδοχείο εκμεταλλεύσεως της εταιρείας.
Πλην όμως, σύμφωνα με την κατηγορία, οι ανωτέρω ισχυρισμοί της ήταν ψευδείς, καθώς στην πραγματικότητα ούτε οι προαναφερθείσες επιταγές και εξοφλητικές αποδείξεις, ούτε η σχετική καρτέλα αφορούσαν στην ένδικη απαίτηση του εγκαλούντος αλλά προγενέστερη μεταξύ τους συνεργασία.
Η κατηγορούμενη, συνοδευόμενη από τον συνήγορο υπεράσπισής της κ. Μηνά Τσέρκη, εξέθεσε ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα αφού κατά την παγία νομολογία οι ψευδείς ισχυρισμοί ενώπιον του δικαστηρίου δεν στοιχειοθετούν το αδίκημα της απάτης επί δικαστηρίω, παρεκτός και αυτοί συνοδεύονται επιπρόσθετα από επίκληση και προσκόμιση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων και εν γένει ψευδών αποδεικτικών στοιχείων.
Επεσήμανε ακόμη ότι όταν ανέλαβε τα ηνία της εταιρείας δεν είχε σαφή εικόνα των εκκρεμοτήτων της, καθώς το λογιστήριο δεν διέθετε ενημερωμένες καρτέλες και ορθή μηχανογράφηση.
Βρέθηκε αντιμέτωπη με σωρεία χρεών και εκκρεμοτήτων χωρίς να έχει την απαραίτητη ενημέρωση και ιδιαίτερη εμπειρία.
Σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί η οικονομική κρίση, που έφερε αλυσιδωτές συνέπειες και γένεση νέων οφειλών και έλλειψη ρευστότητας και απαιτήθηκαν περίπου δύο χρόνια για να επιστρέψει η εταιρεία σε ομαλότητα και να έχει τη ρευστότητα να διακανονίζει τις οφειλές και τις ρυθμίσεις της.
Ο μηνυτής πράγματι κατέθεσε εναντίον της εταιρείας αγωγή διεκδικώντας εργολαβική αμοιβή βάσει σύμβασης έργου.
Η ίδια δεν γνώριζε καν την ύπαρξη της συγκεκριμένης συμφωνίας πόσω μάλλον τους ειδικότερους όρους αυτής, αποτυπωμένους στη σύμβαση ή τυχόν προφορικούς προγενέστερους ή μεταγενέστερους.
Τόνισε ακόμη ότι το λογιστήριο την είχε ενημερώσει για την ύπαρξη των δύο επιταγών τις οποίες είχε λάβει ο εγκαλών και τις οποίες αφού ουδέν άλλο έργο εκτέλεσε, πλην της ανακαίνισης του ξενοδοχείου, τις έλαβε για εκπλήρωση μελλοντικών υποχρεώσεων στο ανωτέρω ξενοδοχείο.
Είχε, όπως είπε, συναφθεί και έτερο συμφωνητικό για την ανακαίνιση άλλου ξενοδοχείου, πλην όμως η σχετική σύμβαση αναβλήθηκε για άγνωστο λόγο και για άγνωστο χρόνο ενώ η ίδια δεν μπόρεσε να έχει ενημέρωση πριν αναλάβει για το τι ακριβώς είχε συμβεί.
Ως συνήγορος πολιτικής αγωγής παρίσταται στην υπόθεση ο δικηγόρος κ. Χάρης Βασιλειάδης.