Η Αγγλίδα συγγραφέας Τζένιφερ Μπάρκλεϊ μιλάει για το νέο της βιβλίο «Wild Abandon», προϊόν μιας πενταετούς περιπλάνησης σε τοπία άγριας ομορφιάς και γοητευτικά ερείπια άλλων εποχών.
Από τον τίτλο κιόλας καταλαβαίνεις ότι η «Άγρια εγκατάλειψη» δεν είναι ένα συνηθισμένο βιβλίο-ύμνος σύγχρονου φιλέλληνα για την Ελλάδα, όπως και ότι η Τζένιφερ Μπάρκλεϊ («Falling in Honey», «An Octopus in my Ouzo») δεν είναι μια συνηθισμένη ταξιδιωτική συγγραφέας. Μεγαλωμένη στα Πένινα Όρη της Αγγλίας, με σπουδές στην Οξφόρδη, κοσμογυρισμένη και μόνιμη κάτοικος Τήλου από το 2011, η Τζένιφερ αφιέρωσε πέντε ολόκληρα χρόνια «οργώνοντας» τα Δωδεκάνησα με την τετράποδη φίλη της Λίζα, σε αναζήτηση ενός κρυμμένου πλούτου, εκτός τουριστικής πεπατημένης, που σκεπάζεται από τις στάχτες του χρόνου: χωριά-φαντάσματα, εγκαταλελειμμένα κτίρια, απομακρυσμένα τοπία ανόθευτης ομορφιάς είναι το πεδίο δράσης της. Πρωταγωνιστές της αυθεντικοί νησιώτες που κρατούν τις μνήμες ζωντανές – μαζί και έναν τρόπο ζωής που χάνεται. «Όλα ξεκίνησαν από μια σκέψη που είχα όταν πρωτοαντίκρισα τα έρημα χωριά στο φρύδι της καλντέρας της Νισύρου, την άνοιξη του 2015, καθώς και τις εκκλησιές που είχαν χτίσει νησιώτες που είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική», γράφει η ίδια. «Άρχισα να σκέφτομαι πόσα είχαν αλλάξει, και πόσο δραματικά, τον τελευταίο αιώνα. Αποφάσισα να μάθω περισσότερα, εξερευνώντας περισσότερα νησιά και επιστρέφοντας σε μέρη που μου ήταν ήδη γνωστά, για να ψάξω πιο βαθιά».
Αυτό το αλλόκοτο καλοκαίρι και ενόψει των κοσμογονικών αλλαγών που λέγεται ότι θα επιφέρει η πανδημία στον τρόπο που ζούμε, η Μπάρκλεϊ, με τις μοναχικές περιπλανήσεις της, τη διαρκή της επαφή με τη φύση, την τηλεργασία της, αλλά και την προσήλωσή της στην απλότητα και στην ελευθερία, γίνεται εξαιρετικά επίκαιρη. Δεν ξέρω αν θα μεταφραστεί στα ελληνικά το βιβλίο της, πάντως οι αγγλομαθείς έχουν πολλά να κερδίσουν διαβάζοντάς το.
Διάλειμμα στο Μεγάλο Χωριό. © David Bouslayev
Τι ιδιαίτερο έχουν για μια Αγγλίδα συγγραφέα τα Δωδεκάνησα;
Για μένα, Δωδεκάνησα είναι οι βραχώδεις λόφοι που καλύπτονται από φρύγανα και ευωδιάζουν φασκόμηλο, ρίγανη και θυμάρι. Είναι το κενό: να βρίσκεσαι σε μια παραλία και να μην υπάρχει ούτε ένα κτίσμα στο οπτικό πεδίο σου. Είναι η αίσθηση της απομόνωσης στην εσχατιά της Ευρώπης, όπου η φύση είναι «αφεντικό» και η κοινότητα αισθάνεται πιο σημαντική από ό,τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο. Πριν από έναν αιώνα, ακόμα και τα πιο ήσυχα νησιά ήταν συχνά κέντρα εμπορίου και γεωργίας, υποστηρίζοντας χιλιάδες ανθρώπους. Αφότου οι πληθυσμοί τους συρρικνώθηκαν, τα ίχνη της ιστορίας τους δεν σβήστηκαν από νέες κατασκευές, αλλά εγκαταλείφθηκαν στο τοπίο.
Και οι άνθρωποι; Τι σας έφερε κοντά τους;
Σε αυτούς τους μικρούς προμαχώνες εκκεντρικότητας και ανυπακοής, με συγκινεί το να συναντώ και να γράφω για ανθρώπους που έχουν περάσει συναρπαστικά χρόνια στα καράβια, ταξιδεύοντας σε όλο τον κόσμο. Ανθρώπους περήφανους, που ζουν σε μέρη με μηδενική εγκληματικότητα, επινοητικούς ως προς την επιβίωσή τους (είτε αυτό σημαίνει ότι κάνουν τρεις δουλειές είτε ότι παραβιάζουν κάποιους κανόνες), ευτυχείς που αναπνέουν καθαρό αέρα και έχουν ένα κομματάκι γης για να καλλιεργούν τροφή και να εκτρέφουν μερικά κοτόπουλα. Ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται για ακριβά αμάξια, μόδες και τεχνολογικά μαραφέτια, αλλά εκτιμούν την αξία ενός καλού γεύματος με καλή παρέα ή μιας μέρας για ψάρεμα.
Τα περισσότερα μέρη που περιγράφετε βρίσκονται στον αντίποδα της τουριστικής ανάπτυξης, τουλάχιστον των μεγαλύτερων νησιών. Πώς βλέπετε την εξέλιξή τους, αλήθεια;
Παραλία της Κω τον χειμώνα. © jennifer barclay
Δεν μπορώ να κρίνω, αφού χάρη στον μαζικό τουρισμό πέταξα και εγώ κάμποσες φορές στη Ρόδο και στην Κω με φθηνά εισιτήρια, αλλά προσωπικά προτιμώ μέρη που δεν έχουν «καταληφθεί» από ξενοδοχεία και λοιπές τουριστικές υποδομές. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, αντιλήφθηκα ένα σιωπηλό ρεύμα διαμαρτυρίας των ντόπιων απέναντι στον υπερτουρισμό του all-inclusive, που αλλοιώνει τα νησιά τους –παρόλο που μερικές φορές ο τουρισμός είναι ο αποκλειστικός εργοδότης–, και στις ξαπλώστρες που καλύπτουν κάθε σπιθαμή της παραλίας. Από την άλλη, μερικοί μήνες ήπιας τουριστικής δραστηριότητας μπορούν να υποστηρίξουν μία ολόκληρη χρονιά αγροτικής δραστηριότητας, οπότε όλα είναι θέμα ισορροπίας. Στους Αρκιούς, το μικρότερο κατοικημένο νησάκι στα βόρεια Δωδεκάνησα που έχει ακτοπλοϊκή σύνδεση, οι άνθρωποι έχουν πιάσει το νόημα, με λίγα ταβερνάκια και ενοικιαζόμενα δωμάτια που εξασφαλίζουν μια αγορά στους ψαράδες και στους τυροκόμους.
Το βιβλίο σας είναι το αποτέλεσμα μιας πενταετούς εξερεύνησης, που είναι συνάμα και ένα βαθιά προσωπικό ταξίδι. Σας άλλαξε ως άνθρωπο; Σας αποκάλυψε κάτι για τον εαυτό σας;
Με είχαν αλλάξει ήδη τα προηγούμενα χρόνια, που ζούσα δώδεκα μήνες στην Τήλο – στο προηγούμενο βιβλίο μου το ονόμαζα «συμμαζεμένη ζωή, απεριόριστη σκέψη». Αφού με συνεπήρε η ιδέα να εξερευνήσω τα Δωδεκάνησα μέσα από τα εγκαταλελειμμένα μέρη τους, άρχισα να πεζοπορώ, να κατασκηνώνω σε ερημιές, να κολυμπάω σε αχαρτογράφητα για τον τουρισμό νερά, συνεπαρμένη από κάθε ερείπιο που είχε απομείνει στο τοπίο, τρυπώνοντας σε μισοκατεστραμμένα σπίτια με ξυλόγλυπτα κουφώματα και καλαμωτά ταβάνια… Κι αυτό που διαπίστωσα ήταν ότι όσο πιο «άγρια» η εμπειρία, τόσο μεγαλύτερες οι αντοχές, αλλά και οι επιθυμίες μου. Κάποιες φορές το παράκανα, όπως όταν χάθηκα σε μια ερημιά στη Χάλκη και σώθηκα από την αφυδάτωση χάρη σε μια παλιά στέρνα, αλλά μετά χαράς θα υποστώ μερικές γρατζουνιές αν πρόκειται να ανακαλύψω κάτι μοναδικό.
Ποια εμπειρία σάς συγκίνησε περισσότερο;
Η Όλυμπος της Καρπάθου, όπου η συγγραφέας σχεδίαζε να μείνει τρεις ημέρες, αλλά πέρασε τελικά ενάμιση χρόνο. © JENNIFER BARCLAY
Συνεχώς με «άγγιζαν» οι λεπτομέρειες: ένα ταπεινό κοιμητήριο στη Ρόδο, πίσω από τα σπιτάκια που είχαν χτιστεί για μουσουλμάνους ψαράδες από την Κρήτη. Ένα άδειο μπαούλο με μια χειρόγραφη διεύθυνση Νέας Υόρκης, σε ένα ερειπωμένο σπίτι στην Κω. Με συγκλόνισε η επίσκεψη στην Όλυμπο της Καρπάθου, το πώς έχει γαντζωθεί από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής της, καθώς και η υποδοχή που μου επιφύλαξαν οι ηρωικές, ακούραστες γυναίκες της, που υποστηρίζουν η μία την άλλη, επειδή έτσι έπρεπε πάντα να κάνουν. Δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που η Καλλιόπη μού έδειξε μια φωτογραφία από το καφενείο της, όπου μια συντροφιά αντρών –ανάμεσά τους και ο σύζυγός της– παίζουν μουσική και με ένα νεύμα του χεριού της μου έδωσε να καταλάβω ότι κανένας τους πια δεν ζει. Η πιο συγκινητική μου συνάντηση, όμως, ήταν με τον Σάμμυ στην εγκαταλελειμμένη εβραϊκή συνοικία της Παλιάς Πόλης της Ρόδου, όταν μου εξιστορούσε πώς 1.673 άνθρωποι, ανάμεσά τους και η οικογένειά του, «φορτώθηκαν» σε πλοία και κατέληξαν στο Άουσβιτς.
Το χρονικό της περιπλάνησής σας, μια προσωπική μαρτυρία κοινωνικής αποστασιοποίησης πριν αυτή επιβληθεί από την πανδημία, μοιάζει ιδιαίτερα επίκαιρο αυτό το παράξενο καλοκαίρι. Πιστεύετε ότι θα βρείτε μιμητές;
Πάντοτε με τραβούσαν τα άγνωστα μέρη και ελπίζω το βιβλίο μου να καταφέρει να δείξει τον πλούτο αυτών των νησιών και, ίσως, να ενθαρρύνει κάποιους να τα επισκεφθούν εκτός τουριστικής σεζόν, είτε για να ακολουθήσουν τα ίχνη μου είτε για να κάνουν τις δικές τους ανακαλύψεις. Απλώς έξυσα την επιφάνεια, υπάρχουν τόσα πράγματα ακόμα… Νομίζω ότι αυτή την αλλόκοτη χρονιά της πανδημίας έχει σημασία να θυμόμαστε πόσο δύσκολες καταστάσεις είχαν αντιμετωπίσει οι προηγούμενες γενιές –Kατοχή, πόλεμο, φτώχεια, ξενιτιά– και πώς κατάφεραν να αντεπεξέλθουν.
Γράφετε: «Για πολλούς πρόοδος σημαίνει περισσότερα αποκτήματα, αλλά για κάποιους από εμάς είναι ελευθερία να κατέχουν λιγότερα – να ζουν χωρίς τηλεόραση, συνωστισμούς και μποτιλιαρίσματα, χωρίς περιττό θόρυβο και κουραστικά διαστήματα αναμονής σε τράνσιτ». Μοιάζει σαν ένα μήνυμα από το μέλλον. Νιώθετε ότι η τωρινή δοκιμασία αποτελεί μια ευκαιρία να επανεξετάσουμε το πώς ζούμε;
…Ή σαν μια εικόνα από το παρελθόν. Κάποιους από εμάς τους προσελκύουν μέρη όπως η Τήλος, γιατί διαθέτουν μια απλότητα που έχει χαθεί. Πρωτοξεκίνησα δοκιμαστικά να εργάζομαι από το σπίτι μου στο νησί πριν από δέκα χρόνια και παραμένω ευγνώμων για την αίσθηση ελευθερίας και ικανοποίησης που μου προσφέρει. Ζω σε ένα φανταστικό μέρος, εκμεταλλεύομαι στο έπακρο την επαφή μου με τη φύση και μαθαίνω διαρκώς. Αν και το 2020 υπήρξε εφιαλτικό για πολλούς ανθρώπους και οι οικονομικές του επιπτώσεις θα είναι αισθητές για χρόνια, το σοκ που μας επιφύλαξε δείχνει τι είναι σημαντικό στη ζωή. Ελπίζω κάποιοι άνθρωποι να αδράξουν την ευκαιρία για να κάνουν αλλαγές.
Ποια αντικείμενα είναι τα απολύτως απαραίτητα όταν ταξιδεύετε;
Ένα μπολ για το σκυλί μου, ένας υπνόσακος για νυχτερινά δρομολόγια πλοίων και, φυσικά, σημειωματάριο και στιλό.
Ποια πέντε σημεία θα προτείνατε σε κάποιον που θέλει να εξερευνήσει τα Δωδεκάνησα όπως εσείς;
Υψικάμινος στο Βαθύ της Αστυπάλαιας, σβηστή από τη δεκαετία του ’70. © jennifer barclay
Οι εγκαταλελειμμένοι οικισμοί Μικρό Χωριό και Γερά στην Τήλο. Η ηφαιστειακή Νίσυρος. Το μισο-εγκαταλελειμμένο χωριό του Εμποριού και τα κτίρια-φαντάσματα των Λουτρών και των Λουτρών Παντελίδη. To λιμανάκι Βαθύ στην Αστυπάλαια, με τα εγκαταλελειμμένα σπίτια και την υψικάμινο ασβέστη. Η Βίλα του Μουσολίνι και το παλιό αρχηγείο των Ιταλών στην Αγία Ελεούσα της Ρόδου. Η Όλυμπος της Καρπάθου και ένας περίπατος στο Τρίστομο.
Έχετε αποφασίσει τι θα πραγματεύεται το επόμενο βιβλίο σας;
Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα συνεχίσω να εξερευνώ και να γράφω για τα νησιά.
Πηγή: kathimerini.gr