Με την υπ’ αρίθμ. 1028/29.9.2020 απόφαση του Ζ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε η έφεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου που διέταξε την έκδοση στις Η.Π.Α. ενός 40χρονου ομογενούς δικηγόρου, που συνελήφθη στην Κάλυμνο και καταζητείτο για απάτη.
Το ανώτατο ακυρωτικό απέρριψε εξάλλου και την αίτηση αντικατάστασης της προσωρινής του κράτησης με περιοριστικούς όρους.
Ο κατηγορούμενος αναμένεται πλέον να προσφύγει ενώπιον του υπουργού Δικαιοσύνης.
Οπως έγραψε η «δημοκρατική», ο κατηγορούμενος είχε αφεθεί την 21η Ιουλίου 2020 ελεύθερος με τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, της εμφάνισής του δύο φορές κάθε ημέρα στο Αστυνομικό Τμήμα της Ρόδου και της απαγόρευσης απομάκρυνσής του από την πόλη της Ρόδου.
Ο 40χρονος, κάτοικος προσωρινά Ενορίας Αγίου Μάμμα Καλύμνου, συνελήφθη την 15η Ιουλίου 2020 μετά από έρευνα στην οικία του για κατοχή ναρκωτικών και στην πορεία προέκυψε από σηματική αναφορά εξακρίβωσης από την Υποδιεύθυνση Αναζητήσεων Αρχείου και Ταυτοτήτων ότι αναζητείται για σύλληψη με σκοπό την έκδοσή του στις αρχές των ΗΠΑ, προκειμένου να δικαστεί για το αδίκημα της απάτης μέσω καλωδιακής επικοινωνίας από το έτος 2018.
Το ύψος της ζημίας που φέρεται να προκάλεσε ανέρχεται στο ποσό των 84.000 δολαρίων ΗΠΑ.
Όπως εκθέτει ο κατηγορούμενος το ένταλμα σύλληψης του περιφερειακού δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής για την Ανατολική Περιφέρεια της Πενσυλβάνια, αφορά ποινικές ευθύνες απορρέουσες από καθαρά δικονομικά θέματα, τα οποία προέκυψαν ως απόρροιες ενός αδικήματος πλημμεληματικού χαρακτήρα κατά το ελληνικό δίκαιο, στο οποίο μάλιστα δεν είχε καμία ανάμιξη.
Όπως εξέθεσε, στις 24 Μαΐου του έτους 2018 εκδόθηκε κατηγορητήριο εναντίον του από το σώμα ενόρκων και αποφάνθηκε ότι συντρέχουν σε βάρος του επαρκή έμπιστα στοιχεία για την τέλεση του εγκλήματος «της απάτης μέσω καλωδιακής επικοινωνίας».
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, τον Απρίλιο του 2015 συνήφθη συμφωνία – σύμβαση μεταξύ εκείνου, υπό την ιδιότητά του ως δικηγόρου – εντολοδόχου και ενός πελάτη – εντολέως του δικηγορικού του γραφείου (το όνομα και τα στοιχεία του οποίου δεν μνημονεύονται στη δικογραφία), για τη διεκπεραίωση μιας σειράς αστικών και ποινικών διαφορών και υποθέσεων, οι οποίες αφορούσαν στον τελευταίο και στις σχέσεις που είχε αναπτύξει με εταιρεία με έδρα στην Πενσυλβάνια.
Ειδικότερα, ανέλαβε την υποχρέωση για την επιμελή διεξαγωγή της υπόθεσης που του ανατέθηκε, σχετικά με τη διαπραγμάτευση και την επίτευξη ενός διακανονισμού με την εταιρεία που ήταν αντίδικος του πελάτη του, ενώ ο τελευταίος ανέλαβε την υποχρέωση να του καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας προέβη σε κάθε νόμιμη ενέργεια για την ομαλή, νόμιμη και αποτελεσματική διεκπεραίωση των συμφωνηθέντων, εκδίδοντας μάλιστα και τα αντίστοιχα παραστατικά για κάθε καταβληθέν ποσό.
Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, όπως τόνισε, δεν συνιστούν απάτη κατά την έννοια του άρθρου 386 του ελληνικού Π.Κ., αλλά αστική διαφορά για αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων εκτελέσεως της προαναφερομένης συμβάσεως εντολής.
Η εκ μέρους του τυχόν παραβίαση της υποχρέωσης διεξαγωγής της υπόθεσης που του ανέθεσε ο εντολέας του, κατά την εκτέλεση της μεταξύ τους συμφωνίας, δεν συνιστά ποινικά αξιόποινη συμπεριφορά κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Ποινικού Δικαίου.
Ως συνήγοροι υπεράσπισής του παρίστανται οι δικηγόροι κ.κ. Στέλιος Κιουρτζής και Βάνα Περή.