Σε οριστική διευθέτηση, μετά από μια περίοδο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης κυρίως στο Δήμο Κω, οδεύει η υπόθεση της εξαγοράς δύο ρεμάτων στο δημοτικό διαμέρισμα της Κεφάλου, που κατελήφθησαν από το έτος 1987 από ξενοδοχειακό συγκρότημα και έχουν καταστεί πλέον ανενεργά.
Τις αρχικές οικοδομικές εργασίες στο ξενοδοχειακό συγκρότημα είχε ουσιαστικά “νομιμοποιήσει” με δύο αποφάσεις του, ως Νομάρχης, την 17η Δεκεμβρίου 1987 και την 28η Μαρτίου 1988, ο νυν Περιφερειάρχης Νοτίου Αιγαίου κ. Γ. Μαχαιρίδης.
Ο αποχαρακτηρισμός και η εξαγορά των ρεμάτων από το νέο ιδιοκτήτη της μονάδας είναι μάλιστα σημαντικός καθώς θα του επιτρέψει να ενοποιήσει τα τρία γήπεδα στα οποία έχει αναπτύξει τις εγκαταστάσεις του και να αποφύγει προβλήματα αρτιότητας αυτού.
Για την όλη διαδικασία υπήρξαν αντιπαραθέσεις μεταξύ υπηρεσιών ακόμη και δημόσιες αντεγκλήσεις μέχρι τον Απρίλιο του 2011, οπότε με διαπιστωτική πράξη του προϊσταμένου της Κτηματικής Υπηρεσίας Δωδεκανήσου, κατόπιν θετικής εισήγησης της Γενικής Διεύθυνσης Αναπτυξιακού Προγραμματισμού Περιβάλλοντος και Υποδομών της Διεύθυνσης Τεχνικών Εργων της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, αποχαρακτηρίστηκαν από κοινόχρηστα.
Από την αλληλογραφία με υπηρεσίες της διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης συνάγεται, ότι οι επίμαχοι χείμαρροι (ρέματα) είχαν προ πολλού καταργηθεί, δηλαδή κατέστησαν οριστικά ανενεργοί.
Η εξέλιξη αποδίδεται στην κατασκευή δρόμου (επαρχιακού δικτύου), όπως αναγνώρισε το Συμβούλιο του Δήμου Ηρακλειδών ή στη νόμιμη κατασκευή του κύριου όγκου ξενοδοχειακού συγκροτήματος, δυνάμει της με αριθμό 71/1970 οικοδομικής άδειας, αλλά και των λοιπών 14 ομοίων που εκδόθηκαν νόμιμα από τη διοίκηση, όπως δέχθηκαν δημόσιες υπηρεσίες.
Ειδικότερα, η Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής με έγγραφό της αναγνώρισε ότι επειδή «τα υφιστάμενα κτίσματα έχουν ανεγερθεί με νόμιμες οικοδομικές άδειες, δεν κρίνεται απαραίτητο η οριοθέτηση να προταθεί με βάση την πρόβλεψη διάνοιξης κοίτης των ρεμάτων στην αρχική τους θέση δεδομένου ότι έχουν δημιουργηθεί πραγματικές καταστάσεις με πράξεις της διοίκησης. Το θέμα είναι δυνατόν να επιλυθεί με την κατασκευή των έργων διευθέτησης με βάση υδρολογική μελέτη για την οριοθέτηση των ρεμάτων λαμβάνοντας υπόψη και τα έργα που έχουν ήδη κατασκευαστεί».
Εξάλλου, η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αιγαίου αποδέχτηκε ότι «τα δύο ρέματα υφίσταντο στο ακίνητο, όπως απεικονίζονται στις με ημερομηνίες 1960 και 1965 αεροφωτογραφίες», με βάση την αρχική άδεια «τμήματα των παραπάνω ρεμάτων έχουν καταληφθεί εκ μέρους του κεντρικού κτιρίου του συγκροτήματος, ενώ τα υπόλοιπα τμήματά τους, δεν απεικονίζονται στις μετά το 1975 αεροφωτογραφίες και φαίνεται να έχουν καταργηθεί», η δε κατάργησή τους «φαίνεται να ταυτίζεται χρονολογικά με την κατασκευή του συγκροτήματος».
Τέλος, στην ίδια διαπίστωση, αλλά με διαφορετική διατύπωση, κατέληξε και η Διεύθυνση Τεχνικών Έργων της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου. Συγκεκριμένα, με έγγραφό της γνωστοποιεί στην Κτηματική Υπηρεσία Δωδεκανήσου ότι «μέρος των κτηματολογικών ρεμάτων ήδη έχει καταληφθεί από τμήμα του κεντρικού κτιρίου του συγκροτήματος ενώ το υπόλοιπο φαίνεται να έχει καταργηθεί και ως εκ τούτου δεν πληρούν πλέον τις απαιτήσεις για τις οποίες είχαν δημιουργηθεί στο παρελθόν αφού εν τοις πράγμασι έχουν καταστεί ανενεργά».
Επί του θέματος είχε αποφανθεί ωστόσο και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
Αρμοδίως είχε υποβληθεί και είχε εξεταστεί τοπογραφικό διάγραμμα και υδραυλική μελέτη, η οποία ρυθμίζει τα υδραυλικά και υδρολογικά δεδομένα των απαιτουμένων έργων για την απρόσκοπτη απορροή των ομβρίων υδάτων της περιοχής προς την θάλασσα, στην συνέχεια επρόκειτο να υποβληθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5 του Ν3310/2002 για έκδοση αποφάσεως επικυρώσεως του καθορισμού των οριογραμμών των ρεμάτων.
Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδότησε ότι μόνον εκ φυσικών αιτίων (εγκατάλειψη της κοίτης από τα ρέοντα ύδατα) είναι δυνατή η απώλεια, κατά τρόπο οριστικό και μόνιμο, του χαρακτήρα των ρεμάτων ως κοινοχρήστων πραγμάτων όχι δε και λόγω επεμβάσεων, είτε αυθαιρέτων, όπως κατασκευές χωρίς άδεια, είτε με άδεια, δεδομένου, ότι, όπως έχει κριθεί (ιδ. ΣτΕ 3849/2006), η έκταση, την οποία καταλαμβάνει το ρέμα, δεν επιτρέπεται να χαρακτηρίζεται ως χώρος οικοδομήσιμος ή προοριζόμενος για την ανέγερση κοινωφελών κτιρίων, αλλ’ αποκλειστικώς ως κοινόχρηστος χώρος, επιτρεπομένης μόνον της εκτελέσεως των απολύτως αναγκαίων τεχνικών έργων διευθετήσεως της κοίτης και των πρανών αυτών.
Ενόψει των ανωτέρω, εάν και εφόσον έχει γίνει κατάληψη του χειμάρρου (ή τμήματος αυτού) από κτιριακές εγκαταστάσεις της εταιρείας, (γεγονός το οποίο εναπόκειται στην Διοίκηση να εξακριβώσει), τότε δεν πληρούται η προϋπόθεση της εκ φυσικών αιτίων απώλειας του φυσικού προορισμού του ρέματος και δεν μπορεί η κατάληψη αυτή να οδηγήσει σε αποχαρακτηρισμό του.
Στο ίδιο συμπέρασμα είχε μάλιστα καταλήξει και ήταν κατηγορηματικό το Τμήμα ΠΕΧΩ Δωδεκανήσου που είχε ζητήσει εγγράφως από το Νοέμβριο του 2010 να γίνουν υδραυλικά έργα για την διευθέτηση της απορροής των υδάτων στη θάλασσα.
Το ίδιο είχε κρίνει τον Ιούνιο του 2010 η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών της πρώην Νομαρχίας Δωδεκανήσου που τελικώς άλλαξε γνώμη και εισηγήθηκε τον αποχαρακτηρισμό των ρεμάτων.