Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου με βούλευμα που εξέδωσε, αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία σε βάρος δύο κατοίκων της Ρόδου, για την από κοινού τέλεση του αδικήματος της τοκογλυφίας, ενώ έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος τους, για την από κοινού τέλεση των πράξεων της απάτης στο δικαστήριο, της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της εκβίασης, που φέρονται να είχαν τελέσει στο νησί το έτος 2007.
Κατόπιν της από 31 Ιανουρίου 2008 έγκλησης δύο κατοίκων της Σορωνής, σχηματίστηκε ποινική δικογραφία σε βάρος των εγκαλουμένων, για τη διερεύνηση των ως άνω αδικημάτων.
Από την έρευνα φέρεται να προέκυψαν τα εξής:
Οι μηνυόμενες, ως νόμιμες εκπρόσωποι και για λογαριασμό ομόρρυθμης εταιρίας πέτυχαν το έτος 2007 την έκδοση διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου σε βάρος μιας κατοίκου της Σορωνής, ισχυριζόμενες ότι η εγκαλούσα εξέδωσε σε διαταγή της τρεις επιταγές της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου συνολικού ποσού 33.800 €, οι οποίες αν και εμφανίστηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων.
Όπως προέκυψε από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση, μεταξύ των κατηγορουμένων και πρώην αρραβωνιαστικού της μηνύτριας, κατοίκου Σορωνής, υπήρχε οικονομική συνεργασία.
Λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε περί το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2006 ο μηνυτής και ενόψει χρέους ύψους 16.000 €, που όφειλε στις κατηγορούμενες εκ της συνεργασίας τους, εξέδωσε μία ισόποση τραπεζική επιταγή την οποία όμως κατά το χρόνο λήξης της αδυνατούσε να πληρώσει και για το λόγο αυτό, ζήτησε από τη μνηστή του να αντικαταστήσει την εν λόγω επιταγή με μία άλλη.
Εκείνη για να βοηθήσει τον αρραβωνιαστικό της, εξέδωσε επιταγή της Alpha Bank ποσού 16.600 €, την οποία παρέδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο κι εκείνος με τη σειρά του την παρέδωσε στην δεύτερη κατηγορουμένη.
Η εν λόγω επιταγή επίσης κατατέθηκε στο λογαριασμό των κατηγορουμένων, και προκειμένου και αυτή να μη σφραγιστεί ως ακάλυπτη, οι κατηγορούμενες την πλήρωσαν ώστε να αποφύγει η εταιρία τους τις δυσμενείς συνέπειες από την εγγραφή της στο σύστημα Τειρεσίας.
Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα η κατηγορούμενη, η οποία πλέον διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την μηνύτρια, την διευκόλυνε επανειλημμένως οικονομικά στην προσπάθειά της να εξοπλίσει και να λειτουργήσει επιχείρηση στη Ρόδο, και συγκεκριμένα της παρέδωσε το χρηματικό ποσό των 6.000 € σε μετρητά, ενώ ταυτόχρονα της διευκόλυνε για την πληρωμή μίας τραπεζικής επιταγής η οποία είχε προεξοφληθεί από την Εμπορική Τράπεζα ύψους 10.000 €.
Για την κάλυψη των παραπάνω χρηματικών ποσών συνολικού ύψους 32.600 € η κατηγορουμένη ζήτησε από την μηνύτρια να καταθέσει στο πλαφόν της εταιρίας των κατηγορουμένων και να προεξοφληθούν τραπεζικές επιταγές ποσού 7.800 €, ποσού 8.000 € και ποσού 16.800 €.
Οι ανωτέρω επιταγές ωστόσο και πάλι δεν πληρώθηκαν ούτε από την εκδότρια αυτών από τη δεύτερη εγκαλούσα, και για το λόγο αυτό αναγκάστηκαν και οι δύο κατηγορούμενες να τις πληρώσουν οι ίδιες για να μη δημιουργηθεί πρόβλημα αξιοπιστίας της εταιρίας τους στις συναλλαγές, και στη συνέχεια να προβούν στην έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος των μηνυτών.
Από τα ανωτέρω, λοιπόν, προκύπτει ότι μεταξύ των κατηγορουμένων και των μηνυτών υπήρξαν οικονομικής φύσεως συναλλαγές.
Το δικαστικό συμβούλιο επισημαίνει ότι η επίδικη συμπεριφορά των κατηγορουμένων και των μηνυτών, εκατέρωθεν, αποτελεί αποκλειστικά αστικής φύσεως διαφορά, καθώς ουδείς παραπλανήθηκε προκειμένου να πεισθεί να προβεί στην έκδοση των τραπεζικών επιταγών, τα δε ποσά που συμπληρώθηκαν σε έκαστη εκ των τραπεζικών επιταγών αποτελούσαν προϊόν προγενέστερης συμφωνίας των εμπλεκομένων μερών, καθώς ουδείς εκ των κατηγορουμένων πλαστογράφησε αυτές, ούτε και αναζητήθηκαν από τους κατηγορουμένους τοκογλυφικοί τόκοι, ούτε και εκβιάστηκε ουδεμία εκ των μηνυτών προκειμένου να προβεί σε κάποια ενέργεια.