Τοπικές Ειδήσεις

Απορρίφθηκε η αγωγή γνωστής επιχειρηματία κατά της Εθνικής Τράπεζας

Με απόφαση που εξέδωσε το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου, με την τακτική διαδικασία, απορρίφθηκε η αγωγή που άσκησε γνωστή επιχειρηματίας της Ρόδου κατά της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, διεκδικώντας αποζημίωση για βλάβες που υπέστη.
Η ενάγουσα είναι ιδιοκτήτρια και νόμιμη διαχειρίστρια ατομικής επιχείρησης που λειτουργεί γνωστό κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος.
Μέχρι και το έτος 2012, λειτουργούσε το κατάστημά της και έκτοτε το μίσθωσε.
Σύμφωνα, με όρο του συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης που συνήψε με τον μισθωτή, τα μισθώματα των μηνών Νοεμβρίου, Δεκεμβρίου, Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου και Μαρτίου κάθε έτους θα προκαταβάλλονταν κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου, καθώς το κατάστημά της είναι ανοιχτό μόνο τη θερινή σεζόν, ήτοι τους μήνες Μάιο έως και Οκτώβριο.
Προκειμένου, έτσι, να μπορέσει να ανταποκριθεί στην ως άνω υποχρέωση προκαταβολής πέντε μηνιαίων μισθωμάτων, δεδομένου ότι το συνολικό ποσό της προκαταβολής ξεπερνούσε τα 10.000 €, απευθύνθηκε, την 22η Οκτωβρίου 2013, σε υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς, μαζί με τον σύζυγό της, για να συζητήσει την δυνατότητα λήψεως ενός δανείου.
Ενώ συζητούσε με τον αρμόδιο υπάλληλο της τράπεζας έπεσε από τα σύννεφα όταν της δήλωσε πως δεν μπορεί να προχωρήσει σε δανειοδότησή της, διότι βρίσκεται στα αρχεία της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε για δύο απλήρωτες συναλλαγματικές ποσών 1.000 ευρώ και 1.500 ευρώ, λήξεως 28.03.2013 και 15.04.2013 αντιστοίχως, που αναγγέλθηκαν ηλεκτρονικά από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και συγκεκριμένα από το Κατάστημα της Πλατείας Κύπρου στη Ρόδο.
Παρόλη την μεγάλη ταραχή που ένιωσε, καθώς όλα τα χρόνια που διατηρεί το κατάστημα ποτέ δεν ήταν ασυνεπής στις υποχρεώσεις της, δεν χρωστούσε σε κανέναν και ουδέν δυσμενές στοιχείο σχετικά με τις συναλλαγές της υπήρχε, μετέβη ευθύς αμέσως στο ως άνω κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για να ζητήσει εξηγήσεις.
Η έκπληξή της, όμως, έγινε αγανάκτηση όταν την ενημέρωσαν πως υπήρχαν πράγματι δύο συναλλαγματικές με εκδότη ανώνυμη εταιρεία, τις οποίες εφέρετο να είχε υπογράψει ως αποδέκτης.
Η ενάγουσα δεν συνεργάστηκε με την εταιρεία καθώς τα αντικείμενα δραστηριοποίησής τους είναι παντελώς άσχετα και ασύνδετα, αφού αυτή εμπορεύεται ζωοτροφές.
Η μόνη συνεργασία που είχε ποτέ, ήταν στο παρελθόν με την μία εκ των δύο νομίμων εκπροσώπων της ανωτέρω εταιρείας, ως φυσικό πρόσωπο ατομικά, καθώς την προμήθευε με ποτά και αναψυκτικά, την οποία πάντοτε εξοφλούσε αμέσως.
Οι δήθεν υπογραφές της στη θέση του αποδέκτη στις συναλλαγματικές είναι πλαστογραφημένες και τέθηκαν, κατά απομίμηση της δικής της υπογραφής, από την εκδότρια εταιρεία των δύο συναλλαγματικών, εν αγνοία της.
Το γεγονός δε της ύπαρξής τους αγνοούσε παντελώς και το έμαθε εντελώς τυχαία, καθώς δεν είχε ζητήσει ποτέ ξανά δάνειο.
Όταν σε έξαλλη κατάσταση επικοινώνησε με τους νόμιμους εκπροσώπους της και τους ζήτησε εξηγήσεις της απάντησαν πως «εκ παραδρομής» έγινε λάθος.
Είναι δε προφανές ότι ουδέν λάθος έγινε, αφού ουδέποτε είχε συνεργασία με την εκδότρια των συναλλαγματικών, η οποία εκμεταλλεύτηκε τη φήμη και την αξιοπιστία της, ως μη έχουσα δυσμενή στοιχεία σαν επιχειρηματίας στην ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ, για να χρηματοδοτηθεί η ίδια από την Εθνική Τράπεζα.
Άφησε δε, αφού εκ των υστέρων ουδέν σχετικό συμφέρον είχε, τις ως άνω συναλλαγματικές να λήξουν χωρίς να εξοφληθούν, με αποτέλεσμα να βρεθεί ξαφνικά να χρωστάει χωρίς λόγο και αιτία.
Υπέβαλε, έτσι, έγκληση ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου κατά των δύο νομίμων εκπροσώπων της ανώνυμης εταιρείας η οποία εκδικάστηκε ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου της Ρόδου και εκδόθηκε απόφαση, δυνάμει της οποίας αμφότερες κηρύχθηκαν ένοχες.
Όπως διατείνεται στην αγωγή, που υπέβαλε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της κ. Δημήτρη Ζιώγα, ο πλημμελής έλεγχος εκ μέρους του υπαλλήλου της Εθνικής Τράπεζας των δύο επίμαχων πλαστών συναλλαγματικών, με τις οποίες εκείνη εμφανίστηκε ως δήθεν αποδέκτης – οφειλέτης τους, είχε ως αποτέλεσμα να προσβληθούν δικά της έννομα αγαθά, διότι αφενός καταχωρήθηκε στα αρχεία της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε., αφετέρου δεν μπορούσε να λάβει δάνειο που της ήταν απαραίτητο για την ευόδωση των επιχειρηματικών της στόχων και την οικονομική της ανέλιξη.
Συγκεκριμένα, όπως ισχυρίστηκε, ο τραπεζικός υπάλληλος, ενεργώντας στο πλαίσιο των καθηκόντων του, όφειλε, με βάση την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και την τραπεζική πρακτική, πρώτον, να ελέγξει και να επιβεβαιώσει την ύπαρξη αντίστοιχων τιμολογίων, ποσών ίδιων με αυτά των συναλλαγματικών, με εκδότη την εταιρεία και κομμένα στο όνομά της ως αποδέκτη, για προϊόντα ή υπηρεσίες που της παρείχε, και να τα τηρήσει στο αρχείο της τράπεζας και δεύτερον, να προβεί σε ταυτοποίηση της δήθεν υπογραφής της με δείγματά της που τηρεί η τράπεζα, καθώς ήταν πελάτισσά της επί σειράν ετών έχοντας ανοίξει σε αυτήν τραπεζικό λογαριασμό.
Το δικαστήριο έκρινε ωστόσο ότι δεν υφίσταται δια νόμου υποχρέωση για τους υπαλλήλους της τράπεζας να ελέγξουν αν οι συναλλαγματικές αφορούν σε εμπορική συναλλαγή αλλά μόνο εγκύκλιες οδηγίες με αποτέλεσμα να μην υπέχει ευθύνη από αδικοπραξία.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου