Εφεση κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου με το οποίο παραπέμφθηκαν σε δίκη 19 εμπλεκόμενοι στο σκάνδαλο «μαμούθ» που εκτυλίχθηκε στην πρώην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος (νυν Alpha Bank) με την υποβολή ψευδών στοιχείων για την εξασφάλιση δανείων ύψους 2.257.022 ευρώ, άσκησε χθες μια εκ των κατηγορουμένων.
Η ίδια υπέβαλε εξάλλου και έγκληση κατά παντός υπευθύνου υποστηρίζοντας ότι η παραπομπή της οφείλεται σε πλαστογραφημένο έγγραφο που βρέθηκε στην δικογραφία!
Θυμίζουμε ότι το Δικαστικό Συμβούλιο με το πολυσέλιδο βούλευμα που εξέδωσε έχει παραπέμψει στο Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων 19 κατηγορούμενους για τα αδικήματα της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης από κοινού, της πλαστογραφίας με σκοπούμενο όφελος άνω των 120.000 ευρώ από κοινού και της απάτης με ζημία άνω των 120.000 ευρώ από κοινού.
Μια εκ των κατηγορουμένων, κάτοικος Καλλιθέας Αττικής, στρέφεται κατά παντός υπευθύνου φυσικού προσώπου, υποστηρίζοντας ότι έλαβε το πρώτον γνώση της εμπλοκής της όταν οδηγήθηκε βιαίως μετά από ένταλμα σύλληψης ενώπιον του Ανακριτή Ρόδου, ώστε να απολογηθεί, στις 17 Ιουνίου 2017, ήτοι δέκα έτη μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου και χωρίς να της έχει δοθεί η δυνατότητα για παροχή εξηγήσεων και των δικαιωμάτων της προδικασίας!
Της είχαν χορηγηθεί όπως διατείνεται, αντίγραφα της δικογραφίας και τότε δεν υφίστατο στη δικογραφία έγγραφο το οποίο βρήκε ο συνήγορος της κ. Μανώλης Βλάχος την 28η Δεκεμβρίου 2020, που φέρεται να έχει υπογραφεί από την ίδια και να απευθύνεται στους επιθεωρητές της τράπεζας με το οποίο ομολογεί την εμπλοκή της.
Διατείνεται ότι το έγγραφο αυτό είναι πλαστό και υποστηρίζει ότι την επίδικη περίοδο ήταν μόλις 19 ετών και δεν υπέβαλε καν φορολογική δήλωση, πόσω μάλλον δεν μπορούσε να είχε υποβάλει αίτημα για δάνειο.
Ισχυρίζεται ότι το Νοέμβριο του 2006 υπέστη απόπειρα ανθρωποκτονίας από τον τότε σύντροφό της και βρισκόταν σχεδόν όλο τον μήνα στην Κρήτη νοσηλευόμενη.
Τονίζει δε ότι η υπογραφή της με αντιπαραβολή σε υπογραφές που έχει θέσει σε άλλα στάδια της έρευνας είναι εμφανώς παραποιημένη στο συγκεκριμένο έγγραφο.
Θυμίζουμε ότι περί το μήνα Ιανουάριο του έτους 2006, ο Μ. Μ., μαζί με τον Ν. Β., τη Μ. Α., την Α. Β. και τον Φ. Σ., αφού είχαν εντοπίσει διαθέσιμα προς πώληση ακίνητα στην ευρύτερη περιοχή της Νότιας Ρόδου, προσέγγισαν (μέσω του πρώτου εξ αυτών), τον Γ. Π., ο οποίος κατ’ εκείνο το χρόνο ήταν διευθυντής ιδιωτών του υποκαταστήματος της Εμπορικής Τράπεζας στη Ρόδο.
Ο Μ. Μ. παρουσιάστηκε στον Γ. Π. ως έμπειρος κτηματομεσίτης, χωρίς ωστόσο να προσκομίσει οποιοδήποτε δικαιολογητικό που να επιβεβαιώνει την ιδιότητα του αυτή, και του πρότεινε να συστήνει ο ίδιος πιστούχους, τους οποίους η τράπεζα θα χρηματοδοτούσε, μέσω της έγκρισης σε αυτούς δανείων, για την αγορά οικοπέδων στην περιοχή της Νότιας Ρόδου. Ο Γ. Π., αποδέχθηκε την πρόταση του Μ. Μ., αν και ο τελευταίος δεν πληρούσε τις καθορισμένες από την τράπεζα προϋποθέσεις και χωρίς να λάβει ως όφειλε την έγκριση της Περιφερειακής Διεύθυνσης, και συνήψε άτυπη συνεργασία με αυτόν. Ως στενός συνεργάτης του Μ. Μ., εμφανιζόταν σε κατάστημα της τράπεζας ο Ν. Β., ο οποίος δήλωνε στους υπαλλήλους της τράπεζας ότι είναι δικηγόρος, προκειμένου να δώσουν την εντύπωση ότι πρόκειται για μια ομάδα σοβαρών επαγγελματιών που δραστηριοποιούνται στο χώρο των κτηματομεσιτικών συναλλαγών, ενώ όπως προέκυψε από τα καταχωρημένα στο πελατολόγιο της τράπεζας στοιχεία, ήταν οικονομολόγος-λογιστής!
Η μέθοδος που ακολουθούσε η ως άνω οργανωμένη εγκληματική ομάδα ήταν η ακόλουθη: η Α. Β. στις περισσότερες περιπτώσεις κατά μόνας ή και σε συνεργασία με τους’ ανωτέρω αναφερόμενους, προσέγγιζε (στην Κρήτη και στην Αττική) αφερέγγυα πρόσωπα, κυρίως χρήστες ναρκωτικών ουσιών και ανέργους, με σοβαρά προβλήματα ρευστότητας και τους πρότειναν έναντι αμοιβής να συνεργασθούν μαζί τους και να χρηματοδοτηθούν λαμβάνοντας στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια από το κατάστημα της Εμπορικής στη Ρόδο, προφασιζόμενοι την αγορά οικοπέδων.
Εφόσον τα εν λόγω άτομα συμφωνούσαν να συμμετάσχουν στην πραγματοποίηση του εγκληματικού σχεδίου, η Μ. Α., η οποία είχε γνώσεις λογιστικής, μετά από συνεννόηση με τον Μ. Μ. και τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης, προέβαινε μέσω διαδικτύου στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων επ’ ονόματι των υποψηφίων πιστούχων καταχωρώντας εικονικά εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες, με βάση τα οποία εκδίδονταν στη συνέχεια εκκαθαριστικά φόρου, τα οποία ο Γ. Π. καταχωρούσε ως συνημμένα δικαιολογητικά στις υποβληθείσες εκ μέρους των υποψηφίων δανειοληπτών αιτήσεις στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων. Επίσης τα μέλη της ως άνω εγκληματικής ομάδας προέβαιναν στην εξ υπαρχής κατάρτιση πλαστών εγγράφων και συγκεκριμένα προέβαιναν στην κατάρτιση πλαστών βεβαιώσεων ετησίων και μηνιαίων αποδοχών που ενεφάνιζαν οι υποψήφιοι δανειολήπτες, ως προερχόμενα από την εργασία τους, τις οποίες ομοίως ο Γ. Π. καταχωρούσε ως δικαιολογητικά για αίτηση δανειοδότησης, χωρίς να προβεί σε έλεγχο γνησιότητας αυτών ως όφειλε.