Τη σημασία των επικείμενων διερευνητικών επαφών Ελλάδας-Τουρκίας, αποκωδικοποιεί ο γνωστός διεθνολόγος ερευνητής του Τμήματος Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος.
Ο κ. Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, απαντά σε καίρια ερωτήματα της «δημοκρατικής» για το πολυσυζητημένο θέμα, θέτοντας τα πράγματα σε ρεαλιστική βάση κυρίως ως προς το τι μπορεί να περιμένει η Ελλάδα και τι μπορεί να αποκομίσει, από τον επικείμενο διάλογο με την Τουρκία.
Τι είναι οι
διερευνητικές επαφές
Οι διερευνητικές επαφές δεν αποτελούν επίσημη διαπραγμάτευση, αλλά μια άτυπη διαδικασία. Δεν αφορούν στην ουσία της διαπραγμάτευσης, αλλά εκτίμηση τυχόν σημείων σύγκλησης, ώστε στη συνέχεια να συνεχιστούν σε πολιτικό επίπεδο. Οι συμμετέχοντες σε αυτές «στρώνουν το δρόμο», συζητούν αλλά δεν διαπραγματεύονται, αναζητώντας σημεία σύγκλησης.
Τι σημαίνει
«συζητούν αλλά
δεν διαπραγματεύονται»
Η διαπραγμάτευση συχνά ισοδυναμεί με δέσμευση, ενώ η συζήτηση σε ανίχνευση προθέσεων. Επίσης, η διευθέτηση ορισμένων θεμάτων ορίζονται κατά το διεθνές δίκαιο ως μονομερή δικαιώματα. Ας πάρουμε για παράδειγμα την υφαλοκρηπίδα. Ο προσδιορισμός της γίνεται μονομερώς από κάθε χώρα. Η Ελλάδα λοιπόν μπορεί να συζητά την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, ως πρόκριμα για τον προσδιορισμό της υφαλοκρηπίδας, αλλά τυπικά δεν την διαπραγματεύεται, αφού ο προσδιορισμός του εύρους αυτής, κατά το διεθνές δίκαιο, γίνεται μονομερώς.
Τηρούνται πρακτικά; Που
γίνονται οι συναντήσεις;
Ανταλλάσσονται επίσημα
έγγραφα; Πότε θα γίνει η
επόμενη συνάντηση;
Οι διερευνητικές επαφές λαμβάνουν χώρα (εθιμοτυπικά) εναλλάξ στις δύο πρωτεύουσες Ελλάδας και Τουρκίας. Η τελευταία συνάντηση έγινε τον Μάρτιο του 2016 στην Αθήνα, οπότε η επόμενη συνάντηση προγραμματίζεται να γίνει στις 25 Ιανουαρίου 2021 στην Άγκυρα. Οι συναντήσεις γίνονται σε διπλωματικό επίπεδο. Δεν τηρούνται πρακτικά και δεν ανταλλάσσονται επισήμως έγγραφα. Σπάνια δίδονται κάποια ανεπίσημα σημειώματα.
Είναι πρώτη φορά
που θα γίνουν διερευνητικές επαφές
μεταξύ των δύο χωρών;
Όχι. Έχουν προηγηθεί ήδη 60 γύροι διερευνητικών επαφών, με την τελευταία στην Αθήνα, το 2016. Οι διερευνητικές επαφές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ξεκίνησαν την άνοιξη του 2002.
Γιατί είχαν σταματήσει
οι διερευνητικές επαφές;
Σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών κ. Μεβλούτ Τσαβούσολγου, «Όταν το 2016 ανέλαβε η κυβέρνηση Τσίπρα, δεν ήθελε να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις». Η πραγματικότητα είναι ότι μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016 στην Τουρκία, ο Πρόεδρος κ. Ταγίπ Ερντογάν υιοθέτησε μία σκληρή πολιτική γραμμή έναντι της Δύσης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Με μία σειρά ενεργειών τορπίλιζε διαρκώς κάθε δυνατότητα διαλόγου (έρευνες και γεωτρήσεις στην Κυπριακή ΑΟΖ, έξαρση των παραβιάσεων στο Αιγαίο, Τουρκο-λιβικό μνημόνιο, έρευνες σε ελληνική υφαλοκρηπίδα).
Τι επιδιώκει
η Τουρκία μέσα
από τις διερευνητικές επαφές
Βλέποντας τη μεγάλη εικόνα, η Άγκυρα επιθυμεί να επιδείξει διάθεση συμβιβασμού με τη Δύση, μετά και την εκλογή Μπάιντεν στις ΗΠΑ. Ο Ερντογάν προσπαθεί να χτίσει γέφυρες με τις ΗΠΑ (πρότεινε τη σύσταση επιτροπής για τους S400), με εκείνες τις χώρες της Ευρώπης που οι σχέσεις βρίσκονται σε ένταση (επιστολή Ερντογάν στο Γάλλο Πρόεδρο) και στη Μέση Ανατολή (διορισμός Πρέσβη στο Ισραήλ, μετά από δύο χρόνια). Ως προς τις διερευνητικές επαφές, η Τουρκία στοχεύει να συμπεριλάβει θέματα που δεν δέχεται να συζητήσει η Ελλάδα, όπως κυριαρχίας (Ίμια, γκρίζες ζώνες), μη επέκτασης των χωρικών μας υδάτων (12 ναυτικά μίλια), αποστρατικοποίησης νησιών, το εύρος του εναέριου χώρου μας, θέμα Τουρκικής μεινότητας στη Θράκη και ζητήματα δικαιοδοσίας στις περιοχές έρευνας και διάσωσης. Κατά πολλούς ερευνητές, η Τουρκία προσέρχεται στο διάλογο προσχηματικά, έχοντας αποφασίσει να οδηγήσει τις επαφές σε αδιέξοδο, εκτιμώντας ότι – τουλάχιστον για την ώρα, δεν μπορεί να αποκτήσει με διάλογο και προσφυγή στο διεθνές δίκαιο, ό,τι μπορεί να καρπωθεί μέσα από την πρόκληση έντασης και την προβολή ισχύος.
Τι επιδιώκει
η Ελλάδα μέσα
από τις διερευνητικές επαφές
Η Ελλάδα επιδιώκει αρχικά την απομάκρυνση της Τουρκίας από την πολιτική των προκλήσεων, και την επιστροφή στο διάλογο. Φιλόδοξος στόχος της Αθήνας είναι η από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, με αποκλειστικά θέματα την υφαλοκρηπίδα και την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Τα θέματα αυτά είναι και τα μόνα που δέχεται η Αθήνα προς συζήτηση.
Τι ευελπιστεί
η Ευρώπη μέσα
από τις διερευνητικές επαφές
Τα περισσότερα κράτη – μέλη επιθυμούν να πέσουν οι τόνοι στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο, προκειμένου να προωθήσουν έναν «θετικό» διάλογο με την Τουρκία, με στόχευση τη διατήρηση και αναβάθμιση των διμερών σχέσεων (κυρίως εμπορικών), την αντιμετώπιση των προσφυγικών ροών και την αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης.
Ποιοι απαρτίζουν
τις ομάδες
των δύο χωρών
Η ελληνική ομάδα απαρτίζεται από τον πρέσβη ε.τ. κ. Παύλο Αποστολίδη, τον πρέσβη Αλέξανδρο Κουγιού και την κα Ιφιγένεια Καναρά. Ο κ. Αποστολίδης θεωρείται διπλωμάτης με τεράστια πείρα, έχοντας και στο παρελθόν την ευθύνη διερευνητικών επαφών. Έχει υπηρετήσει στην Κύπρο, στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία στα Ηνωμένα Έθνη, στην Άγκυρα και ως μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην ΕΕ. Η τουρκική ομάδα αποτελείται από τον κ. Σεντάτ Ονάλ, μόνιμο υφυπουργό ΥΠΕΞ, τον κ. Τσαγκαπτάι Ερτζιγές, γενικό διευθυντή Διμερών Πολιτικών, Αεροναυτιλιακών και Συνοριακών Υποθέσεων, και τον κ. Μπαρίς Καλκαβάν. Ο μεν Ονάλ θεωρείται πιο χαμηλών τόνων από τον Ερτζιγές, με τον δεύτερο να θεωρείται βαθύς γνώστης των οριοθετήσεων των θαλασσίων ζωνών, που έχει συμμετάσχει σε διερευνητικές και στο παρελθόν.
Τι μπορούμε
να περιμένουμε
πραγματικά από τις
διερευνητικές επαφές
Εφόσον οι διερευνητικές επαφές δεν οδηγηθούν σε πρόωρο ναυάγιο, λόγω τυχόν τουρκικής αδιαλλαξίας, τότε κατά τη διάρκειά τους μπορούμε να περιμένουμε αρχικά περιορισμό της έντασης. Οι διαμετρικά αντίθετες απόψεις των δύο χωρών δεν επιτρέπουν αισιόδοξες εκτιμήσεις για ουσιαστική πρόοδο στο αμέσως επόμενο διάστημα. Αντίθετα ο κίνδυνος πρόωρου ναυαγίου και ενός blame game (παιχνίδια ευθυνών) κάθε άλλο παρά μπορεί να αποκλειστεί. Πιθανότερο σενάριο είναι η ανακοίνωση επίτευξης προόδου, η οποία όμως δεν αναμένεται να είναι ουσιαστική, αλλά μπορεί να ανοίξει το δρόμο σε συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν.
Βρεθήκαμε ποτέ κοντά
σε ευόδωση των
διερευνητικών επαφών;
Το 2003 θεωρείται η χρονιά που οι δύο χώρες βρέθηκαν πιο κοντά από ποτέ, κατά την διάρκεια των πρώτων διερευνητικών επαφών, λόγω και του ζωηρού ενδιαφέροντος της Τουρκίας προς την ΕΕ.