Θύελλα πολιτικών αντιδράσεων προκάλεσε η συνέντευξη Τύπου της υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη, η οποία με αφορμή τις καταγγελίες για τον τέως καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Δημήτρη Λιγνάδη, έκανε λόγο για «εξαπάτηση».
ΣΥΡΙΖΑ
«Μνημείο πολιτικής δειλίας και απάτης», χαρακτηρίζει τη σημερινή συνέντευξη Τύπου της Λίνας Μενδώνη, ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, Νάσος Ηλιόπουλος, τονίζοντας ότι η υπουργός Πολιτισμού «ανακάλυψε με 20 μέρες καθυστέρηση ότι ο κ. Λιγνάδης “είναι επικίνδυνος” και πως την εξαπάτησε».
«Το μόνο που περιμέναμε σήμερα από την κ. Μενδώνη ήταν η παραίτηση και η απολογία της για τη συγκάλυψη. Η παραίτησή της πλέον δεν είναι αρκετή. Η μη παραίτησή της όμως είναι εξοργιστική», προσθέτει. «Η ευθύνη για την προσπάθεια συγκάλυψης βαραίνει στο ακέραιο τον κ. Μητσοτάκη, του οποίου προσωπική επιλογή ήταν ο κ. Λιγνάδης», καταλήγει.
Ο αν. Τομεάρχης Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ, Πάνος Σκουρολιάκος, μετά τη συνέντευξη Τύπου της υπουργού Πολιτισμού έκανε την εξής δήλωση:
«Με αγανάκτηση πληροφορήθηκα ότι η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού κα Μενδώνη διερωτήθηκε εάν ως ηθοποιός γνώριζα για τον βίο και πολιτεία του κ. Λιγνάδη από κουτσομπολιά και φήμες και το απέκρυπτα. Να διευκρινίσω ότι ανήκω σ’ εκείνους που τη δουλειά τους την κάνουν χωρίς κουτσομπολιά, φήμες και άλλα συναφή. Δεν είμαι όμως εγώ που διόρισα τον κ. Λιγνάδη στο Εθνικό Θέατρο χωρίς διαγωνιστική διαδικασία και δεν οφείλω εγώ ν’ απαντήσω αλλά εκείνοι που τον επέλεξαν».
Απάντηση ΝΔ
«Η μόνη απόπειρα συγκάλυψης- και είναι γνωστή στο πανελλήνιο- είναι η απόπειρα που έκανε ο κ. Τσίπρας, εγγράφως μάλιστα, να μείνει στο σκοτάδι η υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης στην πρεσβεία της Βενεζουέλας. Είναι πραγματικά θλιβερή η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ, να δώσει κομματικό χρώμα σε μια υπόθεση η οποία θα έπρεπε να βρίσκει ενωμένο τον πολιτικό κόσμο απέναντι σε τέτοιου είδους φαινόμενα. Η κυβέρνηση ήταν εκείνη που μέσω της ημερίδας με θέμα “Σπάσε τη Σιωπή – Μίλησε, Μην Ανέχεσαι”, ενθάρρυνε τα στόματα να ανοίξουν. Και θα λάβει κάθε θεσμικό μέτρο ώστε να αντιμετωπιστούν τέτοιου είδους φαινόμενα. Οσο για τις συγκεκριμένες υποθέσεις που έχουν έρθει στο φως, το λόγο έχει πλέον η δικαιοσύνη και όλες οι κρατικές υπηρεσίες είναι στη διάθεσή της», αναφέρει σε ανακοίνωση της το Γραφείο τύπου της Νέας Δημοκρατίας.
ΚΙΝΑΛ
Προσωπικές ευθύνες στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, για προσπάθεια συγκάλυψης απέδωσε η Φώφη Γεννηματά για την υπόθεση Λιγνάδη. «Ο κ. Μητσοτάκης και η κ. Μενδώνη έσπασαν σήμερα κάθε ρεκόρ της υποκρισίας και θράσους. Προκαλούν την κοινή γνώμη. Αλήθεια ποιος διόρισε στο Εθνικό Θέατρο τον «επικίνδυνο», όπως ομολόγησαν κ. Λιγνάδη; Αλήθεια ποιος επί εβδομάδες προσπαθεί με κάθε τρόπο να συγκαλύψει την υπόθεση; Την απάντηση πλέον την γνωρίζουν όλοι οι Έλληνες. Και για τα δύο ερωτήματα. Η κ. Μενδώνη, με εντολή του ίδιου του κ. Μητσοτάκη», τονίζει σε δήλωσή της η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής.
Επισημαίνει ακόμη ότι η υπόθεση έχει ήδη πάρει τον δρόμο της Δικαιοσύνης και δεν πείθει κανέναν η σημερινή καθυστερημένη αντίδραση της κυβέρνησης. «Σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα, κάποιος θα είχε αναλάβει την ευθύνη και θα είχε παραιτηθεί. Αλλά εδώ για την κυβέρνηση της ΝΔ η λέξη “φιλότιμο”, είναι απόλυτα άγνωστη. Ντροπή!», υπογραμμίζει η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής.
ΚΚΕ
«Οι ευθύνες της υπουργού Πολιτισμού και κυρίως του πρωθυπουργού για την “υπόθεση Λιγνάδη” δεν κρύβονται ούτε παραγράφονται με καθυστερημένες δηλώσεις καταδίκης» επισημαίνει το ΚΚΕ σε σχόλιό του και τονίζει στη συνέχεια:
«Οι ευθύνες τους αφορούν κυρίως στη διατήρηση του Λιγνάδη στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, παρά τις φήμες κι ακόμη περισσότερο τις καταγγελίες, για περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης, ακόμη και ανηλίκων. Αντί να πάρουν θέση για αυτά τα φαινόμενα, κρύβονταν πίσω από εξαγγελίες για “Κώδικες Δεοντολογίας”, αλλά και από υποκριτικά καλέσματα ορισμένων προς τον πρωθυπουργό “να προχωρήσει σε κάθαρση”.
Οι ευθύνες τους, όμως, έχουν να κάνουν και με το γεγονός ότι συντηρούν κι εντείνουν την εργασιακή ζούγκλα και την ανασφάλεια στον χώρο του Πολιτισμού -και όχι μόνο- αναπαράγοντας τις οικονομικές και κοινωνικές πιέσεις, που υποχρεώνουν κάποιον ή κάποια να “μένουν σιωπηλοί”. Αλλά και διατηρώντας το απαράδεκτο νομοθετικό πλαίσιο του Ποινικού Κώδικα, που ρίχνει στα μαλακά τη σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας».
Πηγή: kathimerini.gr