Στον «αέρα» βρίσκονται όλες οι άδειες καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος που έχουν εκδοθεί από το Δήμο Ρόδου, μετά την 28η Μαΐου 2009 στη Μεσαιωνική Πόλη της Ρόδου ενώ παρανόμως επιλαμβάνεται θεμάτων που αφορούν τη λειτουργία του συνόλου των καταστημάτων της περιοχής, η Επιτροπή Ποιότητας Ζωής!!
Το θέμα, που φέρνει στο φως της δημοσιότητας σήμερα η «δημοκρατική», είναι εξαιρετικά σοβαρό και θα έχει μείζονες συνέπειες για τους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται εντός των τειχών.
«Πονοκέφαλο» έχει προκαλέσει συγκεκριμένα στη δημοτική αρχή και κυρίως στη νομική υπηρεσία του Δήμου Ρόδου, το περιεχόμενο διάταξης της Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου κ. Μαρίας Σοφίας Βαϊτση, που αφορά τη λειτουργία καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος στον κηρυγμένο ως αρχαιολογικό χώρο της Λίνδου (αναλυτικό ρεπορτάζ δημοσίευσε πρόσφατα η «δημοκρατική») αφού κατ’ αντιδιαστολή έχει πλήρη εφαρμογή και στη Μεσαιωνική Πόλη.
Ο πρώην Δήμος Ροδίων, επί θητείας του πρώην δημάρχου κ. Χατζή Χατζηευθυμίου, είχε καταβάλει συγκεκριμένα προσπάθειες για τη λήψη μέτρων, με τη ψήφιση τροπολογίας, για την άρση των δυσμενών συνεπειών που προκάλεσε στη Μεσαιωνική Πόλη, απόφαση της 28ης Μαΐου 2009, με την οποία κηρύχθηκε ως αρχαιολογικός χώρος, κυρίως για την προστασία των εμπορικών μισθώσεων.
Οι προσπάθειες αυτές εγκαταλείφθηκαν από τη δημοτική αρχή του Καλλικρατικού Δήμου που αγνόησε μάλιστα το από 7 Σεπτεμβρίου 2009 έγγραφο της 4ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, το οποίο καθιστούσε σαφές ότι «αρμοδιότητα χορήγησης αδειών ίδρυσης και λειτουργίας καθώς και ανάκλησης αυτών εντός της Μεσαιωνικής Πόλης έχει αποκλειστικά και μόνο η Αρχαιολογία».
Πώς έχουν, όμως, ακριβώς τα πράγματα;
Η Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρόδου καθιστά σαφές με τη διάταξη που εξέδωσε για τον οικισμό της Λίνδου ότι έχει κηρυχθεί «ιστορικό διατηρητέο συγκρότημα» από το έτος 1960 (με τη με αριθμό 94262/ 5720/28-12-1959 απόφαση δημοσιευθείσα στο Φ.Ε.Κ. 24Β/22-1-1960).
Το 2003 η ευρύτερη περιοχή, συμπεριλαμβανομένου του οικισμού, κηρύχθηκε ως «αρχαιολογικός χώρος» βάσει του άρθρου 14 του Ν.3028/2002 «για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς», η Λίνδος αποτελεί δε «ενεργό οικισμό εντός αρχαιολογικού χώρου», και επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 14 §5 του ιδίου νόμου, στους αρχαιολογικούς χώρους απαγορεύονται δραστηριότητες καθώς και χρήσεις κτισμάτων, των ελεύθερων χώρων τους και των κοινόχρηστων χώρων, οι οποίες δεν εναρμονίζονται με το χαρακτήρα και τη δομή των επιμέρους κτισμάτων ή χώρων ή του συνόλου.
Στην παράγραφο δε 8 του ιδίου άρθρου προβλέπεται ότι για τον καθορισμό της χρήσης κτίσματος ή ελεύθερου χώρου ή κοινόχρηστου χώρου ενός αρχαιολογικού οικισμού χορηγείται άδεια με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου.
Επομένως, καθ’ ύλην αρμόδιο για τη χορήγηση αδειών λειτουργίας καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος ήδη, από το έτος 2003, μέχρι και σήμερα, είναι το Υπουργείο Πολιτισμού μέσω του συλλογικού οργάνου του, το οποίο, στην περίπτωση της Λίνδου είναι το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Δωδεκανήσου.
Όπως δε προκύπτει από εγκύκλιο του Υπουργείου Πολιτισμού με αριθμό ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ /ΑΡΧ/Β1/Φ40/105606/5210/12-12-2005, το Υπουργείο Πολιτισμού (δια της εδρεύουσας στη Ρόδο 4ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων), δικαιούται σε ανάκληση αδειών τις οποίες το ίδιο, υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς, χορήγησε σε καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, εφόσον διαπιστώνουν παράβαση της αρχαιολογικής νομοθεσίας από την κατασκευή αυθαίρετων κτισμάτων ή την αλλαγή της επιτρεπόμενης από την έγκριση χρήσης, ή την παράβαση των τεθέντων όρων λειτουργίας κατά την αρχαιολογική νομοθεσία.
Η ανάκληση δε αυτή σύμφωνα με την ανωτέρω εγκύκλιο, χωρεί ανεξάρτητα από την ισχύ της πολεοδομικής ή άλλης άδειας, δημιουργείται δε υποχρέωση στην Πολεοδομία και τον εκάστοτε Δήμο να ανακαλέσουν και τη χορηγηθείσα από την πλευρά τους άδεια. (βλ.σχετ. ΣτΕ 1317/1976 και ΣτΕ 1495/1980).
Επίσης, το Υπουργείο Πολιτισμού έχει το δικαίωμα να διατάξει τη διακοπή λειτουργίας ενός καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, εφόσον διαπιστωθεί, έστω και εκ των υστέρων, ότι η λειτουργία του προκαλεί ή δύναται να προκαλέσει άμεση ή έμμεση βλάβη σε μνημείο, αρχαιολογικό χώρο ή ιστορικό τόπο, ή ότι παραβιάστηκε όρος που τέθηκε από την αρχαιολογική υπηρεσία κατά τη χορήγηση της άδειας.
Η κ. Εισαγγελέας έκρινε έτσι ότι οι άδειες λειτουργίας που διαθέτουν τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος στη Λίνδο, που έχουν χορηγηθεί στους ιδιοκτήτες τους κατά το χρονικό διάστημα προγενέστερο του έτους 2003, από τον αρμόδιο τότε Δήμο (ή Κοινότητα παλαιότερα) Λίνδου, δεν χάνουν την ισχύ τους αυτοδίκαια με την κήρυξη της Λίνδου ως ιστορικού αρχαιολογικού χώρου ήδη από το έτος 2003, έκτοτε δε, η αρμόδια πλέον 4η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων είναι εκείνη που νομιμοποιείται σε ελέγχους νομιμότητας της λειτουργίας των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος που λειτουργούν στον οικισμό Λίνδου, και ειδικότερα σε έλεγχο πολεοδομικών παραβάσεων και παραβίασης ή ουσιώδους τροποποίησης των όρων λειτουργίας τους κατά παράβαση των αρχαιολογικών διατάξεων.
Στην περίπτωση της Μεσαιωνικής Πόλης το καθεστώς είναι ακριβώς το ίδιο αν και η δημοτική αρχή επέλεξε μέχρι σήμερα να αγνοήσει το νόμο…
Με την υπ΄αριθμ. ΥΠΠΟ/ ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/ 48764 /2052 απόφαση που δημοσιεύθηκε στο αριθμ. πρωτ. Α.Α.Π. 277/2009 ΦΕΚ είχε εγκριθεί η οριοθέτηση της Μεσαιωνικής Πόλης της Ρόδου ως αρχαιολογικού χώρου.
Για την έκδοση της ως άνω απόφασης ελήφθησαν υπόψιν οι διατάξεις του ν. 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς», η υπ’ αριθμ. ΥΑ 94262/5720/ 28.12.1959 (ΦΕΚ 24/Β/ 22.1.1960) υπουργική απόφαση κήρυξης ιστορικών διατηρητέων μνημείων Πόλεως Ρόδου, η εγγραφή της Μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO αλλά και η ομόφωνη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, όπως διατυπώθηκε στην υπ’ αριθμ. 12/7.4.2009 συνεδρία του.
Μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης η Μεσαιωνική Πόλη της Ρόδου είναι οριοθετημένος αρχαιολογικός χώρος. Αυτό αυτόματα σημαίνει ότι όλες οι άδειες ίδρυσης και λειτουργίας καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος εντός του αρχαιολογικού χώρου της Μεσαιωνικής Πόλης χορηγούνται αποκλειστικά από τον Yπουργό Πολιτισμού, όπως προαναφέρθηκε.
Εκκρεμότητα υφίσταται και με το καθεστώς τον εμπορικών μισθώσεων στη Μεσαιωνική Πόλη αφού δεν υπάγονται στις προστατευόμενες, όπως αυτές προσδιορίζονται από το Προεδρικό Διάταγμα 34/1995.
Όλες οι μισθώσεις εξακολουθούν να εμπίπτουν στην κατηγορία των μη προστατευόμενων μισθώσεων και ως εκ τούτου χάνουν τα προνόμια που απολαμβάνουν μισθωτές καταστημάτων εκτός των τειχών.
Συγκεκριμένα όλες οι εμπορικές μισθώσεις στη Μεσαιωνική Πόλη θεωρούνται πλέον απλές αστικές μισθώσεις και όχι επαγγελματικές. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η αναγκαστική διάρκεια των 12 ετών που ισχύει για τις επαγγελματικές μισθώσεις και μετά από παράταση για 16ετία όταν δεν καταβληθεί αποζημίωση δεν ισχύει πλέον.
Η διάρκεια της μίσθωσης είναι πλέον συμβατική και περιορίζεται στο χρόνο που αναφέρεται στο συμβόλαιο μίσθωσης και μόνο. Περαιτέρω δεν προβλέπονται αποζημιώσεις με τη λήξη της συμβατικής μίσθωσης και οι μισθωτές είναι πλέον άμεσα εξωστέοι.
Σημειωτέον ότι το δημοτικό συμβούλιο Ροδίων έχει ομόφωνα λάβει απόφαση με την οποία ζητά να ληφθεί μέριμνα για το θέμα της προστασίας των επαγγελματικών μισθώσεων στη Μεσαιωνική Πόλη της Ρόδου ύστερα από την οριοθέτησή της ως αρχαιολογικού χώρου.