Σοβαρές ενδείξεις για τα αδικήματα που τον βαρύνουν, βιασμό κατά συρροή, περιγράφονται στο ένταλμα σύλληψης του Δημήτρη Λιγνάδη, που κρίθηκε ότι νόμιμα εκδόθηκε από τις δικαστικές αρχές και οδηγήθηκε στις φυλακές της Τρίπολης.
Η φύση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αδικημάτων, αλλά και ο τρόπος που τέλεσθηκαν, καταδεικνύει, όπως αναφέρεται στο ένταλμα «εμμονή, επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά και σταθερή εγκληματική ροπή του κατηγορουμένου», ενώ σημειώνεται επίσης η συστηματική προσέγγιση των παθόντων από τον κατηγορούμενο, καθώς επίσης,
– η επιμονή από μέρους του στην καλλιέργεια των κατάλληλων συνθηκών σε ιδιωτικούς χώρους κλίματος εμπιστοσύνης με αυτούς, καθώς εκμεταλλευόταν, αφενός, τη δική του κοινωνική αναγνώριση και επαγγελματική καταξίωση, αφετέρου την επιθυμία των παθόντων για κοινωνική αναβάθμιση και ενασχόληση με τον χώρο του θεάματος,
– η άσκηση σωματικής βίας ή περιαγωγής των παθόντων σε κατάσταση αναισθησίας ή ανικανότητας για αντίσταση».
Σύμφωνα με όσα φέρεται να αναφέρονται στο ένταλμα κρίθηκε ότι «αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλες αξιόποινες πράξεις, σε κάθε δε περίπτωση, ομοειδείς με την κακουργηματική πράξη του βιασμού κατά συρροή». Αξίζει να σημειωθεί, ότι η ανακρίτρια κάνει ιδιαίτερη μνεία σε στοιχεία που «προκύπτουν εναργώς από τη συνδυαστική και συνολική εκτίμηση του συλλεγέντος υλικού, το οποίο δεν κλονίζεται από την απολογία και τα εισφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία εκ μέρους του κατηγορουμένου».
Για τον κατηγορούμενο ηθοποιό και σκηνοθέτη, οι δικαστικές αρχές, δεν δέχθηκαν να αφεθεί ελεύθερος με «βραχιολάκι» και σε κατ΄οίκον περιορισμό.
Για αυτό αναφέρεται στο έγγραφο περί προσωρινής του κρατήσεως ότι «καταδεικνύεται η σαφής εξακολουθητική εγκληματική ροπή του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του κατηγορούμενου, για τον λόγο δε αυτό, κρίνεται ότι δεν καθίσταται επαρκής η επιβολή σε αυτόν, του περιοριστικού όρου του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, για την αποτροπή του από την τέλεση νέων αδικημάτων, η δε κρίση αυτή τελεί σε ανεξαρτησία από την εκ μέρους του υποβολή αντιστοίχου αιτήματος ή μη».
Πηγή : kathimerini.gr