Κατά του επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα τάσσεται ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον.
Ο ίδιος είναι φιλέλληνας, λατρεύει την αρχαία ελληνική γραμματεία, θεωρεί τον Ομηρο «μεγαλύτερο συγγραφέα όλων των εποχών» και έχει για ήρωα τον Περικλή (μια προτομή του οποίου κοσμεί το γραφείο του από την πρώτη κιόλας ημέρα που ανέλαβε τα καθήκοντά του), επισκέπτεται την Ελλάδα σχεδόν κάθε χρόνο και παραθερίζει στην εξοχική κατοικία του πατέρα του στο Πήλιο, δηλώνει πως το φιλελληνικό αίσθημα που τον διακατέχει δεν αρκεί για ικανοποιήσει το επιτακτικό και διαρκές διμερές αίτημα της Ελλάδας.
Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα εκλάπησαν από τον Τόμας Μπρους, έβδομο κόμη του Έλγιν, πρέσβη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στο χρονικό διάστημα μεταξύ 1799-1803 και μεταφέρθηκαν στην Βρετανία το 1806, όπου παραμένουν μέχρι σήμερα.
Εκμεταλλευόμενος την Οθωμανική ηγεμονία στην Ελληνική επικράτεια, ο Έλγιν απέκτησε φιρμάνι από τον Οθωμανό Σουλτάνο για την αποκαθήλωσή τους από τον Παρθενώνα, με σκοπό τη μέτρηση και την αποτύπωσή τους σε σχέδια. Στη συνέχεια προχώρησε στην αφαίρεση και φυγάδευσή τους. Όμως, το 2019 Τούρκοι ερευνητές υποστήριξαν ότι δεν υπήρξε τέτοιο φιρμάνι.
Το 1983, με πρωτοβουλία της τότε υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη, η Ελλάδα ξεκινά προσπάθειες επιστροφής των Μαρμάρων στην Αθήνα. Η αναγκαιότητα της επιστροφής τους στην Ελλάδα επιβεβαιώνεται και από την επίσημη θέση της εκπροσώπου της Unesco, με βάση την αρχή της διατήρησης της ακεραιότητας των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομίας. Mάλιστα, το 2014, η Unesco πρότεινε διαμεσολαβήσει για την επίλυση του θέματος, αλλά η Βρετανία απέρριψε την πρότασή της.
Από την πλευρά του το Βρετανικό Μουσείο, το 2007, έκανε γνωστό ότι δεν προτίθεται να παραχωρήσει την κυριότητα των Γλυπτών του Παρθενώνα σε ελληνικό μουσείο, ενώ δύο χρόνια μετά – με αφορμή τα εγκαίνεια του Μουσείου της Ακρόπολης, δήλωσε διατεθείμένο να τα δανείσει, υπό την προϋπόθεση να του αναγνωριστεί το δικαίωμα ιδιοκτησίας τους. Η ελληνική κυβέρνηση, όπως ήταν αναμενόμενο, απέρριψε την πρόταση.