Αθηναία δεν είμαι, αλλά αφού γίνομαι Αθηναία εδώ, πολιτογραφούμαι και επίσημα. Γεννήθηκα στη Ρόδο, αλλά είμαι από την Κω, όπως είναι και ο πατέρας μου και η μητέρα μου, από δυο κοντινά χωριά. Παντρεύτηκαν πολύ νέοι, η μάνα μου με έκανε όταν ήταν είκοσι χρονών. Εγώ μεγάλωσα στην Κω, λοιπόν, πήγα σχολείο εκεί μέχρι τη Γ’ Δημοτικού και μετά ήρθαμε με τη μαμά μου στην Αθήνα. Ο πατέρας μου είναι δάσκαλος και η μάνα μου τελωνειακός, χώρισαν όταν ήμουν τεσσάρων. Είναι περίεργο, αλλά τα θυμάμαι όλα αυτά από τότε: η μαμά μου πήρε μετάθεση και ήρθαμε στην Αθήνα. Έχω δυο αδελφές ακόμα από τον δεύτερο γάμο του πατέρα μου. Δεν τις έχω δει πολλές φορές, ευτυχώς υπάρχει το Facebook. Η μαμά μου δεν ξαναπαντρεύτηκε, έχει έναν πολύ καλό σύντροφο, τον Διονύση, που μου έχει σταθεί σαν πατέρας. Αυτή είναι η οικογένεια.
• Στο νησί πάω όλο και λιγότερο, γιατί φεύγουν οι άνθρωποι, η γιαγιά μου, ο παππούς μου ‒ όλο κάτι γίνεται με τις δουλειές και δεν πηγαίνεις. Πέρσι ήθελα να πάω και δεν μπόρεσα λόγω πανδημίας, φέτος πάλι, ευτυχώς, θα έχω δουλειά το καλοκαίρι και δεν θα πάω. Οπότε πάει κάπως έτσι. Όταν πήγαινα μικρή τα καλοκαίρια, στην Κω, ήμουν, πώς να το κάνουμε, το μαύρο πρόβατο. Ήταν κάτι ανόητα πράγματα, «γιατί κάνεις το κοτσιδάκι έτσι», «αυτό το κάνουν οι πουτάνες», «γιατί γύρισες δύο η ώρα», «κοίτα την ξαδέλφη σου». Δεν χρησιμοποιούσαν τη λέξη «πουτάνα», αλλά ήτανε ο τρόπος τέτοιος. Τους αγαπάω, είναι οι άνθρωποί μου, αλλά ήταν δύσκολο όλο αυτό. Επειδή είχαν χωρίσει και οι γονείς μου, πράγμα που δεν γινόταν τότε στα μικρά μέρη, ήταν ο τρόπος που αντιλαμβάνονταν τα πράγματα, αυτό μπορούσαν να πουν.
• Όταν ήρθαμε στην Αθήνα, μείναμε παντού, κυριολεκτικά. Μείναμε στη Γλυφάδα, στην Ηλιούπολη, στο Ελληνικό, στα Εξάρχεια, στου Γκύζη, εκεί όπου μένω και τώρα. Γενικά, αλλάζαμε πολλά σπίτια και αν με ρωτήσεις, δεν έχω γειτονιά. Και σε κάθε γειτονιά πάντα κάτι δεν μου αρέσει. Οι άνθρωποι, η περιοχή, δεν ξέρω. Δεν δέθηκα ποτέ, δεν έχω ωραία συναισθήματα για ένα μέρος. Από την Κω θυμάμαι πιο ωραία πράγματα, αλλά δεν το λες και γειτονιά. Στου Γκύζη είμαι είκοσι χρόνια, αλλά και αποδώ θέλω να φύγω σαν τρελή, να πάω κοντά σε θάλασσα, στη Βούλα, στη Γλυφάδα. Στη θάλασσα δεν πάω συχνά, παρόλο που είμαι από νησί. Δεν μπορώ αυτήν τη διαδικασία, να μπω στο αυτοκίνητο, να φτάσω, είναι μια καθίζηση, όχι, το κάνω μόνο για να πάει βόλτα και να τρέξει η Νόμπα, το σκυλί μου.
• Όπως ήμασταν σαν νομάδες με τα σπίτια, έτσι ήμουν και στα σχολεία. Πήγα σε ένα σωρό σχολεία, κάθε μετακόμιση και καινούργιο σχολείο, δεν θυμάμαι ούτε ποια ήταν. Η μάνα μου πέρασε πολύ δύσκολα όσο ήμουν στο σχολείο, γιατί με μεγάλωνε μόνη της και ήμουνα περίπτωση. Κακή περίπτωση. Έφευγα από το σπίτι, ήμουνα μέσα σε όλες τις καταλήψεις, τα έσπαγα όλα, με μάζευε αποδώ και από κει. Αν ήμουν στη θέση της, θα ήμουνα με χάπια. Με έναν μαγικό τρόπο, σήμερα είμαι «κυρία».
Πάντα πίστευα ότι κάτι δεν κάνω σωστά κι αυτό έγραψε μέσα μου. Τώρα το σκέφτομαι, μου έλειπε η επιβεβαίωση από μικρή. Έσκαγα, σκοτείνιαζα πολύ, ήταν και ένας φαύλος κύκλος. Οι άλλοι δεν σου τη δίνουν την επιβεβαίωση όπως θέλεις να σου τη δώσουν και αρχίζει μια τεράστια παρεξήγηση. Εγώ δεν ήθελα να μου πούνε «είσαι η καλύτερη, είσαι η ομορφότερη» και τέτοια, ήθελα τα βασικά, να μου πούνε «σε θέλω» με ό,τι σημαίνει αυτό.
• Είχα έναν μόνιμο θυμό, που για χρόνια δεν ήξερα γιατί μου συνέβαινε. Δεν μπορούσα να εκφραστώ και πολλές φορές μου συμβαίνει και τώρα να μην μπορώ να βάλω σε λέξεις αυτό που αισθάνομαι, να πρέπει να το σκεφτώ πολύ. Όταν είσαι μικρός, δεν το ξέρεις ότι έχεις τον χρόνο, ότι μπορείς να έχεις τον χρόνο για να σκεφτείς, και τρως μπούλινγκ, σε ειρωνεύονται που δεν έχεις την ατάκα έτοιμη και κλείνεσαι και θυμώνεις και τα σπας όλα. Μίλαγα τρομερά άσχημα σε όλους, ήμουν σαν αγρίμι στο κλουβί. Θυμάμαι, δάγκωνα, ήμουν λυσσασμένη, είχα σκουλαρίκια, πίρσινγκ, έπινα αλκοόλ, δεν με έπιανες πουθενά. Δεν έβλεπα μπροστά μου τίποτα και τίποτα δεν με ενδιέφερε. Μετά από χρόνια κατάλαβα πόσο δύσκολα πέρασε η μάνα μου, που δεν έχει καμία σχέση μ’ εμένα, που το δίνω, το φτύνω όλο αυτό. Η μάνα μου το κρατάει και δεν το ξεστομίζει. Δεν είναι καλό αυτό. Ευτυχώς, της λένε «τι καλό παιδί έχεις κάνει», με βλέπει που έχω ηρεμήσει κι έχουμε φτιάξει και μια πολύ καλή σχέση. Της χρωστάω της μάνας μου, τι να λέμε!
• Εγώ την ανάσα μου τη βρήκα στο θέατρο. Μέχρι τότε δεν ανέπνεα, στο θέατρο ήταν που μπορούσα να μιλήσω, αλλά κάπως διαφορετικά, και επικοινωνούσα μέσα από τα λόγια άλλων με τους ανθρώπους γύρω μου κι έτσι μου έφυγε το μίσος και ο θυμός από μέσα μου. Είχα ένα-δυο χρόνια για να τελειώσω το σχολείο και πήγα σε ένα εργαστήριο που είχε ο Νίκος Καραγέωργος που μου το σύστησε ένας φίλος της μάνας μου και εκεί έγινε ένα κλικ, αυτό το μαγικό που συμβαίνει με την αποδοχή, σαν να μου είπε κάποιος «έλα, ηρέμησε κι εμείς έτσι είμαστε» και κάπως βρήκα τον εαυτό μου εκεί μέσα. Την ίδια εποχή έκανα ραπ με κάποιες κοπέλες και κάναμε συναυλίες στο «Αν» στα Εξάρχεια. Είχαμε και συγκρότημα, τις Δυσδαιμόνες, κι εμένα, τώρα που το θυμήθηκα, με έλεγαν «λυσσάρα». Ο Καραγέωργος, λοιπόν, με έβαλε να κάνω την «Ισμήνη» του Ρίτσου σε χιπ-χοπ και ένιωσα τόση ελευθερία που έκανα αυτό που ήθελα και που αυτό που ήθελα άρεσε και ήταν κάτι, σήμαινε κάτι, δεν ήταν μια σαχλαμάρα, μόνο για να σου πούμε ένα μπράβο.
• Εκεί, στο εργαστήριο, ήταν η πρώτη φορά που μπήκα σε πειθαρχία, παρόλο που τσίναγα και ήθελα να φύγω. Αλλά δεν έφυγα γιατί μέσα μου, βαθιά, το καταλάβαινα ότι αυτό σήμαινε κάτι σοβαρό. Και το λέω εγώ, που έκανα δώδεκα χρόνια μπαλέτο πριν, την τέχνη της πειθαρχίας, αλλά και αποκεί έφευγα και έκανα διάφορα ροκ και με μαζεύανε. Με το θέατρο μπήκα σε ένα οργανωμένο χάος που μου άρεσε. Μέσα σε όλη την τρέλα ήθελα να βρω τον δρόμο μου, ήμουν αποφασισμένη, αυτό είναι το θέμα. Έμεινα δέκα χρόνια με τον Καραγέωργο και έφτασε η ώρα να φύγω ήμουνα είκοσι οκτώ χρονών. Δεν το σκέφτηκα, δεν φοβήθηκα, έγινε ‒και καλώς έγινε‒ και μετά βγήκα στη δουλειά σε μεγάλη παράσταση. Εκεί δεν πέρασα καλά.
• Κρατώ τα ωραία, αλλά ήταν πολύ δύσκολα εκεί. Μεγάλη παράσταση, εμπορική, με επιτυχία. Εκεί κατάλαβα για πρώτη φορά ότι το ναρκωτικό μερικών ανθρώπων είναι η ένταση. Δεν έχει να κάνει με τη δουλειά, το επάγγελμά μας έχει να κάνει με χαρακτήρες, δηλαδή αν πέσεις σε χαρακτήρες που λατρεύουν την ίντριγκα την πάτησες. Εκεί βίωσα αληθινό μπούλινγκ ‒ τότε δεν υπήρχε και η λέξη, δηλαδή αυτό που μας συνέβαινε δεν ξέραμε να το βάλουμε σε λέξεις. Κι εκεί νόμιζα ότι κάνω κάτι λάθος. Σήμερα το λέω καθαρά ‒ αυτή είναι και η αρχή της κακοποίησης, να νομίζεις ότι προκαλείς κάτι.
Να το πω με ένα παράδειγμα. Είχα τρεις-τέσσερις ατάκες όλες κι όλες και όταν τις έλεγα και γέλαγε ο κόσμος, η πρωταγωνίστρια, επάνω στη σκηνή, την ώρα της παράστασης, έλεγε καγχάζοντας: «Βλέπεις; Γελάνε. Κοίτα εδώ, γελάνε με αυτή. Αν είναι δυνατόν». Μέσα στα μούτρα μου το έλεγε, άντε να το πιστέψει άνθρωπος, είναι τρομακτικό. Κι εγώ τότε έλεγα «είναι ο τρόπος τους να με προσεγγίσουν, αστεία το λένε», σαν άμυνα, έβαζα τον εαυτό μου να πιστέψει ότι κάνουν πλάκα. Πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι πρέπει να βάλεις ένα στοπ και να πεις «μισό λεπτό, εμένα δεν μου αρέσει η πλάκα σου». Πες με περίεργη, τρελή, κομπλεξική, μη μου ξαναμιλήσεις και δεν με νοιάζει αν θα με πάρεις στη δουλειά σου, αν θα με πάρεις τηλέφωνο. Όταν είπα «τέρμα, δεν θα μου ξαναφερθεί κανένας έτσι», άρχισα να έχω και αυτοπεποίθηση και δύναμη να λέω τι με ενοχλεί. Μια φορά έχασα τη φωνή μου για έναν μήνα. Επειδή μόνο κατάπινα αυτά που άκουγα, δεν μιλούσα και μου είπε ο ψυχολόγος «μίλα κι ας μην έχεις βρει τις σωστές λέξεις, φτιάξε δικές σου».
• Η Γκόλφω για μένα ήταν το μεγάλο μπαμ, το θέατρο που είχα ονειρευτεί. Με είδε ο Νίκος Καραθάνος να τραγουδάω σε μια μπάντα που είχαμε με τον Άγγελο Τριανταφύλλου ‒τώρα το σκέφτομαι και μου λείπει πολύ αυτή η μπάντα‒ και με πήρε για να παίξω τη Σταυρούλα. Τον ερωτεύτηκα τον Νίκο. Το όλον του Νίκου, όλο αυτό που φέρει και με τον τρόπο που το κάνει, έναν τρόπο που δεν είναι για όλους, αν σου κάνει όμως είναι μαγικός. Είναι σαν μια οικογένεια και είναι ωραία, αλλά πρέπει και να φεύγεις. Γιατί παθαίνεις ιδρυματισμό, δεν προχωράς. Όσο κι αν αγαπάς τον άλλον, πρέπει να φεύγεις, να επικοινωνείς και να δοκιμάζεις με άλλους. Εγώ θεωρώ πολύ τυχερό τον εαυτό μου, έμαθα από τον Νίκο και τον Κακλέα και την Κονιόρδου και από τον Λαζόπουλο, με τον οποίο δούλεψα τα πρώτα χρόνια και με βοήθησε πολύ να βρω τη δύναμή μου.
• Όταν έκανα την Τασούλα στη διαφήμιση της Vodafone, καταστράφηκα. Έπαθα τέτοιο σοκ, που είχα κλειστεί στο σπίτι, έπαιρνα φαΐ απέξω, χτυπούσε το τηλέφωνο μέσα στη νύχτα από δημοσιογράφους, δεν ήξερα τι να πω και τι να κάνω. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ το ότι με αναγνώριζαν όλοι, όταν με έπιαναν στον δρόμο είχε και μια αγριάδα όλο αυτό, δεν ήταν πάντα ευγενικό, εκεί λίγο κλείστηκα. Εντάξει, δεν είμαστε και Χόλιγουντ, πέρασε και όλα καλά και ήρεμα, μια διαφήμιση ήταν, σιγά. Αλλά είναι σοκ μεγάλο η μετάβαση αυτή, μέσα σε ενάμισι λεπτό που κρατούσε η διαφήμιση να σε μαθαίνουν όλοι, μα όλοι.
• Αυτό που γουστάρω περισσότερο και από το να μου πει κάποιος αν είμαι καλή είναι να φτιάχνω τη μέρα του άλλου μέσα από τη δουλειά μου. Είναι σπουδαία υπόθεση να κάνεις καλό και μέσα από τη δουλειά σου, που την αγαπάς και τη λατρεύεις αλλά και ως θεωρία, ως στάση ζωής. Για μένα λειτουργεί ως ντόπα το να κάνω κάποιον χαρούμενο, τρελαίνομαι. Έσωσα τρία σκυλιά και ένιωσα η βασίλισσα του κόσμου. Είναι το ναρκωτικό μου το να βοηθάω, δεν είναι μόνο η τρέλα μου με τα ζώα.
• Και στη σχολή όπου διδάσκω το ίδιο κάνω. Κουράζομαι πιο πολύ από τους μαθητές μου, γίνομαι πτώμα, κάνουμε ένα μάθημα που είναι και υποκριτική και αυτοσχεδιασμός, ώστε να καταλαβαίνουν τη ζωή μέσα από το σώμα και τις αισθήσεις τους, και φεύγω κουρέλι. Αλλά τώρα που τα παιδιά τελειώνουν και βλέπω κάτι ηθοποιάρες να βγαίνουν από τα χέρια μου, κορδώνομαι, ή, όταν μου λένε οι άλλοι ότι είναι καλοί οι μαθητές μου, τι να πω, είμαι ευτυχισμένη. Με το συναίσθημα και το σώμα δεν τα πήγαινα καλά, γι’ αυτό αποφάσισα να κάνω αυτό το μάθημα στη σχολή, γιατί είχα αρχίσει να αρρωσταίνω. Εγώ, που κάνω πυγμαχία, που τρέχω, μόλις κάτι δεν πήγαινε καλά, αρρώσταινα. Είπα «δεν μπορεί να γίνεσαι ράκος και να ανεβάζεις πυρετό, να κάνεις εμετούς να γίνεται κόμπος στο στομάχι σου και να έχεις ιλίγγους, να σωματοποιείς τόσο βίαια ό,τι συμβαίνει».
• Πιστεύω ότι ενηλικιώθηκα αργά συναισθηματικά και αυτό με έχει κάνει να χάσω πράγματα ‒ έτσι νομίζω. Το νιώθω ότι συναισθηματικά ωριμάζω αργά, καμιά φορά σκέφτομαι πως θα ήμουν αλλιώς αν είχε συμβεί το ένα ή το άλλο, αλλά έτσι πάει, κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις. Με τα χρόνια καταλαβαίνω κι άλλο, σε πολλά πράγματα είμαι αθώα, σε πρώτο επίπεδο, όταν σου λέω σ’ αγαπάω, σε θέλω, αυτό είναι. Δεν μπορώ ούτε τις πουστιές ούτε τα υπονοούμενα, ούτε το εννοώ κάτι άλλο από αυτό που λέω. Αλλά φταίει και ο χαρακτήρας μου που με φτάνει σε άκρα, δεν το χειρίζομαι σωστά. Ας πούμε, εγώ δεν πίνω. Όταν βγαίνω, δεν μπορώ να πω «δεν πίνω» για να μη χαλάσω το κέφι των άλλων, οπότε πίνω, με αποτέλεσμα να γίνομαι χάλια. Για να μη γίνω χάλια, δεν βγαίνω και αποκόβομαι. Εδώ κάτι λάθος γίνεται, αλλά θα το διορθώσω.
• Η πρώτη καραντίνα καλά βγήκε, ζωγράφιζα, περπάταγα δέκα χιλιόμετρα με τη Νόμπα, δεν πάχυνα, όλα καλά. Η δεύτερη καραντίνα πήγε χάλια, χειρότερα δε γινόταν. Πρώτα αρρώστησε η Νόμπα, πήγα να χάσω τον σκύλο μου και μου έφυγε η μισή ζωή. Δεν κοιμόμουνα για μήνες μέχρι να γίνει καλά, τράκαρα, διέλυσα το αυτοκίνητό μου, σταμάτησα να μιλάω με μια φίλη μου μετά από είκοσι χρόνια, όλα πήγαν χάλια. Όλα βγήκαν στο σώμα μου, πήγα σε τρεις ΩΡΛ, έκανα δύο μαγνητικές, πήγα σε δύο νευροχειρουργούς, ήμουν στον οικογενειακό γιατρό διαρκώς, από την ένταση έπαθα μετατραυματικό στρες. Πάθαινα κρίσεις πανικού για πλάκα και εκεί, μέσα σε όλη αυτήν τη μαυρίλα κάτι ξεκλείδωσε και είπα «τέλος». Και άρχισα να το παλεύω.
Έκοψα το τσιγάρο, έκοψα τον καφέ, άρχισα να κάνω λίγο διαλογισμό ‒ μη φανταστείς πως έγινα γκουρού, έτσι, να φύγω λίγο προς το φως, να απομακρυνθώ από το τοξικό. Ό,τι με φόβιζε προσπαθούσα να το αντικαταστήσω με κάτι άλλο, μόλις άρχιζε ο πανικός πήγαινα στο βουνό, έκανα ντολμαδάκια, μαγείρευα φαγητά που δεν είχα κάνει ποτέ, γιατί κατάλαβα ότι πρέπει να αντικαταστήσεις τη συνθήκη με κάτι πρακτικό, η κατάσταση αυτή θέλει πράξη, δεν θέλει σκέψη. Αποφάσισα να κάνω, επιτέλους, και κάτι καλό για μένα και έβαλα σιδεράκια. Η μάνα μου χάρηκε περισσότερο απ’ ό,τι αν της έλεγα «παντρεύομαι». Χρόνια ήθελε να τα βάλω κι εγώ τα πέταγα.
• Τώρα που έπαθα όλα αυτά, κατάλαβα για άλλη μια φορά ότι είμαι άνθρωπος που πολεμάει, δεν κωλώνει τελικά. Νιώθω σαν να ξεκινάει μια μεταμόρφωση που την περίμενα την άτιμη πώς και πώς και δεν ερχόταν. Γιατί εγώ, αν δεν συμβεί κάτι, και μάλιστα ζωτικό, σοβαρό, δεν αλλάζω. Δεν θα το κάνω ποτέ μόνη μου, αν δεν τρέξουν άλλα γεγονότα. Κι αυτό γιατί δεν κατάφερα ποτέ να μου επιβληθώ. Τώρα μπορώ να πω στον εαυτό μου «γίνε η γυναίκα που θα ’θελες να γίνεις», γιατί για μένα αυτό είναι το θέμα.
• Τα ζητήματα της θηλυκότητάς μου τα επεξεργάστηκα στην ουσία τώρα, όταν έπαιξα τη Βίλμα στο Σικάγο. Γι’ αυτό και με πείραξε τόσο που με την πανδημία κλείσαμε, γιατί πρώτη φορά, με αυτόν τον ρόλο, μπόρεσα να βγάλω όλη μου τη θηλυκότητά, όλο το sexiness και όλο αυτό ήταν θεμιτό, δεν έτρωγα από πουθενά μπούλινγκ. Ερωτεύτηκα τον εαυτό μου που μπορούσα να το κάνω, έλεγα κάθε μέρα «επιτέλους, το κατάφερα». Όλα αυτά τα χρόνια το μάζευα και έβγαινα προς τα έξω σαν τον Γιαγκούλα και ας ήθελα να βγει και η Ματσούκα από μέσα μου ‒ λοιπόν στο Σικάγο τα κατάφερα. Και πάλι με έναν ρόλο μπόρεσα να το εκφράσω αυτό που ήταν μουγγό μέσα μου. Όταν κλείσαμε με την καραντίνα, είπα «όχι Θεέ μου, όχι άλλες φόρμες και άρβυλα», δεν ήθελα να γυρίσω πίσω.
• Τώρα που έχει περάσει λίγο ο καιρός, όταν σκέφτομαι όλα όσα έγιναν αυτούς του μήνες στο θέατρο, το πρώτο που μου ’ρχεται να πω είναι «ευτυχώς που μαθεύτηκαν». Αυτό το «μα, γιατί τώρα» σιχαίνομαι να το ακούω, ευτυχώς που ο ένας δίνει δύναμη στον άλλον για να μιλήσει και δεν ακούμε την κάθε Μαριγούλα που λέει «τώρα το θυμήθηκες;». Όσοι το λένε αυτό δεν θα τολμήσουν να μιλήσουν ποτέ για τη δουλειά τους. Γιατί αυτές οι σχέσεις εξουσίας υπάρχουν σε όλα τα επαγγέλματα. Ο κλάδος είχε πρόβλημα με τον φόβο. Δεν μιλούσε κανένας και με σοκάρουν πολλά από αυτά που μάθαμε, γιατί, όσο και να ακούσεις, δεν πάει το μυαλό σου τόσο μακριά, αν δεν είσαι μπροστά να το δεις ή, ακόμα χειρότερα, να το πάθεις. Εδώ δεν μιλάμε μόνο για συμπεριφορές, μιλάμε και για απαίσιες πράξεις. Νομίζω πως αυτό που συνέβη και το σημείο στο οποίο φτάσαμε δεν έχει να πάει πιο κάτω, ελπίζω αποδώ και πέρα μόνο καλύτερα να έχουμε να περιμένουμε.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO