Την κατάργηση των «παγωμένων» προσαυξήσεων λόγω προϋπηρεσίας ζητεί ξανά ο ΣΕΒ. «Πάγο» και στην αύξηση του μισθού βάζουν οι εργοδοτικοί φορείς επικαλούμενοι τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας
Σε κρίσιμη φάση εισέρχεται την ερχόμενη εβδομάδα η διαδικασία καθορισμού του νέου κατώτατου μισθού η οποία θα ολοκληρωθεί στα μέσα Ιουλίου, ενώ στο τραπέζι μπαίνει ξανά από τον ΣΕΒ το θέμα της κατάργησης των παγωμένων τριετιών.
Εντός της εβδομάδας και ειδικότερα αύριο, Δευτέρα, οι κοινωνικοί εταίροι, εργοδοτικοί φορείς και ΓΣΕΕ αναμένεται να πραγματοποιήσουν προφορική διαβούλευση (διαδικτυακά) κατά την οποία θα εκφράσουν τις θέσεις τους για τον κατώτατο μισθό.
Όπως έχει γράψει η «Η» το επικρατέστερο σενάριο είναι ο κατώτατος μισθός των 650 ευρώ να παραμείνει παγωμένος έως το τέλος του 2021 και τις αρχές του 2022, όταν θα εκκινήσει εκ νέου η ετήσια διαδικασία αναπροσαρμογής του. Ορισμένα σενάρια δεν αποκλείουν οριακή αύξηση 1% έως 2%, για ψυχολογικούς κυρίως λόγους ανάταξης της αγοράς.
Όπως τονίζουν αξιωματούχοι του οικονομικού επιτελείου «προέχει η ανάκαμψη της οικονομίας και η επάνοδος του αναπτυξιακού κύκλου». Στο πλαίσιο αυτό η ουσιαστική αύξηση θα πρέπει να αναμένεται στο πλαίσιο της επόμενης ετήσιας αναπροσαρμογής, που θα εκκινήσει και θα ολοκληρωθεί το 2022.
Σύμφωνα με τη διαδικασία για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού που ξεκίνησε στα τέλη Μαρτίου οι εξειδικευμένοι επιστημονικοί και λοιποί φορείς, μεταξύ των οποίων είναι η Τράπεζα της Ελλάδος, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) και τα ινστιτούτα των κοινωνικών φορέων συνέταξαν και υπέβαλλαν στην αρμόδια επιτροπή τις εκθέσεις τους για τον κατώτατο μισθό.
Οι εργοδοτικοί φορείς στις εκθέσεις τους τάσσονται υπέρ του παγώματος του μισθού στα σημερινά επίπεδα (650 ευρώ) επικαλούμενοι τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας στον κύκλο εργασιών τους.
«Τουλάχιστον για όσο διαρκούν οι άμεσες αρνητικές επιδράσεις της πανδημίας, το 2021 δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνουν αλλαγές στο επίπεδο του κατώτατου μισθού, ειδικά μεγάλης κλίμακας» τονίζει στην έκθεση του ο ΣΕΒ, αφήνοντας ένα ελάχιστο περιθώριο για αύξηση πιθανόν της τάξης του 1% όπως συνέβη και σε άλλα κράτη – μέλη της ΕΕ με στόχο την ανάταση της ψυχολογίας της αγοράς.
Από την άλλη πλευρά, η ΓΣΕΕ προτείνει ο κατώτατος μισθός να αυξηθεί φέτος στα 751 ευρώ και στη συνέχεια στα 809 ευρώ που αντιστοιχεί στο 60% του διάμεσου μισθού του ΟΟΣΑ.
Ξανά οι παγωμένες τριετίες στο τραπέζι
Παράλληλα, ωστόσο, ο ΣΕΒ επανέρχεται στο θέμα της κατάργησης των παγωμένων τριετιών κάνοντας λόγο για τον ορισμό του μισθού ως μία «μοναδική αξία» που προβλέπουν και οι διεθνείς καλές πρακτικές. Υπενθυμίζεται πως εκκρεμεί δίκη στο ΣτΕ για την υπόθεση των παγωμένων τριετιών, μετά από προσφυγή των βιομηχάνων.
Με την επικείμενη απόφασή τους οι δικαστές θα κρίνουν αν χιλιάδες μισθωτοί που είχαν θεμελιώσει δικαίωμα για επιδόματα προϋπηρεσίας το 2012 τα δικαιούνται ακόμη ή θα τα χάσουν καταγράφοντας απώλειες μισθού έως και 195 ευρώ το μήνα. Οι βιομήχανοι που έχουν προσφύγει στο ΣτΕ ζητούν «γυμνό» μισθό για όλους χωρίς 3ετίες έστω και «παγωμένες» από το 2012 και ανεξαρτήτως χρόνου υπηρεσίας. Εφόσον η απόφαση των δικαστών είναι θετική για τους εργαζόμενους, τότε οι μισθοί θα πρέπει να συνεχίσουν να καταβάλλονται στα σημερινά επίπεδα, δηλαδή στο ύψος στο οποίο διαμορφώθηκαν από τον Φλεβάρη του 2019 και μετά.
Ακολούθως ο νέος κατώτατος μισθός θα πρέπει να έχει προσαυξήσεις προϋπηρεσίας για όσους είχαν πάνω από 3 χρόνια εργασίας έως τον Φεβρουάριο του 2012.
Αν, όμως, η απόφαση του δικαστηρίου είναι αρνητική για τους εργαζόμενους – γίνει, δηλαδή, δεκτή η προσφυγή των βιομηχάνων – τότε χιλιάδες μισθωτοί θα χάσουν τα επιδόματα προϋπηρεσίας, τα οποία υπολογίζονται επί του νέου κατώτατου μισθού των 650 ευρώ.
Επίσης ο νέος μισθός θα είναι γυμνός από προσαυξήσεις και ενιαίος για όλους. Δεδομένου ότι από το 2012 ισχύει πλαφόν για την προσαύξηση λόγω προϋπηρεσίας στο 30%, το ανώτατο ύψος των επιδομάτων που διακυβεύεται είναι έως 195 ευρώ το μήνα.
Αναλυτικά στις εκθέσεις τους οι φορείς επισημαίνουν:
ΣΕΒ: Τουλάχιστον για όσο διαρκούν οι άμεσες αρνητικές επιδράσεις της πανδημίας, το 2021 δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνουν αλλαγές στο επίπεδο του κατώτατου μισθού, ειδικά μεγάλης κλίμακας. Στο πλαίσιο της ταχύτερης οικονομικής ανάκαμψης που έχει ανάγκη σήμερα η Ελληνική οικονομία, και για την υποστήριξη του διαθεσίμου εισοδήματος και της απασχόλησης των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, προτείνεται να δοθεί προτεραιότητα δημιουργίας και αξιοποίησης ενδεχόμενου δημοσιονομικού χώρου για την μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ειδικά σε σχέση με τη φορολογία της εργασίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, με μέτρα μόνιμης διάρκειας, ώστε να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.
Ως προς τη δομή του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, διαφαίνεται ότι ο απλοποιημένος ορισμός του ως μία «μοναδική αξία», αποτελεί σημαντική σύγκλιση προς τις διεθνείς καλές πρακτικές. Στον βαθμό στον οποίο θα είναι ουσιαστικός ο ρόλος και θα ενδυναμωθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της κυβέρνησης, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για εμπεριστατωμένη διαβούλευση η οποία θα οδηγεί σε ισορροπημένες κυβερνητικές αποφάσεις ως προς το εκάστοτε ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού.
ΓΣΕΒΕΕ: Ως προς τις εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για το επόμενο διάστημα η κατάσταση προδιαγράφεται ιδιαίτερα δυσοίωνη. Τα ποσοστά των επιχειρήσεων που εκτιμούν πως δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις το επόμενο διάστημα παρουσιάζουν σημαντική αύξηση σε όλες τις κατηγορίες υποχρεώσεων σε σύγκριση με την αντίστοιχη εξαμηνιαία έρευνα του Ιουλίου του 2020.
Σε αυτό το εξαιρετικά ρευστό περιβάλλον προέχει η διάσωση των επιχειρήσεων και η διατήρηση των θέσεων εργασίας. Ως εκ τούτου οποιαδήποτε μεταβολή που αυξάνει το κόστος λειτουργίας μπορεί να αποβεί καθοριστική τόσο για την βιωσιμότητα των επιχειρήσεων όσο και για την διατήρηση των θέσεων εργασίας.
ΕΣΕΕ: Σε αυτό το ρευστό και γεμάτο προκλήσεις οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, η πρόθεση για ενδεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού μοιάζει να μη λαμβάνει υπόψη της την ίδια την πραγματικότητα.
ΣΕΤΕ: Μια αύξηση του κατώτατου μισθού, ιδιαίτερα στις σημερινή συγκυρία που έχει δημιουργήσει η πανδημία, είναι εξαιρετικά πιθανό να επιφέρει είτε τη μείωση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ και του ρυθμού μείωσης της ανεργίας, είτε και την περαιτέρω διόγκωση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης και πιθανότατα της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας, με αποδοχές πολύ χαμηλότερες από τον κατώτατο μισθό και με σημαντικές αρνητικές δημοσιονομικές επιπτώσεις αλλά και δημιουργία καταστάσεων αθέμιτου ανταγωνισμού
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία και τις συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία του Covid-19 δεν ενδείκνυται μια αύξηση του κατώτατου μισθού το 2021.
Από την άλλη πλευρά, οι καλές προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας το 2021 και ακόμη περισσότερο το 2022 δικαιολογούν απολύτως την πολιτική της διατήρησης του κατώτατου μισθού κατά το τρέχον έτος στα σημερινά επίπεδα, παρά τη μεγάλη μείωση του ΑΕΠ και την επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας το 2020.
Η εκτίμησή μας είναι ότι το 2022 η ταχύτερη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η συμβολή των νέων ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών πόρων θα οδηγήσει σε μια σημαντική βελτίωση του ΑΕΠ και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και θα δημιουργήσει ένα προσφορότερο και ευνοϊκό πλαίσιο για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού.
ΓΣΕΕ (ΙΝΕ): Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, το 60% του διάμεσου μισθού είναι 783 ευρώ, ενώ με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ είναι 809 ευρώ. Συνεπώς στην πρώτη περίπτωση ο τρέχων κατώτατος ονομαστικός μισθός πρέπει να αυξηθεί μηνιαίως κατά 133 ευρώ, ενώ στη δεύτερη κατά 159 ευρώ. Όπως προαναφέρθηκε, η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ αναφορικά με την προσαρμογή του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού πρέπει να γίνει βάσει ενός συμφωνημένου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων χρονοδιαγράμματος. Για το 2021, η πρότασή μας είναι ο κατώτατος μισθός να ανέλθει στα 751 ευρώ και στη συνέχεια να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ, δηλαδή στα 809 ευρώ.
Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ δίνει επίσης έμφαση στο ποσοστό κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων το οποίο στην Ελλάδα είναι χαμηλό (26%) σε σχέση με άλλες χώρες τις ΕΕ. Όπως τονίζει στην έκθεσή της « πέραν της αύξησης του κατώτατου μισθού, θα πρέπει να υπάρξει σημαντική αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων που προστατεύονται από την εργοδοτική παραβατικότητα με συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις εργασίας.
Πηγή: imerisia.gr