Ρεπορτάζ

Ενα κομμάτι ιστορίας που περιμένει να ειπωθεί…

Ενα κομμάτι ιστορίας γράφτηκε τα τελευταία πέντε χρόνια στη Ρόδο και μερικές χιλιάδες ανθρώπων τη διηγούνται σε οικογένειες, φίλους και γνωστούς, περιγράφουν για το πώς μέσα στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής τους, οι άνθρωποι ενός νησιού τους αγκάλιασαν και για λίγο τους έκαναν να νιώσουν ασφάλεια.
Μια ασφάλεια απαλλαγμένη από οικονομικά συμφέροντα, διαυγή, πηγαία, που όμοιά της δεν είχαν συναντήσει ποτέ άλλοτε στο μακρύ ταξίδι της προσφυγιάς. Το άτυπο κέντρο των προσφύγων της Ρόδου μπορεί να έκλεισε, ωστόσο η ιστορία του έχει πια γραφτεί και οι πρωταγωνιστές του, οι «φιλοξενούμενοι», την αφηγούνται με την πρώτη ευκαιρία.
Το κλείσιμο του άτυπου “hot spot” των παλαιών σφαγείων ήταν μια είδηση που ξεχάστηκε πολύ γρήγορα, ωστόσο τα όσα συνέβησαν εκεί μέσα θα παραμείνουν αξέχαστα και συνάμα δεικτικά του βαθμού της αλληλεγγύης που διακατέχει την κοινωνία του νησιού. Επί σχεδόν πέντε χρόνια, καθημερινά μια μικρή ομάδα ανθρώπων εργαζόταν εθελοντικά, προσέφερε από το υστέρημα, είτε και ολόκληρο το χρόνο της προς εκείνους τους αγνώστους που έφερε η θάλασσα. Κοντά σ’ αυτούς τους λίγους, συσπειρώθηκε σχεδόν όλο το νησί. Όλο το νησί έβαλε πλάτη για να εξασφαλίζεται η τροφή των προσφύγων, όχι όλοι μαζί, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, όποτε το κάθε πρόσωπο μάθαινε «κάτι» και ένιωθε ότι ήρθε η στιγμή της δικής του προσφοράς. Βέβαια, εκείνοι που δούλεψαν με απόλυτη αφοσίωση, διαρκώς και ακούραστα σε αυτό το ιδιότυπο κάλεσμα ήταν στην πραγματικότητα μόνο μια χούφτα άνθρωποι, αλλά και μια ροδίτικη «Ομάδα Αλληλεγγύης» τα μέλη της οποίας δεν επιζήτησαν ποτέ τη δημοσιότητα.

Ηταν ένα μικρό θαύμα
Υπήρχε μέρα κατά την οποία στο ερείπιο των παλαιών σφαγείων της Ρόδου διέμεναν 430 άνθρωποι! Ο αριθμός είναι ασύλληπτος, δεδομένης της έκτασης του χώρου. Πού κοιμόντουσαν όλοι αυτοί; Πώς έγινε και πότε, όπως και κανένας από τους περαστικούς του κεντρικού δρόμου δεν αντιλήφθηκε το τι πραγματικά έκρυβαν πίσω τους τα σφραγισμένα παράθυρα του άλλοτε ιταλικού κτηρίου;
Το κέντρο ήταν άτυπο, αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρχαν οικονομικοί πόροι από κάποιο ευρωπαϊκό ταμείο για τη σίτιση και την ιατρική τους περίθαλψη. Όλες οι ανάγκες καλύπτονταν μέσα από προσφορές. Τροφή, είδη ατομικής φροντίδας, ιατρικές εξετάσεις, εισιτήρια, προσωρινές στεγάσεις σε μικρά διαμερίσματα έξω από τον καταυλισμό για τις γυναίκες που μόλις είχαν γεννήσει. Ναι, υπήρχαν πρόσωπα που ακόμα και μεσούσης της πανδημίας φιλοξένησαν στα σπίτια τους μητέρες με τα νεογέννητα μωρά τους.
Η οργάνωση που είχε γίνει στο χώρο ήταν υποδειγματική. Διαχωρισμός των Παλαιστινίων από τους Άραβες, απομονωμένος χώρος για τις γυναίκες που πια είχαν απομείνει μόνες και ανασφαλείς, χώρος για τα παιδιά και πλήρης καταγραφή όλων των προσφορών που έφταναν στα χέρια των υπευθύνων. Οι καταγραφές γίνονταν σε ειδικό βιβλίο και μία από αυτές αναφέρει:
«Σήμερα, (ημερομηνία), γυναίκα ηλικίας 78 ετών έφτασε με τα πόδια στον καταυλισμό και παρέδωσε σακουλάκι με 1/4 του κιλού φακή και 1/4 του κιλού φασόλια».
Άραγε ποιες μνήμες παρακίνησαν τη γιαγιά να μοιραστεί με τους πρόσφυγες εκείνο το ελάχιστο του σπιτιού της;
Δεν υπάρχει πρόσφυγας που να μην παρακολουθούσε τα όσα συνέβαιναν. Ήξεραν καλά ότι κάποιοι δουλεύουν γι’ αυτούς και μάλιστα χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Όλοι τους έχουν χαράξει στην ψυχή τους τη φιλοξενία που ένιωσαν. Δεν υπήρξε ούτε μία στιγμή που να κρύψουν τα συναισθήματά τους. Κάθε φορά μιλούσαν για Έλληνες, έκαναν σύγκριση της αγριότητας που είχαν συναντήσει στο διάβα μέχρι την Τουρκία και της θέρμης που ζούσαν στο παράπηγμα της Ρόδου.

Βαριές ιστορίες
Η απώλεια ήταν το κοινό χαρακτηριστικό όλων των προσφύγων. Για κάποιους η απώλεια σήμαινε ένα σπίτι, ή μια – κάποτε – καλή ζωή, όμως για αρκετούς και αρκετές η απώλεια αφορούσε πρόσωπα. Παιδιά, αδέλφια, γονείς, συζύγους, οικογένειες ακρωτηριασμένες από τα μέλη τους.
Ένα πεντάχρονο παιδί κάθε πρωί έβλεπε τη θάλασσα και καλούσε τον αδελφό του να βγει από μέσα της.
Μια μάνα αρνιότανε πεισματικά να βάλει αλάτι στο φαγητό της· το θαλασσινό νερό ήταν εκείνο που της αφαίρεσε ολόκληρη την οικογένεια.
Κυκλοφορούσε συνεχώς μ’ ένα μαντήλι στα μάτια, μη τυχόν και τα δάκρυα κυλήσουν κοντά στο στόμα της και από λάθος τα γευτεί.
Το κάθε πρόσωπο εκεί μέσα ζούσε τη σιωπή στην αυλαία μιας πράξης που ταίριαζε απόλυτα στην Αριστοτελική ερμηνεία της τραγωδίας. Ήρωες που δεν είναι από τη φύση τους κακοί, ούτε ανέντιμοι για να έχουν μια αναπόφευκτη τιμωρία. Ήταν όλοι τους απλοί άνθρωποι που ξύπνησαν σε λάθος χρονική στιγμή, σε λάθος μεριά του πλανήτη. Η κάθαρση από το «άγχος» ευεργετεί μόνο τους θεατές του δράματός τους. «Καθαίρει» μόνο εκείνους που τους βοήθησαν, καθώς οι ίδιοι οι ήρωες δεν είναι διατεθειμένοι να ξεχάσουν τον πόνο τους.
Δύσκολες αποφάσεις
Το να φιλοξενηθούν οι πρόσφυγες στο κτήριο των παλαιών σφαγείων ήταν μια πραγματικά δύσκολη, μα σωτήρια (για πολλούς λόγους) απόφαση που πρέπει να αναγνωριστεί στον πρώην δήμαρχο Ρόδου. Αντίστοιχα, το να κλείσει ο προσωρινός καταυλισμός μέσα σε μια νύχτα ήταν επίσης μια δύσκολη απόφαση που όμως έπρεπε να ληφθεί (για επίσης πολλούς λόγους) και αυτό πρέπει να αναγνωριστεί στον νυν δήμαρχο Ρόδου. Αφορμή για το άρθρο αυτό αποτέλεσε η παρουσίαση του βιβλίου του Ντίνου και της Άρτεμις Μαντικού «Baba Ντίνος. Στο δρόμο για το όνειρο…» που παρουσιάστηκε την περασμένη εβδομάδα στο Ροδίνι και όπου έγινε μια μικρή αναδρομή στην ιστορία του τρόπου διαχείρισης των προσφυγικών ροών προς τη Ρόδο. Το μικρό αυτό βιβλίο, μέσα από τις αφηγήσεις του Ντίνου Μαντικού δίνει ένα πολύ μικρό πλαίσιο της προσφοράς των τελευταίων ετών. Δείχνει το πώς τελικά μερικοί άνθρωποι μπορούν τόσο να εμπνεύσουν τις ζωές των υπολοίπων, όσο και να βρουν ένα νέο ρόλο στη δική τους ζωή.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου