Ο εργασιακός μεσαίωνας παραμονεύει!
Η κυβέρνηση της ΝΔ, για μια ακόμη φορά, εν μέσω πανδημίας, χωρίς κανένα ουσιαστικό διάλογο, και με την συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων να είναι αντίθετοι, είναι έτοιμη να νομοθετήσει την κατάργηση μιας σειράς εργασιακών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν με αγώνες, επιδεινώνοντας περαιτέρω τις συνθήκες εργασίας που έχουν διαμορφωθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις στα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων.
Το νέο εργασιακό νομοσχέδιο συνοπτικά περιέχει τις ακόλουθες κατευθύνσεις:
Την καθιέρωση 10ωρης δουλειάς χωρίς πρόσθετη αμοιβή, με άξονα την «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» (βλ. και ν. 3986/2011), που θα επιβάλλεται με ατομικές συμβάσεις, ακόμα και αν το συνδικάτο στον χώρο έχει εκφράσει τη διαφωνία του. Επιπλέον, ο χρόνος διαλείμματος δεν αποτελεί χρόνο εργασίας ενώ προβλέπεται ότι οι μερικώς απασχολούμενοι θα πρέπει να παράσχουν πρόσθετη απασχόληση όχι συνεχόμενα στη βάρδια τους, αλλά ακόμα και αν μεσολαβεί κενό.
Την αύξηση των υπερωριών σε 150 ώρες ετησίως (που σε “επείγουσες συνθήκες” μπορεί και να ξεπερνιέται), την οποία μπορούν να την επιβάλλουν μονομερώς οι επιχειρήσεις. Για αυτές τις επιπρόσθετες ώρες, η αμοιβή θα προσαυξάνεται κατά 40% (αντί για 60% μέχρι σήμερα).
Την επέκταση της δουλειάς την Κυριακή (μετά τις 32 Κυριακές το χρόνο που «δώρισε» ο ΣΥΡΙΖΑ στους εμποροϋπαλλήλους) σε «δυναμικούς κλάδους», όπως μεταφορές, logistics, κέντρα δεδομένων, λιμάνια, κλπ. Καταρρέει με πάταγο το αφήγημα των «καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας με δικαιώματα» για τους εργαζόμενους στους κλάδους σε ανάπτυξη, το οποίο προβάλλεται έντονα στα πανεπιστήμια.
Το παραπέρα χτύπημα του απεργιακού δικαιώματος. Εφόσον θεωρείται λίγο ότι πλέον για να προκηρυχθεί μια απεργία χρειάζεται το 50% + 1 των οικονομικά ενεργών μελών σε ένα πρωτοβάθμιο σωματείο (νόμος ΣΥΡΙΖΑ), η ΝΔ προωθεί την υποχρέωση λήψης απόφασης με ηλεκτρονική ψηφοφορία και παράλληλα την υποχρέωση του συνδικάτου να εξασφαλίζει «τουλάχιστον το ένα τρίτο της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας κατά τη διάρκεια απεργίας σε επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας», δηλαδή να εργάζονται σχεδόν όλοι οι εργαζόμενοι τη μέρα της απεργίας. Παράλληλα, η περιφρούρηση της συνιστά «παράβαση που θα οδηγεί με δικαστική απόφαση στη διακοπή της απεργίας».
Το ηλεκτρονικό φακέλωμα κάθε συνδικαλιστικής δραστηριότητας, ως προϋπόθεση για να μπορούν τα συνδικάτα να διαπραγματεύονται και να υπογράφουν Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας ή να προκηρύσσουν απεργίες. Παράλληλα, οι εκλογές ανάδειξης των συνδικαλιστικών οργάνων θα γίνεται ηλεκτρονικά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υποβάθμιση των συλλογικών διαδικασιών και τις παρεμβάσεις της εργοδοσίας στην ελεύθερη άσκηση του εκλογικού δικαιώματος. Επιπλέον, διευκολύνεται η εκδίωξη της συνδικαλιστικής δράσης αφού «η απόλυση συνδικαλιστή θα επιτρέπεται για σπουδαίο λόγο…» και καταργείται η Επιτροπή Προστασίας Συνδικαλιστικών Στελεχών.
Την απελευθέρωση των απολύσεων. Πλέον, ακόμα και αν κηρυχθεί δικαστικά άκυρη μια απόλυση, ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επαναπροσλάβει τον απολυμένο, αλλά αντί αυτού να καταβάλει μια αποζημίωση (3 έως 24 μηνιάτικα), που σε ορισμένες περιπτώσεις, εκτός από την ανεργία σηματοδοτεί και χρηματικές απώλειες. Επιπρόσθετα, μονιμοποιείται η πρακτική των «αναστολών εργασίας» λόγω της πανδημίας.
Τη γενίκευση της τηλεργασίας, που σημαίνει σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, διαθεσιμότητα όποτε και από όπου βρίσκεται ο εργαζόμενος, και παράλληλα χωρίς την υποχρέωση του εργοδότη να παρέχει τον αναγκαίο εξοπλισμό και να καλύπτει το όποιο κόστος.
Από την άλλη, σε μια πολύ κρίσιμη για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα περίοδο, όπου οι μεταπανδημικές απαιτήσεις για ελέγχους στην αγορά εργασίας είναι αυξημένες και η παραβατικότητα οξυμένη, το Υπουργείο Εργασίας προωθεί διατάξεις για τον μετασχηματισμό του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας σε «Ανεξάρτητη Αρχή». Σε μια περίοδο που επιβάλλεται το Υπουργείο Εργασίας, στο πλαίσιο της πολιτικής ευθύνης, να χαράξει στρατηγική ελέγχων στην αγορά εργασίας για τη μείωση της εργοδοτικής παραβατικότητας, εκείνο επιλέγει να αποτινάξει από πάνω του το ισχυρότερο εργαλείο προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων.
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, το Κ.Σ. του Συλλόγου ΔΕΠ του Πανεπιστημίου Αιγαίου συντονίζεται με τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, και καλεί τα μέλη του Συλλόγου να συμμετέχουν στην απεργία που έχει κηρυχθεί για την Πέμπτη 10 Ιουνίου. Ταυτόχρονα, διεκδικεί:
Άμεση απόσυρση του σχεδίου νόμου για τα εργασιακά.
Προστασία και θωράκιση του 8ώρου και αποτροπή καταστρατήγησής του μέσω διευθέτησης με ατομική συμφωνία.
Σταθερή και πλήρη πενθήμερη εργασία, προστασία της Κυριακάτικης αργίας, αύξηση του υποχρεωτικού χρόνου ανάπαυσης και αύξηση της αμοιβής της υπερωρίας.
Κατάργηση όλων των ευελιξιών στο ωράριο εργασίας.
Ενίσχυση και θωράκιση του ΣΕΠΕ υπό την εποπτεία, τον έλεγχο και την ευθύνη του Υπουργείου Εργασίας. Αυστηροποίηση των ελέγχων και των προστίμων της αδήλωτης εργασίας και των (υπ)εργολάβων.
Άμεση λήψη κατάλληλων μέτρων για την αυστηρή τιμωρία των υπεύθυνων για την σεξουαλική και την ηθική παρενόχληση στην εργασία, την αποκατάσταση των θυμάτων βίας και παρενόχλησης και την απρόσκοπτη πρόσβαση των ίδιων και των σωματείων τους στις Αρχές.
Ελεύθερη συνδικαλιστική δράση χωρίς κρατικό και εργοδοτικό παρεμβατισμό. Ενίσχυση της προστασίας της συλλογικής δράσης, της συλλογικής αυτονομίας, της απεργίας και των εκλεγμένων εκπροσώπων των εργαζομένων.