Έρευνα με σκοπό την καταγραφή των ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων του πρώτου και δεύτερου lockdown λόγω της πανδημίας του νέου κορωνοϊού στην ελληνική κοινωνία, διεξήγαγε το Εργαστήριο Διεπιστημονικής Προσέγγισης για τη Βελτίωση της Ποιότητας Ζωής του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με ανώνυμο ερωτηματολόγιο, που περιλάμβανε σταθμισμένα και ευρέως αναγνωρισμένα εργαλεία, το οποίο απάντησε πανελλήνιο δείγμα 1.361 συμμετεχόντων (1.009 στο πρώτο lockdown και 352 στο δεύτερο).
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, τα αποτελέσματα της έρευνας ήταν άκρως αποθαρρυντικά (βλ. Σχήμα 1 παρακάτω), ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του δεύτερου lockdown σε σύγκριση με το πρώτο. Αν και τα lockdowns ήταν αποτελεσματικά στην πρόληψη της διάδοσης του κορωνοϊού, τα αυστηρά μέτρα περιορισμού είχαν πρωτοφανείς επιπτώσεις στη ζωή των Ελλήνων.
Οι συμμετέχοντες εμφάνισαν στατιστικά σημαντικά υψηλότερα ποσοστά συμπτωμάτων μετατραυματικού στρες (δηλ. βίωσαν τα lockdowns ως στρεσογόνα γεγονότα που τους τραυμάτισαν ψυχολογικά). Μάλιστα περισσότεροι από 1 στους 3 Έλληνες μπορούν να λάβουν επίσημα την κλινική διάγνωση της μετατραυματικής διαταραχής του στρες. Επίσης μειώθηκαν σημαντικά οι ψυχολογικοί πόροι – δυνατότητες των συμμετεχόντων να ανταπεξέλθουν στο lockdown: καθώς τα επίπεδα στρες τους αυξήθηκαν, τα επίπεδα ψυχικής ανθεκτικότητάς τους μειώθηκαν.
Όπως εξηγείται στην ίδια ανακοίνωση, τα αυξημένα ποσοστά μετατραυματικού στρες ίσως οφείλονται στην αύξηση της απειλής (λόγω της εκθετικής αύξησης των κρουσμάτων και των θανάτων) ή στην κόπωση που βίωσαν οι Έλληνες λόγω των παρατεταμένων περιοριστικών μέτρων ή και στα δύο. Επειδή το δεύτερο lockdown συνέβη σχετικά σύντομα μετά το πρώτο, είναι πιθανό ότι οι Έλληνες δεν προσαρμόστηκαν στο μεσοδιάστημα και δεν επέστρεψαν στα φυσιολογικά επίπεδα στρες. Αντίθετα, το στρες κατά το δεύτερο lockdown είχε σωρευτικές επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία, οι οποίες σταδιακά τους έκαμψαν, μειώνοντας τα ψυχικά τους αποθέματα.
Με μειωμένα τα ψυχικά τους αποθέματα, οι συμμετέχοντες προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν την εμπειρία αυτή με αυξημένη χρήση ουσιών, αυτομομφή και άρνηση της κατάστασης, ενώ παράλληλα παραιτήθηκαν από την χρήση προσαρμοστικών στρατηγικών (π.χ. ενεργητική αντιμετώπιση, θετική επανεκτίμηση της κατάστασης, κ.άλ.).
Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι οι Έλληνες νιώθουν ψυχικά εξαντλημένοι, εξουθενωμένοι, απογοητευμένοι και έχουν παραιτηθεί από την προσπάθεια να αντιμετωπίσουν την πανδημία και τα lockdowns με προσαρμοστικό τρόπο, καθώς ίσως αισθάνονται ότι αυτή η απειλητική για τη ζωή τους κατάσταση είναι εκτός ελέγχου, απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη που τους προκαλεί σημαντικό άγχος. Αν και αναγνωρίζουν τις επιβλαβείς συνέπειες των δυσλειτουργικών στρατηγικών αντιμετώπισης (π.χ. χρήση ουσιών), συνεχίζουν να τις χρησιμοποιούν, καθώς ίσως τους προσφέρουν ένα εύκολο, άμεσο και προσωρινό τρόπο ανακούφισης του στρες.
Επίσης οι συμμετέχοντες ανέφεραν στατιστικά σημαντικά λιγότερη υποστήριξη από το κοινωνικό τους περιβάλλον και περισσότερα αισθήματα μοναξιάς, ως αναμενόμενες συνέπειες της κλιμάκωσης των περιοριστικών μέτρων κατά τη διάρκεια του δεύτερου lockdown. Οι γυναίκες, οι νέοι, όσοι διαμένουν μόνοι και όσοι εκτίθενται άμεσα ή έμμεσα στον κορωνοϊό (νόσησαν οι ίδιοι ή μέλος της οικογένειάς τους ή εργάζονται με κρούσματα) ήταν πιο ευάλωτοι στην εμφάνιση συμπτωμάτων μετατραυματικού στρες.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, η εν λόγω έρευνά έως τώρα ανέδειξε ποιες είναι οι βασικές ανησυχίες για τη δημόσια υγεία των Ελλήνων κατά τη διάρκεια των lockdowns και έθεσε τους στόχους των πολιτικών υγείας και των σχετικών παρεμβάσεων. Όπως τονίζεται, άμεσοι στόχοι πρέπει να είναι η ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της κοινωνικής υποστήριξης των Ελλήνων (π.χ. μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, παροχή διαδικτυακών υπηρεσιών ψυχικής υγείας) και η εκμάθηση στρατηγικών αντιμετώπισης που μειώνουν το άγχος, επανεκτιμούν θετικά τις στρεσογόνες εμπειρίες όπως το lockdown και τους βοηθούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις πρωτοφανείς συνέπειες της πανδημίας. Οι πολιτικές υγείας θα πρέπει να δώσουν άμεση προτεραιότητα στην καταπολέμηση της χρήσης ουσιών και στην ενδυνάμωση των ευάλωτων πληθυσμών (γυναίκες, νέοι και μοναχικοί άνθρωποι) που υποφέρουν δυσανάλογα.
Επιπλέον, σημειώνεται ότι η έρευνά έδειξε επίσης πως οι διεργασίες που επιτελούνται σε ένα lockdown είναι καθοριστικής σημασίας για την εμφάνιση συμπτωμάτων ψυχοπαθολογίας άμεσα. Ωστόσο, σύμφωνα με τα μοντέλα ευπάθειας στο στρες, είναι πιθανό τα βραχυπρόθεσμα συμπτώματα ψυχοπαθολογίας να έχουν αρνητικές συνέπειες μακροπρόθεσμα, αυξάνοντας την ευαλωτότητα των ανθρώπων και επομένως του κινδύνου νόησης από ψυχικές διαταραχές στο μέλλον. Η υλοποίηση παρεμβάσεων βάσει ερευνητικά τεκμηριωμένων δεδομένων και η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας τους είναι ύψιστης σημασίας για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων μελλοντικών πανδημιών ή/και lockdowns και πρέπει να δοθεί προτεραιότητα από την ελληνική κυβέρνηση.
Τέλος, επισημαίνεται ότι οι επόμενοι στόχοι της ερευνητικής ομάδας είναι αφενός η κατανόηση των βαθύτερων αιτίων του στρες που βιώνουν οι Έλληνες (π.χ. σε συνάρτηση με την προσωπικότητα και τις προηγούμενες στρεσογόνες εμπειρίες της ζωής τους) και αφετέρου ο σχεδιασμός και η υλοποίηση προγραμμάτων παρέμβασης για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών των lockdowns και της πανδημίας γενικότερα.
Για το λόγο αυτό έχει σχεδιαστεί νέα έρευνα, στην οποία μπορείτε να απαντήσετε εδώ.
*Επικεφαλής της έρευνας είναι η Αργυρούλα Καλαϊτζάκη, Επίκουρος Καθηγήτρια Κλινικής Ψυχολογίας και διευθύντρια του Εργαστηρίου Βελτίωσης της Ποιότητας Ζωής . Η ερευνητική ομάδα αποτελείται από επιστήμονες διαφόρων γνωστικών πεδίων (ψυχολόγοι, ψυχίατροι, κοινωνικοί λειτουργοί, πολιτικοί επιστήμονες και νοσηλευτές).