Στη συντηρητική πρόβλεψη για ανάπτυξη 3,6% το 2021 θα μείνει μέχρι και τον Σεπτέμβριο το υπουργείο Οικονομικών, παρακολουθώντας στενά και τις εξελίξεις στο υγειονομικό επίπεδο αλλά και την αποσωλήνωση της οικονομίας από τα μέτρα στήριξης.
Το ΥΠΟΙΚ δείχνει να μην παρασύρεται από πολύ καλύτερες προβλέψεις όπως αυτή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ανάπτυξη 4,3%, της Τράπεζας της Ελλάδος για ανάπτυξη 4,2% ή του ΙΟΒΕ, που προβλέπει ανάπτυξη 5% – 5,5% για φέτος.
Αρμόδιες πηγές του ΥΠΟΙΚ καθησυχάζουν ότι τα ταμειακά διαθέσιμα είναι υψηλά (34 δισ. ευρώ), ενώ θυμίζουν και το εναλλακτικό σενάριο του ΜΠΔΣ 2022-2025 για ανάπτυξη μειωμένη κατά 1% για φέτος και τα επόμενα χρόνια μέχρι το 2025. Όλα αυτά γιατί βλέπουν ότι η πανδημία συνεχίζεται και έχουν και την εμπειρία των πρώτων προβλέψεων που έγιναν στον Προϋπολογισμό του 2021.
Υπενθυμίζεται ότι στο κείμενο που κατατέθηκε τον Νοέμβριο του 2020 στη Βουλή και ψηφίστηκε τον περασμένο Δεκέμβριο υπήρχε πρόβλεψη για μέτρα στήριξης ύψους 32 δισ. ευρώ, από τα οποία 24 δισ. ευρώ για το 2020 και 7,5 δισ. ευρώ για το 2021. Τον Ιούνιο τα μέτρα στήριξης αθροίζονταν σε 40,77 δισ. ευρώ, αφού τα μέτρα για το 2021 υπερδιπλασιάστηκαν από τα 7,5 δισ. στα 15,77 δισ. ευρώ.
Όλα αυτά, πριν από την εξάπλωση και στη χώρα μας της μετάλλαξης Δέλτα του κορονοϊού, που καθιστά πιθανό ένα τέταρτο κύμα πανδημίας μέσα στο καλοκαίρι, απειλώντας να ανατρέψει καταρχήν τις προβλέψεις για ανάκαμψη του τζίρου στον τουρισμό στο 45% του αντίστοιχου τζίρου του 2019 (περίπου στα 8 δισ.), από 25% (περίπου 4 δισ.) που ήταν το 2020.
Προς το παρόν από το οικονομικό επιτελείο εκφράζεται συγκρατημένη αισιοδοξία ότι, ακόμα και αν έρθει το τέταρτο κύμα, οι συνέπειες θα είναι σαφώς ηπιότερες από τα προηγούμενα, καθώς ένα ποσοστό περίπου 40%-45% του πληθυσμού έχει ήδη εμβολιαστεί. Επίσης, σε αντίθεση με το τέλος του 2020, υπάρχει πλέον και η διαθεσιμότητα των εμβολίων, ενώ μπορεί μέσα από νέα εκστρατεία της κυβέρνησης το ποσοστό των εμβολιασμένων να αυξηθεί ακόμα περισσότερο, περιορίζοντας και την πίεση στο δημόσιο σύστημα υγείας αλλά και στην οικονομία.
Στο σύνολό της η κυβέρνηση ξορκίζει ένα νέο lockdown της οικονομίας, το οποίο, εκτός από την απώλεια των περίπου 3 – 3,5 δισ. ευρώ που θα έφερνε σε μηνιαία βάση, θα απειλούσε με μόνιμες, βαριές ζημιές την οικονομία.
Απειλή για λουκέτα – ανεργία
Ένα νέο lockdown θα έρθει να μεγεθύνει προβλήματα τα οποία υπήρχαν και πριν από την πανδημία, αλλά έγιναν πιο απειλητικά τους 16 μήνες της υγειονομικής κρίσης λόγω της μείωσης έως και μηδενισμού του τζίρου μεγάλων κλάδων της οικονομίας, όπως ο τουρισμός, η εστίαση, η διασκέδαση και το λιανεμπόριο.
Το πρώτο πρόβλημα είναι αυτό της χρηματοδότησης, το οποίο θα είχαν έτσι κι αλλιώς πάνω από 800.000 μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ακόμα και αν δεν είχε προηγηθεί η πανδημία του κορονοϊού. Οι επιχειρήσεις αυτές στη μεγάλη τους πλειονότητα, λόγω μεγέθους, υπερδανεισμού και χαμηλών κερδών, δεν έχουν τραπεζικό προφίλ και, άρα, δυνατότητα προσφυγής σε νέο δανεισμό. Λόγω του μεγάλου ακόμη υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι τράπεζες αρνούνται να αναλάβουν μεγαλύτερο πιστωτικό κίνδυνο και δέχονται να χρηματοδοτήσουν κάποιες από τις επιχειρήσεις αυτές μόνο μέσω εγγυοδοτικών προγραμμάτων ή πιστωτικών γραμμών μέσω της ΕΤΕπ. Με βάση, όμως, τις εκτιμήσεις των επαγγελματικών οργανώσεων, τα κριτήρια για την ένταξη σε αυτά τα προγράμματα έχουν αυτήν τη στιγμή περίπου 100.000 επιχειρήσεις. Ο πρώτος βάσιμος προβληματισμός του οικονομικού επιτελείου είναι ότι η πιστωτική ασφυξία μπορεί να οδηγήσει σε κύμα λουκέτων και αύξηση της ανεργίας.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι, αν μέχρι και το τέλος του χρόνου η οικονομία δεν έχει αποκαταστήσει πλήρως τη λειτουργία της, τότε δεν θα έχει έννοια κάποια ρύθμιση των οφειλών της πανδημίας, καθώς θα βρει τις επιχειρήσεις στην ίδια κατάσταση που ήταν στις αρχές του χρόνου.
Θα πρέπει, επίσης, να υπενθυμίσουμε ότι από το 2022 πρέπει να αρχίσουν να αποπληρώνονται και τα 4,2 δισ. από τα συνολικά 8,4 δισ. με τα οποία ενίσχυσε το ελληνικό Δημόσιο περίπου 400.000 επιχειρήσεις και ελευθέρους επαγγελματίες μέσα από 7 κύκλους του προγράμματος από τον Απρίλιο του 2020 μέχρι και τον περασμένο Μάιο. Χωρίς να έχουμε πλήρη λειτουργία της οικονομίας, κάτι τέτοιο θα είναι πολύ δύσκολο για αυτούς που και μπορούν και θέλουν να ακολουθήσουν τις 60 δόσεις του προγράμματος αποπληρωμής που έχει θεσπίσει το υπουργείο Οικονομικών.
Καθυστερήσεις στο Ταμείο Ανάκαμψης
Η αύξηση των περιορισμών στην οικονομία είναι πιθανό να επηρεάσει στην πράξη και το βασικό αναπτυξιακό εργαλείο της ελληνικής οικονομίας για την επόμενη πενταετία: το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας των 30,5 δισ. ευρώ. Με δεδομένο ότι το σώμα της διοίκησης του Ταμείου έχει θέσει τον φιλόδοξο στόχο να ολοκληρώσει το σύνολο των δημοσίων επενδύσεων μέχρι και το καλοκαίρι του 2025, μέσα σε ένα πολύ σφιχτό και απαιτητικό χρονοδιάγραμμα έγκρισης, ένταξης και υλοποίησης έργων και μεταρρυθμίσεων. Στη διαδικασία, εκτός από τον κορμό διοίκησης, συμμετέχουν και το σύνολο των υπουργείων που έχουν ενταγμένα έργα στο Ταμείο. Συνεπώς, η οποιαδήποτε καθυστέρηση θα αποτελέσει απειλή για την απώλεια υπερπολύτιμων πόρων με μεγάλο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα για την οικονομία.
Τεράστιος ο κίνδυνος δημοσιονομικού εκτροχιασμού
Ακόμα ένας μεγάλος κίνδυνος από την επιστροφή της οικονομίας σε καθεστώς αυστηρών περιορισμών είναι και αυτός του δημοσιονομικού εκτροχιασμού, που σε αυτό το χρονικό σημείο θα είναι δύσκολο να διορθωθεί χωρίς νέα περιοριστικά μέτρα.
Τούτο με δεδομένο ότι τον Σεπτέμβριο οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης θα ξεκινήσουν τη συζήτηση για να αναθεώρηση του συμφώνου σταθερότητας, δηλαδή των κοινών δημοσιονομικών κανόνων που θα ισχύουν μετά το τέλος της πανδημίας. Αν εκτός από την Ελλάδα υπάρξουν και άλλες χώρες οι οποίες θα έχουν ξεπεράσει τα όρια, τότε οι βόρειες χώρες, με πρώτη τη Γερμανία, θα είναι πολύ δύσκολο να πειστούν για χαλάρωση των αυστηρών κριτηρίων του συμφώνου. Κατ’ επέκταση, αν η Ελλάδα το 2023 δεν επιστρέψει −όπως προβλέπει− σε πρωτογενή πλεονάσματα λόγω υψηλής ανάπτυξης, θα υποχρεωθεί ξανά σε περιοριστικά μέτρα.
Ένα δείγμα για το πώς μπορούμε να φτάσουμε στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό δίνει η δημοσιονομική πορεία το 2021. Με 7,5 δισ. μέτρα στήριξης, ο Προϋπολογισμός του 2021 προέβλεπε τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 6,7% του ΑΕΠ για το 2021, από 9,9% του ΑΕΠ το 2020. Σε ό,τι αφορά το πρωτογενές έλλειμμα, αναμενόταν μείωση στο 3,8% του ΑΕΠ, από 7,2% του ΑΕΠ που αναμενόταν ότι θα φτάσει το 2020. Με την αναθεώρηση του Προϋπολογισμού για μέτρα στήριξης από τα 7,5 δισ. ευρώ στα 15,7 δισ. ευρώ, το δημοσιονομικό έλλειμμα από το 9,9% του ΑΕΠ αυξάνεται οριακά στο 10% του ΑΕΠ, ενώ και το πρωτογενές έλλειμμα μένει και τις δύο χρονιές πάνω από 7% του ΑΕΠ.
Το κρίσιμο μέγεθος του χρέους, από το 208,9% του ΑΕΠ το 2020, υπολογιζόταν να μειωθεί στο 199,6% τ ου ΑΕΠ το 2021. Παρά τη συγκράτηση του χρέους στο 205,6% του ΑΕΠ πέρσι, θα διατηρηθεί πάνω από το 200% και το 2021.
Πηγή capital.gr