Στη μέγιστη ετοιμότητα στα θαλάσσια και χερσαία σύνορα, βρίσκεται η χώρα, όπως αναφέρει ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Νότης Μηταράκης, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα «Real News».
Ο κ. Μηταράκης τονίζει μεταξύ άλλων πως «δεν θέλουμε και δεν θα γίνουμε πύλη εισόδου παράτυπων μεταναστευτικών ροών στην Ευρώπη».
Στα κυριότερα σημεία της συνέντευξής του, ο υπουργός αναφέρει:
– Η μείωση των μεταναστευτικών ροών και ο περιορισμός των επιπτώσεων της κρίσης αποτελούν, από την πρώτη στιγμή, την προμετωπίδα της εθνικής στρατηγικής. Στο μεταναστευτικό, η μόνη γλώσσα που είναι απόλυτα αληθής και αποδεκτή, είναι αυτή των αριθμών και των στοιχείων.
– Σήμερα, τα μετρήσιμα αποτελέσματα της πολιτικής μας αντικατοπτρίζουν μια εμφανώς βελτιωμένη εικόνα, με τις αφίξεις το πρώτο επτάμηνο του 2021 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2020, να παρουσιάζονται μειωμένες κατά 60% και ειδικότερα κατά 84% στα νησιά. Κατά την ίδια περίοδο, ο αριθμός των διαμενόντων συνολικά στη χώρα παρουσιάζει μείωση κατά 46% και στα νησιά κατά 79%.
– Η ανάκτηση του ελέγχου μάς επέτρεψε να εξαλείψουμε τον αντίκτυπο του ζητήματος στα πολύπαθα νησιά μας και τις τοπικές κοινωνίες. Ωστόσο, οι προκλήσεις στο μεταναστευτικό είναι συνεχείς και απαιτούν οξυμένα αντανακλαστικά από όλους.
– Οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν εγείρουν ανησυχία. Ωστόσο, δεν θέλουμε και δεν θα γίνουμε ξανά πύλη εισόδου παράτυπων μεταναστευτικών ροών στην ήπειρο. Παραμένουμε σε μέγιστη ετοιμότητα στα θαλάσσια και χερσαία σύνορά μας.
– Το μόνο σίγουρο είναι ότι απέναντι σ’ ένα πιθανό μεταναστευτικό κύμα, η χώρα μας δεν θα περιοριστεί σε ρόλο παρατηρητή, αλλά ενεργού δρώντος μέσα στα ευρωπαϊκά fora για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του.
– Αυτονόητα η Τουρκία θα αντιμετωπίσει αυξημένη πίεση και πρέπει να λειτουργήσει ως ανάχωμα για μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη. Βέβαια, σε μια τέτοια περίπτωση, αυτονόητη πρέπει να είναι και η στήριξη της Ευρώπης, εφόσον εκπληρώνει επαρκώς τις υποχρεώσεις της.
– Δυστυχώς, η αμφίθυμη συμπεριφορά της Τουρκίας και η μη ορθή εφαρμογή της Κοινής Δήλωσης με την ΕΕ, δεν δημιουργούν το πλεόνασμα εμπιστοσύνης που θα θέλαμε.
– Η Ευρώπη οφείλει να θεσμοθετήσει ισχυρές δικλείδες ασφαλείας σε αυτή τη νέα σχέση. Δικλείδες που, πρωτίστως, θα αποτρέψουν μια εκ νέου εργαλειοποίηση της ανθρώπινης δυστυχίας για γεωπολιτικούς σκοπούς.
– Από την πλευρά μας, προχωρήσαμε έγκαιρα σε μια μεγάλη νομοθετική αλλαγή, ορίζοντας πλέον την Τουρκία ως ασφαλή τρίτη χώρα. Αυτό δεν αλλάζει. Δεν θα επιτρέψουμε το μεταναστευτικό να αποτελέσει ξανά μοχλό πίεσης στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης.
– Η Ελλάδα έχει σηκώσει τα τελευταία χρόνια, δυσανάλογο βάρος στο μεταναστευτικό και τα νησιά μας έχουν πληρώσει το αντίτιμο της κρίσης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι η πολιτική αυτής της κυβέρνησης που «έφραξε» τη διαδρομή της Ανατολικής Μεσογείου και αποδιάρθρωσε τα δίκτυα λαθροδιακίνησης.
– Όπως επίσης και ότι στην Ελλάδα βρίσκονται περίπου 40.000 υπήκοοι Αφγανιστάν, εκ των οποίων 20.000 είναι αιτούντες άσυλο και 20.000 είναι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες. Συνεπώς, η χώρα μας ήδη έχει συμβάλει ουσιαστικά στην αντιμετώπιση της κρίσης που υπήρχε στην περιοχή.
– Ένα πρόγραμμα μετεγκαταστάσεων Αφγανών προσφύγων σε ευρωπαϊκές χώρες, θα αποτελούσε ίσως και την πρώτη δοκιμασία, γι’ αυτό που συζητάμε εδώ και καιρό σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Για το Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου, το οποίο οι πέντε χώρες της Μεσογείου έχουμε τονίσει με κάθε τρόπο ότι πρέπει να εξασφαλίζει την ισοκατανομή των βαρών και ένα δίκαιο μηχανισμό αλληλεγγύης.
– Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντί να συμβάλλει στη λύση, επιχειρεί να σπεκουλάρει στην κρίση. Είναι σαφές πως αναπολεί την πολιτική των «ανοιχτών συνόρων», που μετέτρεψε τα νησιά μας σε αποθήκες ψυχών.
– Για ακόμη μια φορά, δείχνει να ξεχνά πως τα «αποθέματα ανθρωπισμού» και οι ιδεοληψίες του προσκρούουν στην πραγματικότητα που μας κληροδότησε: Άθλιες συνθήκες διαβίωσης, ΚΥΤ υπερχειλισμένα και μια χαοτική κατάσταση στη διοίκηση των δομών.
– Ήρθε η ώρα να αντιληφθεί ότι η Ελλάδα έχει σύνορα, είναι χώρα και όχι χώρος διέλευσης. Ν’ αφήσει τα ιδεολογήματα και να έρθει στο τραπέζι του διαλόγου με ρεαλιστικές προτάσεις. Δεν πρέπει και δεν θα βιώσουμε ξανά τις εικόνες του 2015.