Η παραλλαγή Μu του κορωνοϊού μπορεί να ενδιαφέρει, αλλά δεν τρομάζει τους επιστήμονες.
Αποτελεί μεν αντικείμενο έρευνας αλλά ακόμη δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο που να δείχνει ότι η παραλλαγή που πρωτοεντοπίστηκε στην Κολομβία τον Ιανουάριο του 2021 μπορεί να… αχρηστεύσει τα υπάρχοντα εμβόλια, ούτε καν ότι μπορεί να υπερκεράσει την κυριαρχούσα μετάλλαξη Δέλτα, σύμφωνα με τον Πολ Γκρίφιν, καθηγητή λοιμωξιολογίας του Πανεπιστημίου του Κουίνσλαντ στην Αυστραλία.
Όπως επισημαίνει σε ενδελεχή του ανάλυση των γνωστών και πιθανών επιπτώσεων του νέου στελέχους του κορωνοϊού, η παραλλαγή Μu – δηλαδή Μι στα ελληνικά – πράγματι φέρει μεταλλάξεις που μπορεί να την κάνουν πιο ανθεκτική έναντι των υπαρχόντων εμβολίων.
Ωστόσο έχει σημασία ότι ενώ κυκλοφορεί εδώ και σχεδόν οκτώ μήνες, δεν φαίνεται να ξεπερνά τη Δέλτα σε εξάπλωση. «Εφόσον η Μu ήταν μια πραγματικά κακή παραλλαγή, θα ανέμενε κανείς να είχαμε ήδη εντοπίσει σχετικές ενδείξεις, και αυτό δεν έχει συμβεί ακόμη», υπογραμμίζει ο Αυστραλός ειδικός.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει χαρακτηρίσει τη Mu «ενδιαφέρουσα μετάλλαξη», προς το παρόν, και όχι «ανησυχητική μετάλλαξη», όπως υπογράμμισε την Πέμπτη στην τακτική ενημέρωση για τον κορωνοϊό στην Αθήνα ο Γκίκας Μαγιορκίνης, μέλος της ελληνικής επιτροπής των εμπειρογνωμώνων.
Διαβάστε επίσης:
Έξι τα κρούσματα της Mu στην Ελλάδα. Πού εντοπίστηκαν
Τι γνωρίζει μέχρι στιγμής ο ΠΟΥ για τη μετάλλαξη Mu
Ακόμη δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να θεωρηθεί ούτε ότι είναι ανησυχητική παραλλαγή, ούτε ότι ακυρώνει τα εγκεκριμένα εμβόλια, τόνισε ο κ. Μαγιορκίνης.
Ωστόσο η Mu έχει κάποια στοιχεία που εντοπίζονται στη μετάλλαξη Άλφα, που είχε πρωτοεντοπιστεί το 2020 στη Μεγάλη Βρετανία, και στη Βήτα, που φέρεται να… κατάγεται από τη Νότια Αφρική.
Όπως και τέσσερις άλλες μεταλλάξεις, η Ήτα, η Γιώτα, η Κάππα και η Λάμδα, έτσι και η Mu φέρει κάποια στοιχεία που δυνητικά μπορεί να την καταστήσουν επικίνδυνη, αλλά ακόμη δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία επ’ αυτού, τονίζει ο κ. Γκρίφιν. Είναι πιθανό η Mu να έχει τέτοιες αλλαγές στη λεγόμενη «πρωτεΐνη ακίδα» της, τον στόχο των εμβολίων δηλαδή, που να την καθιστούν λιγότερο ευάλωτη στα εμβόλια.
«Ωστόσο καθώς τα πρώτα στοιχεία που επικαλείται ο ΠΟΥ προέρχονται μόνο από εργαστηριακές μελέτες, δεν μπορούμε να είμαστε καθόλου βέβαιοι πώς επιδρά η Mu στον πληθυσμό», υπογραμμίζει καθησυχαστικά ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Κουίνσλαντ.
«Χρειαζόμαστε περισσότερη έρευνα για να είμαστε σίγουρα για τη συμπεριφορά της στους ανθρώπους, και αυτή η διαδικασία είναι τώρα σε εξέλιξη», προσθέτει.
«Τα καλά νέα όμως είναι ότι τα εμβόλιά μας προστατεύουν καλά τον πληθυσμό έναντι της συμπτωματικής μόλυνσης και της σοβαρής νόσησης από όλα τα στελέχη του ιού που έχουμε έως τώρα», υπενθυμίζει ο κ. Γκρίφιν.
«Ακόμη κι αν κάποια μετάλλαξη μπορέσει να ελαττώσει υπερβολικά την επίδραση των εμβολίων, μέσα σε 6 με 8 εβδομάδες οι φαρμακευτικές εταιρίες μπορούν να προσαρμόσουν τα εμβόλιά τους να την αντιμετωπίσει και αυτή», αναφέρει ο Αυστραλός επιστήμονας.
Πηγή: The Conversation