Τοπικές Ειδήσεις

“Η Σύμη: Ένας οικισμός απαύγασμα του Ελληνικού πολιτισμού”

του Νικολάου Φαρμακίδη, πολιτικού μηχανικού.

Όταν κάποιος κάθεται στο πλατύ της Παναγιάς του Κάστρου και βλέπει κάτω από τα πόδια του να απλώνεται νωχελικά στο φως του Αυγούστου ο οικισμός της Σύμης, αισθάνεται να τον κατακλύζει ένα αίσθημα ψυχικής ηρεμίας, όπως όταν απλώνεις βάλσαμο πάνω στο σώμα. Αυτό το συναίσθημα δεν είναι τυχαίο, είναι το αποτέλεσμα χιλιάδων χρόνων προσπάθειας του ανθρώπου για επιτύχει την συνύπαρξη με το κόσμο γύρω του, να συγκατοικήσει με τους συνανθρώπους του, να συνυπάρξει με τη φύση. Ας δούμε όμως τα αίτια και τη λογική που δημιούργησε αυτό το ανθρώπινο επίτευγμα.

Πρώτα από όλα όμως, ας ξεκαθαρίσουμε τις έννοιες. Η «λογική» είναι μια διεργασία της σκέψης που στηρίζεται στην παιδεία και όπως την όριζε ο Ησίοδος: «παιδεία είναι όλα αυτά που μας μαθαίνουν οι γιαγιάδες μας». Η λογική λοιπόν, με την οποία κατασκευάστηκε αυτός ο οικισμός στηρίχτηκε στην Ελληνική παιδεία, στις ηθικές αξίες των Ελλήνων, στην ιστορία τους, που όπως έλεγε ο Διόδωρος ο Σικελός στην εποχή του, δηλαδή την εποχή του Χριστού, η ιστορία αυτή είχε ζωή δέκα χιλιάδων ετών. Επειδή εκτός των άλλων θα αναφερθούμε και στο Βυζαντινό δίκαιο (την Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου), πρέπει να σημειώσουμε πως αυτό το δίκαιο είναι οι γραπτοί κανόνες της Ελληνικής ηθικής και των Ελληνικών αξιών ή αλλιώς της «ρωμαίικης παιδείας». Επίσης, πριν πάμε στα ουσιαστικότερα, θα πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε ότι: το «κτίζω ή χτίζω με τη σημερινή του έννοια» θα πει υψώνω επάνω στο έδαφος μια κατασκευή, χρησιμοποιώντας διάφορα οικοδομικά υλικά και η έννοια «κτίριο» θεωρείται η κατασκευή, που αποτελείται από τεχνικά έργα και εγκαταστάσεις και προορίζεται για διάφορες χρήσεις. Στο Βυζαντινό δίκαιο όμως βλέπουμε πως αυτές οι έννοιες έχουν διαφορετική θεώρηση: καινούργιο πράγμα κάμνει κάποιος είτε με το να κτίζει, είτε με το να χαλά και να μεταλλάζει την πρότερη του θεωρία (όψη). Η έννοια του κτίζω σήμερα έχει λοιπόν να κάνει με προσωπικά δεδομένα, άλλωστε αν πας να ζητήσεις ένα φάκελο οικοδομικής άδειας από τη πολεοδομία σου λένε πως είναι προσωπικό δεδομένο. Το Βυζαντινό δίκαιο συνεχίζοντας καθορίζει ότι: είτε δίκαια, είτε άδικα κτίζει κανείς, εμποδίζεται από τους γείτονες, μέχρι να εξεταστεί επιμελώς η υπόθεση. Όταν πρόκειται για «καινοτομία», δηλαδή όταν πρόκειται να κάμει κάποιος καινούργιο κτίριο, απευθύνεται πρώτα στον Κριτή (Πρωτόγερο) και στους γείτονες για να πάρει άδεια. Ας πάμε να δούμε λοιπόν πιο αναλυτικά το τρόπο με τον οποίο κατασκευάστηκε ο οικισμός της Σύμης για να καταλάβουμε και την ουσία του τίτλου που έδωσα στο κείμενο.

Όπως προκύπτει λοιπόν από τους απλούς κανόνες του Βυζαντινού δικαίου, το κτίσιμο μιας κατασκευής ήταν μια κοινωνική διεργασία, μια σχέση με τους γείτονες. Συνεπώς, εκ των πραγμάτων αντικατόπτριζε τις κοινωνικές αξίες των μελών της. Δεν υπήρχαν κανονισμοί και προδιαγραφές, ούτε επιτροπές και Υπηρεσίες. Δηλαδή η οικοδόμηση ενός οικισμού ήταν μια συλλογική απόφαση. Ήταν ένα αποτέλεσμα κοινωνικής συνύπαρξης και δεν επιβάλλονταν από τη λογική του σωστού ή λάθους, όπως απορρέει από γραπτούς κανόνες αλλά από αυτή του καλού ή κακού που μας επιβάλλουν οι ηθικοί κανόνες.

Στη Σύμη λοιπόν υπάρχει ένας οικισμός που δημιουργήθηκε με βάση τις ηθικές αξίες της κοινωνίας της. Όταν το 1971 με μια Υπουργική Απόφαση, αποφασίστηκε η κήρυξη ως ιστορικού τόπου και διατηρητέου μνημείου όλου του αρχιτεκτονικού συνόλου που περιλαμβάνεται εντός της κωμόπολης Σύμης και μάλιστα εντός των ορίων του ισχύοντος ρυμοτομικού σχεδίου της, ήταν γιατί εμφάνιζε καθ’ όλα ένα ιδιαίτερο ιστορικό και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον και αποτελούσε χρησιμότατο στοιχείο για την ιστορία της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής (Αθήνα 23.10.71 ο Υπουργός Κωνσταντίνος Παναγιωτάκης). Τι εννοούσε λοιπόν ο νομοθέτης με αυτή την αιτιολογία; Τι ήταν αυτό που η «πολιτεία» επέβαλε να διατηρήσουμε; Τι θα πει: «χρησιμότατο στοιχείο για την ιστορία της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής»; Ποια είναι αυτή η νεοελληνική αρχιτεκτονική;

Τα σπίτια στη Σύμη στα μάτια του παρατηρητή είναι μια συνάθροιση όμοιων κατασκευών που καμιά δεν μοιάζει με την άλλη. Σου δίνουν την εντύπωση ενός πλήθους από ανθρώπους μαζεμένους σε ένα χώρο, που από μακριά μοιάζουν μεταξύ τους γιατί είναι άνθρωποι αλλά κανένας δεν είναι ακριβώς ίδιος με τον άλλο. Λιγότερο ή περισσότερο ψηλοί, λιγότερο οι περισσότερο χοντροί, λιγότερο ή περισσότερο φινετσάτοι κλπ. Όμως κανένας δεν είναι αντίγραφο του άλλου, εκτός από κάποιους δίδυμους. Το ίδιο λοιπόν παρατηρούμε και στα σπίτια της Σύμης, όπου κανένα δεν είναι ίδιο με το άλλο, εκτός από τα λεγόμενα αδελφομοιράδια. Υπάρχουν κάποιες ελάχιστες και κυρίως νεότερες εξαιρέσεις, που όμως φαίνονται σαν ψεύτικα και δεν έχουν σχέση με τον οικισμό. Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία των κτιρίων δεν αντιγράφονται. Είναι σχεδόν αδύνατο να δεις δύο εξώστες με τις ίδιες διαστάσεις, παράθυρα η πόρτες με τις ίδιες διαστάσεις. Πουθενά δεν υπάρχει συμμετρία και τίποτε δεν μοιάζει με το δίπλα του. Όμως είναι ένα σύνολο, είναι ένα έργο σε ανθρώπινη κλίμακα, αφού βρίσκεται σε πλήρη ισορροπία με τον άνθρωπο και την ψυχή του. Έχει αυτό που οι Έλληνες έλεγαν «ευμετρία».

Αυτό το αποτέλεσμα όμως, δεν είναι εύκολο να επαναληφθεί σήμερα, γιατί οι αξίες έχουν χάσει την έντασή τους και τα περισσότερα γίνονται στη λογική του προσωπικού συμφέροντος και των προσωπικών δεδομένων. Κατά κανόνα δεν υπάρχουν πια «έργα», «δημιουργίες ενός καλλιτέχνη», αλλά προϊόντα που ανταποκρίνονται στα αισθήματα του αγοραστή, που η μόνη αξία τους είναι οικονομική, δηλαδή η αξία καθορίζεται στις αγορές και δεν αντιπροσωπεύει τον δημιουργό. Σήμερα, κατά κανόνα ότι δεν έχει αγοραστική αξία είναι άχρηστο, είναι «σκουπίδι» για πέταμα. Εκ των πραγμάτων λοιπόν δεν ενδιαφέρει σχεδόν κανέναν μια κοινωνική συνύπαρξη αλλά μόνο η προσωπική ανέλιξη. Ένας οικισμός στα σημερινά δεδομένα δεν μπορεί να «ισοπεδώνει» τη προσωπικότητα του σημερινού κατά κανόνα εγωκεντρικού ανθρώπου, αλλά οι περισσότεροι αποζητούν τη διαφοροποίηση.

Κατά συνέπεια έχουμε εισάγει μια «Αρχιτεκτονική» λογική που είναι γεμάτη με αναγεννησιακούς κανόνες. Κανόνες που μας επιβάλλονται με μια υπηρεσιακή λογική, όπου η κάθε λεπτομέρεια θα πρέπει να υπακούει σε προκαθορισμένα και άσχετα με τη τοπική κοινωνία πρότυπα. Αυτή είναι πια η μοναδική πρακτική που μπορούμε να καταλάβουμε. Η «τέχνη» στην αρχαία Ελλάδα είχε κοινωνικούς στόχους. Το άγαλμα δεν ήταν αντικείμενο λατρείας, όπως δεν είναι και μια βυζαντινή εικόνα. Και τα δύο αυτά είναι πρότυπα για την ηθική ολοκλήρωση του ανθρώπου. Η διαφορά τους είναι ο τρόπος θεώρησης του ηθικού στόχου. Το άγαλμα με το τέλειο σώμα του ήταν ο στόχος στον οποίο έπρεπε να αποβλέπει ο κοινός άνθρωπος. Ήταν το ηθικό και πνευματικό του μοντέλο. Η βυζαντινή εικόνα έχει ένα άλλο στόχο, τη συγκρατημένη ζωή που με σοφία φτάνει στη θρησκευτική μέθεξη. Το πετυχαίνει με την αντίστροφη προοπτική, την ξερακιανή μορφή και τη σοφία του Αγίου που την κρατά στο χέρι του με ένα ειλητάριο.

Οτιδήποτε λοιπόν έφτιαχναν οι Έλληνες στηρίζονταν στους νόμους της φύσης και στους θεϊκούς κανόνες, που χαρακτήριζαν και τη κοινωνία τους. Ο γλύπτης όπως και ο μάστορας,

έφτιαχναν τα έργα τους έχοντας στα χέρια την «πεντάλφα» και τον «διαβήτη». Η πεντάλφα καθόριζε τους κανόνες και ο διαβήτης ήταν το εργαλείο για την υλοποίηση τους. Η έννοια «μέτρο», στα ελληνικά θα πει: ακτίνα του κύκλου. Ο διαβήτης λοιπόν ήταν το μέτρο για να αντιγράφουν τους κανόνες της πεντάλφας, δηλαδή τους κανόνες της «χρυσής τομής» στις σχέσεις των ευθυγράμμων τμημάτων και στις μεταξύ τους γωνίες.

Το παράλληλο και το κάθετο ήταν δύο σχέσεις προς αποφυγή και χρησίμευαν μόνο για τις στατικές ανάγκες του κτιρίου, ενώ οι γωνίες της πεντάλφας έδιναν «κίνηση» στα έργα τους. Η συμμετρία και η αντιγραφή των διαφόρων στοιχείων του έργου ήταν έξω από κάθε λογική. Με τα δεδομένα λοιπόν αυτά ένας αρχιτέκτονας κατασκεύαζε όμοια πράγματα, αλλά όχι αντίγραφα. Από το πιο απλό αρχιτεκτονικό στοιχείο μέχρι το συνολικό οικοδόμημα δεν επαναλαμβάνονταν πουθενά. Δεν υπήρχαν σταθερότυπα και απόλυτοι κανόνες, αλλά σχέσεις και αναλογίες όπως είναι φτιαγμένη και η φύση. Έτσι το έργο ήταν ένα έργο της φύσης και κατ’ επέκταση είχε μια «ανθρώπινη» κλίμακα.

Ακόμα και όταν συγκρίνει κανείς σε φωτογραφίες μια σύγχρονη πόλη και ένα οικισμό όπως η Σύμη, η Βενετία κλπ. θα δει τον εσωτερικό του κόσμο να αλλάζει. Από το άγχος στην ηρεμία. Το σύνθημα της Biennale d’Architettura της Βενετίας είναι: «How will we live together?». Εγώ διερωτώμαι: μήπως γυρίζοντας στα παλιά; Η Σύμη λοιπόν, ένας οικισμός, που όπως λέει και η επικεφαλίδα ήταν απαύγασμα της κοινωνίας της, πρέπει να μείνει έτσι. Πρέπει να μελετηθεί με αυτό το πρίσμα. Επειδή όλα πια όμως γίνονται με τη διαδικασία των κανόνων, οι κανόνες που θα καθοριστούν θα πρέπει να διατηρήσουν τη λογική αυτού του οικισμού, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της νεοελληνικής (βυζαντινής) αρχιτεκτονικής. Να μην μεταμορφωθεί λοιπόν σε μια καρικατούρα του εαυτού του, όπως έβλεπε ο Νίτσε κάθε προσπάθεια μίμησης του ελληνικού πολιτισμού στο έργο του: «η γέννηση της Τραγωδίας».

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου