Aκόμη μια πτυχή του τραπεζικού σκανδάλου που εκτυλίχθηκε στο υποκατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας στη Ρόδο θα απασχολήσει το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου στην προσεχή του συνεδρίαση.
Ομόρρυθμος εταίρος επιχείρησης που δραστηριοποιείται στο χώρο της εμπορίας σιδήρου, καφέ και εκχυλισμάτων, που ενεπλάκη σε απίθανες δικαστικές περιπέτειες, διότι, όπως υποστηρίζει, «χρησιμοποιήθηκε λογαριασμός του αλλά και έντυπα αναλήψεων που είχε υπογράψει εν λευκώ καλή τη πίστει σε παράνομες ενέργειες», διεκδικεί με αγωγή του αποζημίωση συνολικού ύψους 1.950.000 ευρώ από μια πρώην τραπεζική υπάλληλο και 2.000.000 ευρώ από την τράπεζα.
O επιχειρηματίας διεκδικεί τα ανωτέρω ποσά για ηθικές βλάβες, που, όπως υποστηρίζει, υπέστη από προσβολή της προσωπικότητάς του καθώς με υπαιτιότητα δύο υπαλλήλων της τράπεζας (ο ένας έχει αποβιώσει) υποστηρίζει ότι βρέθηκε στην δυσάρεστη θέση να εμφανίζεται ως συνυπαίτιος άδικων πράξεων που τέλεσαν και ύποπτος για συνέργια σ’ αυτές από την τράπεζα που στράφηκε ενάντιον του με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για την συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας του, με μηνυτήρια αναφορά αλλά και με αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Pόδου.
O επιχειρηματίας είχε πετύχει εξάλλου με απόφαση του Mονομελούς Πρωτοδικείου Pόδου να μην κατασχεθεί συντηρητικά η περιουσία του, ενώ κατόρθωσε να συναντηθεί με τον καταζητούμενο πρώην διευθυντή της τράπεζας στην Oμόνοια της Aθήνας και να εξασφαλίσει εξώδικη ομολογία του για τα όσα διέπραξε εις βάρος του.
Στην αγωγή, που υπέβαλε ο επιχειρηματίας, υποστηρίζει ότι για τις ανάγκες των εταιρικών δραστηριοτήτων του από το έτος 2002 διατηρούσε στο όνομα της ομόρρυθμης εταιρείας που εκπροσωπεί αλληλόχρεο λογαριασμό με πιστωτικό όριο ύψους 88.000 ευρώ.
Στα πλαίσια των τραπεζικών του συναλλαγών ερχόταν σε συχνή επαφή τόσο με τους δύο υπαλλήλους, καθόσον οι υπογραφές τους υποχρεωτικά ετίθεντο σ’ όλα τα παραστατικά των τραπεζικών του δοσοληψιών.
Tον Αύγουστο του 2002 ο πρώην διευθυντής, όπως ισχυρίζεται, τον κάλεσε στο γραφείο του και τον προέτρεψε να ανοίξει ένα λογαριασμό Ταμιευτηρίου. Μετά από λίγες ημέρες φέρεται να τον κάλεσε εκ νέου στο γραφείο του και παρουσία της προϊσταμένης συναλλαγών του ζήτησε, προς δική του διευκόλυνση, να υπογράψει κάποιες αποδείξεις ανάληψης. Στα μέσα Σεπτεμβρίου 2004 του επιδόθηκε από την τράπεζα η από 14 Σεπτεμβρίου 2004 εξώδικη κλήση – όχληση – προειδοποίηση διά της οποίας γενικόλογα «ενημερωνόταν» ότι πιστώθηκε αχρεωστήτως στον άνω λογαριασμό Ταμιευτηρίου του το ποσό των 309.000 ευρώ, το οποίο εκείνος δήθεν ανέλαβε σταδιακά αρχής γενομένης από 4-9-2002.
Tην 1η Nοεμβρίου 2004, όπως επισημαίνει, του κοινοποιήθηκε η από 26 Oκτωβρίου 2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Λαϊκής Τράπεζας εναντίον του, με την οποία εζητείτο η συντηρητική κατάσχεση του συνόλου των περιουσιακών του στοιχείων.
Κύρια νομική βάση της παραπάνω αίτησης αποτελούσε ο ισχυρισμός της τράπεζας περί τέλεσης αδικοπραξίας – υπό τη μορφή της συνέργιας – σε βάρος της και συγκεκριμένα ότι κατόπιν, μεταξύ άλλων, της παράτυπης και παράνομης πίστωσης, με ενέργειες του τότε διευθυντή του καταστήματος Ρόδου, σε λογαριασμό Ταμιευτηρίου του οποίου είναι δικαιούχος, χρηματικών ποσών που προέρχονταν αφενός μεν από τραπεζικές επιταγές, που είχαν εκδοθεί σε διαταγή ενός επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στη Μεσαιωνική Πόλη και αφετέρου από μετρητά που είχε καταθέσει το ίδιο ως άνω πρόσωπο στην παραπάνω Τράπεζα.
O επιχειρηματίας υποστηρίζει στην μήνυσή του ότι κατά τη συζήτηση της προσωρινής διαταγής την 26η Oκτωβρίου 2004 του επιδείχθηκαν για πρώτη φορά τα σχετικά 33 παραστατικά (ανάληψης και μεταφοράς) εκ των οποίων 32 έφεραν την υπογραφή του, πλην του από 14 Oκτωβρίου 2002 εντύπου μεταφοράς, ποσού 60.000 ευρώ.
Iσχυρίζεται ότι όταν αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί, ότι δηλαδή του είχαν υφαρπάσει με δόλιο τρόπο υπογραφές που τον καθιστούσαν αυτουργό ανάληψης των αντίστοιχων ποσών, κατάφερε να επικοινωνήσει – μέσω της συζύγου του – με τον καταζητούμενο τότε πρώην διευθυντή, τον οποίον και έπεισε να συναντηθούν σε κεντρικό σημείο της Αθήνας (Oμόνοια)!!.
Εκεί, όπως τονίζει, ο πρώην διευθυντής, που όπως προαναφέρθηκε έχει αποβιώσει, του υπέγραψε μία δήλωση, με την οποία προσπάθησε να ελαφρύνει κατά το δυνατόν τη θέση του, πλην όμως περιέχει δύο κρίσιμα στοιχεία για την απόδειξη της μη εμπλοκής του στην υπόθεση, και ειδικότερα ότι ο ίδιος του είχε παραδώσει τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά που κάλυψαν τους εταιρικούς λογαριασμούς και ότι κανένα περιουσιακό όφελος δεν είχε από τις παράνομες συναλλαγές των υπαλλήλων.
Ισχυρίστηκε ότι οι δύο υπάλληλοι, βάσει οργανωμένου σχεδίου και χρησιμοποιώντας, λόγω της θέσης και της εμπειρίας τους, ιδιαίτερα τεχνάσματα, από κοινού τον παρέπεισαν να ανοίξει ατομικό λογαριασμό Ταμιευτηρίου, να υπογράψει ελάχιστο αριθμό εντύπων ανάληψης ισχυριζόμενοι ότι αυτό γίνονταν προς διευκόλυνσή τους και για την ευχερέστερη λειτουργία των τραπεζικών του συναλλαγών, υφάρπασαν τουλάχιστον είκοσι επτά ή είκοσι οκτώ υπογραφές του σε έντυπα ανάληψης και μεταφοράς με τη μέθοδο της εν αγνοία του υπογραφής επιπλέον εγγράφων, πίστωσαν εν αγνοία του παράνομα και αντισυμβατικά αχρεωστήτως ποσά που δεν του ανήκαν, πλαστογράφησαν από κοινού παραστατικά, νόθευσαν αυτά συμπληρώνοντας εν αγνοία του ιδιοχείρως τα αναγκαία για την ανάληψη των σχετικών ποσών στοιχεία, έθεσαν τις υπογραφές τους σ’ αυτά και προσπόρισαν στους εαυτούς τους περιουσιακό όφελος.
Στην αγωγή του ο επιχειρηματίας ωστόσο αποδίδει ευθύνες στην διοίκηση της τράπεζας υποστηρίζοντας ότι δεν ασκούσε τον προσήκοντα εποπτικό ρόλο στους κατηγορούμενους υπαλλήλους της και ότι φέρει αστική ευθύνη για τις παράνομες πράξεις τους.
Σημειώνεται ότι η πρώην τραπεζική υπάλληλος έχει κριθεί αθώα στη συγκεκριμένη υπόθεση από το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων.