Τοπικές Ειδήσεις

Το Στρατόπεδο Συγκέντρωσης των 300 Δωδεκανήσιων Ελλήνων Υπηκόων – CONCENTRAMENTO

Νωρίς το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Ιωάννης Μεταξάς χωρίς δισταγμό είπε «όχι» στην παράλογη απαίτηση των Ιταλών που τον επισκέφτηκαν και του ζήτησαν να τους παραδώσει την χώρα χωρίς πόλεμο.

Επιμέλεια: Ελένη Γλεντή
Την ίδια ώρα στη Ρόδο και στα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου οι Ιταλοί Καραμπινιέροι χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών και σήκωναν από τον ύπνο τους Δωδεκανήσιους Έλληνες υπηκόους, ηλικίας από 18 έως 60 ετών και τους οδηγούσαν στα Αστυνομικά Τμήματα χωρίς να τους δώσουν καμία εξήγηση. Εγκληματίες δεν ήταν σίγουρα, ήταν όμως πολίτες της Δωδεκανήσου που διατηρούσαν την Ελληνική Ιθαγένεια. Μετά την καταγραφή τους στα Αστυνομικά Τμήματα οδηγήθηκαν στην τάφρο του κάστρου, στο τμήμα από την πύλη του Αγ. Αθανασίου (κοντά στον Αγ. Φραγκίσκο) έως την γέφυρα της πύλης Ντ’ Αμπουάζ όπου δημιουργήθηκε ένα πρόχειρο στρατόπεδο συγκέντρωσης το οποίο οι Ιταλοί αποκαλούσαν CONCENTRAMENTO και έτσι έμεινε γνωστό μέχρι σήμερα.


Οι Έλληνες υπήκοοι των άλλων νησιών της Δωδεκανήσου φορτώθηκαν σε πλοία και στάλθηκαν στη Ρόδο για να εγκλειστούν και αυτοί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στην ουσία ήταν ένα κολαστήριο θανάτου, με σκουπίδια, ψόφια ζώα, φίδια και ποντίκια που φώλιαζαν στα τείχη. Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτό το χώρο στοιβάχτηκαν 300 άνθρωποι σε πρόχειρα αντίσκηνα ανά 6, ενώ η χωρητικότητα τους ήταν για 2 μόνο άτομα. Οι καιρικές συνθήκες πολύ άσχημες, κρύο, βροχή, λάσπες, αέρας και το φαγητό ελάχιστο και πολύ κακής ποιότητας. Το πρόβλημα ήταν μεγαλύτερο για τους ηλικιωμένους που δεν άντεχαν τις κακουχίες σε αντίθεση με τους νέους που έβρισκαν τρόπους να το διασκεδάσουν. Κάπου εδώ όμως θα βάλω μια άνω τελεία για να αφήσω αυτούς που έζησαν τα γεγονότα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης να αφηγηθούν τα όσα οι ίδιοι βίωσαν εκεί.
Τον Οκτώβριο του 2000 σκέφτηκα να καταγράψω τις μαρτυρίες και τις μνήμες τριών ανθρώπων που σε νεαρή ηλικία κρατήθηκαν στο CONCENTRAMENTO. Εκείνη τη χρονιά συμπληρώθηκαν 60 χρόνια από τον εγκλεισμό τους. Πρόκειται για ανθρώπους που σήμερα δεν είναι στη ζωή και συγκεκριμένα τον Σάββα Μαμαλίγκα, τον Σταύρο Μαλανδράκη και τον Γεράσιμο Ζησιμάτο που δέχτηκαν την πρότασή μου να μου πουν την ιστορία τους και τα όσα έζησαν μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στις δύσκολες εκείνες ημέρες της Ιταλικής κατοχής.


ΣΑΒΒΑΣ ΜΑΜΑΛΙΓΚΑΣ:
Νιώθω συγκινημένος γιατί 60 χρόνια μετά είμαι στον χώρο που εγώ και άλλοι 300 άνθρωποι ζήσαμε δύσκολα σε ένα περιβάλλον κρύο και εχθρικό. Βλέπαμε τους μεγάλους να υποφέρουν αλλά και αυτούς που ήρθαν από τα νησιά και δεν είχαν συγγενείς εδώ για να του φέρουν ένα πιάτο φαγητό και ένα ζεστό ρούχο.
Το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου 1940 οι Καραμπινιέροι χτύπησαν την πόρτα μας και μου είπαν να ετοιμαστώ για να φύγουμε. Με πήγαν στο Αστυνομικό Τμήμα και ανησύχησα παρ’ όλο που ήξερα ότι δεν είχα κάνει κάτι κακό. Μετά μας μετέφεραν στην τάφρο και τότε καταλάβαμε ποιος ήταν ο λόγος. Μας οδήγησαν σε κάτι άθλιες σκηνές στοιβαγμένους ανά 6 άτομα ενώ οι σκηνές ήταν για 2. Εκείνη τη χρονιά αν και ήταν ακόμα Οκτώβριος έκανε κρύο και έβρεχε συχνά. Έπρεπε όμως να επιβιώσουμε. Εγώ για να τους παρηγορώ έκανα τον «παπά» και έψαλλα κάποια τροπάρια που ήξερα. Είχαμε και χορωδία μαζί με τον Δοξόπουλο και τον Μιχάλη τον Κωβαίο που αργότερα έγινε παπάς, όταν τελείωσε η σκλαβιά μας. Τα βράδια πάλι τραγουδούσαμε πατριωτικά τραγούδια και εγώ έπαιζα με την κιθάρα μου. Βρέθηκε όμως ένας και μας κάρφωσε στον αρχηγό του στρατοπέδου τον Ερρίκο Μπάρμαν, που ήξερε ελληνικά γιατί η μάνα του ήταν Ελληνίδα. Μετά τις παρατηρήσεις που μας έκανε έφυγε χωρίς να μας τιμωρήσει όμως μια άλλη φορά που πάλι μας έπιασε να τραγουδούμε, μου έσπασε με τις μπότες του την κιθάρα μου. Αυτός, λοιπόν, ο Μπαρμαν όταν απελευθερωθήκαμε πολλά χρόνια μετά ήρθε στο μαγαζί μου και ζήτησε συγγνώμη που έσπασε την κιθάρα μου και είπε ότι με κάρφωσαν γιατί κορόιδευα τον Μουσολίνι με τα τραγούδια μου και αν ήθελε μπορούσε τότε να με περάσει στρατοδικείο. Τον ρώτησα ποιος με κάρφωσε και μου είπε ότι ήταν κάποιος που άφηνε σημειώματα για ό,τι κάναμε και τα έβαζε ανάμεσα στις πέτρες στο τείχος και από εκεί τα έπαιρνε ο λοχίας του στρατοπέδου και του τα πήγαινε στο γραφείο του.



ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΗΣΙΜΑΤΟΣ:
Εγώ ήμουν στο ξενοδοχείο του πατέρα μου, το οποίο στη συνέχεια καταστράφηκε από βομβαρδισμό. Μας συνέλαβαν και μας πήγαν στο Αστυνομικό Τμήμα και από εκεί στην Τάφρο. Δεν φοβήθηκα, ήταν τόσος ο ενθουσιασμός μας και η αγάπη μας για την πατρίδα μας που θεωρούσαμε τιμή που μας συνέλαβαν. Οι συνθήκες στο στρατόπεδο ήταν άθλιες αλλά εμάς τους νέους δεν μας φόβιζαν, το πρόβλημα ήταν για τους μεγάλους που δεν άντεχαν τις κακουχίες.
Ο Σάββας είχε μαζί του την κιθάρα του, έπαιζε και τραγουδούσε τραγούδια της Βέμπο κάτω από την μύτη των Ιταλών φρουρών μας. Τα φαγητά ήταν χάλια. Μάγειρας ήταν ένας Ιταλός που τον φώναζαν «Ο μαέστρος», είχε ξενοδοχείο δίπλα από του πατέρα μου. Αυτός, λοιπόν, ανέλαβε το φαγητό μας. Μας έφερνε σούπα με 5-6 μακαρονάκια ή λόπια σκέτο νερό, βραστό δηλαδή. Όμως αυτός πλούτησε από το CONCENTRAMENTO και έχτισε ξενοδοχείο εκεί που είναι σήμερα η Τουριστική Αστυνομία. Επιστρέφω στο φαγητό μας, ό,τι ζώα ψοφούσαν γαϊδούρια, μουλάρια, τα έκαναν σούπα και μας τα τάιζαν. Τρώγαμε και βρίσκαμε τα δόντια ζώων στην καβέτα μας (καραβάνα). Κάποιοι τα έκαναν κομπολόγια για να περνά η ώρα. Θέλω να πω για τον Μπάρμαν, τον αρχηγό του στρατοπέδου μας. Ο πατέρας του ήταν Γερμανός. Εκείνη την εποχή πριν από τον πόλεμο είχαν εγκατασταθεί στη Ρόδο πολλοί ξένοι Γάλλοι, Ιταλοί, Γερμανοί και είχαν κάνει παροικία στη Ρόδο και έκαναν διάφορες δουλειές. Η μάνα του Μπάρμαν ήταν Ελληνίδα, ο ίδιος φοίτησε στην Ιταλική Σχολή στο κτήριο της Ακαδημίας και έμαθε πολλές ξένες γλώσσες και ελληνικά.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΑΛΑΝΔΡΑΚΗΣ:
Εγώ ήμουν 18 χρονών όταν οι Ιταλοί αστυνομικοί ήρθαν στο σπίτι μας και πήραν τον πατέρα μου, τον θείο μου, εμένα και αργότερα τον αδελφό μου όταν συμπλήρωσε τον Γενάρη τα 18.
Εδώ που είμαστε σήμερα ήταν μια κόλαση που δεν περιγράφεται λάσπες, αγριόχορτα, φίδια, ποντίκια και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί. Δεν υπήρχαν τουαλέτες, στις σκηνές των 2 ατόμων μέναμε 6. Όσο για το φαγητό ήταν σούπα από ψόφια ζώα χωρίς λάδι, κάποιοι μάζευαν τα δόντια και έκαναν κομπολόγια και άλλα σουβενίρ.
Το κρύο ήταν τσουχτερό και έβρεχε συχνά με αποτέλεσμα να γεμίζουν νερά οι σκηνές μας και να βρέχονται τα ρούχα μας. Θυμάμαι ότι οι άνθρωποι από τα νησιά δεν είχαν κανένα να τους φροντίσει και έμεναν νηστικοί. Όμως δεν τους αφήναμε να υποφέρουν. Από το φαγητό που μας έφερναν οι δικοί μας τους δίναμε το μισό.

Θέλω να σας πω ότι η κ. Καταλειφού μας έφερνε συχνά ντολμαδάκια και μέσα τύλιγε χαρτάκια και έτσι μαθαίναμε τα νέα από τον έξω κόσμο χωρίς να παίρνουν χαμπάρι οι Ιταλοί. Έρχονταν όμως κάθε μέρα και ο Σάββας Ασπράκης και μας έλεγε τα νέα από το μέτωπο και τις νίκες μας στην Αλβανία. Ο πατέρας μου ήταν ο άτυπος δήμαρχος του στρατοπέδου και φρόντιζε για όλους. Κάποτε ήρθε ο Καπετάν Λούκας ο οποίος ήταν συνταγματάρχης και ο πατέρας μου τον γνώριζε από παλιά. Όταν είχε έρθει στην Ρόδο ήταν λοχαγός. Τότε μια μέρα ήρθε για να κάνει έλεγχο στο στρατόπεδο, ο πατέρας μου πήρε θάρρος και πήγε και τον συνάντησε στο γραφείο του και του είπε για την άθλια κατάσταση που ζούσαμε, αλλά και το πόσο υπέφεραν οι ηλικιωμένοι από τις κακουχίες. Του ζήτησε να βρεθεί ένας άλλος χώρος για να μεταφερθούμε με πιο ανθρώπινες συνθήκες. Εκείνος λοιπόν υποσχέθηκε ότι θα μας πάει στα «Καβαλίνια» ήταν ο χώρος που έβαζαν οι Ιταλοί τα άλογα τους και ήταν χάλια (ο χώρος αυτός είναι πίσω από το Δημαρχείο). Ο πατέρας μου φρόντισε να υπάρχει ηρεμία στο στρατόπεδο και όταν έφερναν τα καλάθια με τα φαγητά απ’ έξω φρόντιζε να βγάζει μερίδες για τους νησιώτες. Τα φαγητά τα έφερναν 10-15 οικογένειες της Ρόδου που είχαν την δυνατότητα και έτσι ζήσαμε και εμείς.
Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΤΑ «ΚΑΒΑΛΙΝΙΑ».
ΣΑΒΒΑΣ ΜΑΜΑΛΙΓΚΑΣ:
Για να πάμε στο κάτω στρατόπεδο χρειάστηκε να δουλέψουμε σκληρά για να το καθαρίσουμε από τα περιττώματα των αλόγων, όμως οι συνθήκες ήταν πολύ άσχημες, οι Ιταλοί φρουροί μάς χτυπούσαν με συρματένια μαστίγια μέχρι να ματώσουμε και δεν μας άφηναν να σκουπιστούμε. Φορούσαμε ξύλινα παπούτσια και το φαγητό ήταν το ίδιο χάλια, βλέπαμε όμως πιο συχνά τους δικούς μας και ελπίζαμε.

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΗΣΙΜΑΤΟΣ:
Στα «Αλογάκια» μας έφερναν τις μεγάλες γιορτές τον παπα-Αναστάση και τον παπα-Κυριάκο και έκαναν κανονική λειτουργία, ενώ μπορούσαμε να μεταλάβουμε αν θέλαμε. Κάποιοι κρατούμενοι προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να βγουν έξω. Είχαμε έναν ο οποίος έβαλε σκόρδα κάτω από τις μασχάλες του και ανέβασε πυρετό 40, τον πήγαν στο νοσοκομείο και εκεί κατάλαβαν οι γιατροί από τη μυρωδιά του σκόρδου τι είχε γίνει και τον γύρισαν πίσω αφού τον έδειραν οι φρουροί.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΑΛΑΝΔΡΑΚΗΣ:
Στο κάτω στρατόπεδο είχαμε τη δυνατότητα να κάνουμε διάφορα χειροτεχνήματα γιατί υπήρχαν κάποια εργαλεία και ξύλα. Όσοι λοιπόν μπορούσαν έκαναν διάφορα έργα μετά τα πουλούσαν, εγώ δεν τα κατάφερνα όμως έβλεπα τους άλλους. Κάποτε αρρώστησα και με άφησαν να πάω σπίτι μου μέχρι να γίνω καλά. Με παρακολουθούσαν οι γιατροί Λάζαρος Τηλιακός κι Συμεών Λαμπαδάριος. Όμως σε λίγες ημέρες ήρθαν και με πήραν πριν ακόμα γίνω καλά και μαζί πήραν και τον μικρότερο αδερφό μου γιατί είχε συμπληρώσει τα 18. Αυτή ήταν η ζωή μας στα στρατόπεδα αλλά ξέραμε ότι η ελευθερία πλησιάζει και παίρναμε κουράγιο. Εύχομαι στο μέλλον να μην υπάρξουν τέτοιες καταστάσεις. Αυτή είναι λοιπόν πολύ σύντομα η ιστορία του CONCENTRAMENTO όπως την αφηγήθηκαν τρεις άνθρωποι που κρατήθηκαν σ’ αυτό. Σίγουρα το στρατόπεδο συγκέντρωσης υπήρξε ορόσημο στην ιστορία του τόπου μας και η αρχή του τέλους της ξένης κατοχής στα Δωδεκάνησα για 6 και πλέον αιώνες.
Για να τιμηθούν οι 300 άνθρωποι που κρατήθηκαν στο στρατόπεδο με πρωτοβουλία του Συνδέσμου Εφέδρων Αξιωματικών Δωδεκανήσου σε συνεργασία με την Ροδιακή Λέσχη έστησαν μνημείο 50 χρόνια από την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου στο χώρο που οδηγεί από την εκκλησία του Αγ. Φραγκίσκου προς την πύλη του Αγ. Αθανασίου που ήταν η είσοδος του στρατοπέδου.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου