Να παραμείνουν ανοιχτά τα σχολεία με τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης της Covid-19 ζήτησε σήμερα από τα κράτη μέλη, ο ΠΟΥ Ευρώπης, καθώς η περιοχή, όπως ανέφερε, παρουσιάζει για τέταρτη συνεχόμενη εβδομάδα αυξανόμενη μετάδοση του κορονοϊού, αντιπροσωπεύοντας το 57% των νέων κρουσμάτων στον κόσμο.
Όπως ανέφερε ο επικεφαλής του ΠΟΥ Ευρώπης Δρ. Χανς Κλούγκε, την περασμένη εβδομάδα και με τον χειμώνα να πλησιάζει γρήγορα, περισσότερες από τις μισές από τις 53 χώρες της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας ανέφεραν αξιοσημείωτη αύξηση στα ποσοστά μόλυνσης από τον COVID-19 σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Ενώ τα νέα κρούσματα αυξήθηκαν κατά 18% στην Περιφέρεια, πέντε άλλες Περιφέρειες της ΠΟΥ ανέφεραν μείωση. Αυτό πυροδότησε αντιδράσεις από τις εθνικές και τοπικές αρχές. Έτσι συνολικά 45 χώρες και περιοχές συνιστούν τα σχολεία να παραμείνουν ανοιχτά για διαπροσωπική μάθηση με πρόληψη και έλεγχο λοιμώξεων, ενώ 7 χώρες επέλεξαν το πλήρες ή μερικό κλείσιμο των σχολείων, είτε σε εθνικό είτε σε υποεθνικό επίπεδο, ενώ 2 συνιστούν την εξ αποστάσεως εκπαίδευση.
«Η διακοπή της εκπαίδευσης των παιδιών πρέπει να είναι η τελευταία λύση», είπε ο Δρ. Κλούγκε, «και το μήνυμά είναι ξεκάθαρο, πως «εάν και όταν επιβληθούν περιορισμοί για τη μείωση ή τον έλεγχο της μετάδοσης, τα σχολεία θα πρέπει να είναι τα τελευταία σημεία που θα κλείσουν τις πόρτες τους και τα πρώτα που θα ανοίξουν ξανά». Συμπλήρωσε λέγοντας πως «το εκτεταμένο κλείσιμο των σχολείων του περασμένου έτους, που διατάραξε την εκπαίδευση εκατομμυρίων παιδιών και εφήβων, προκάλεσε περισσότερο κακό παρά καλό, ειδικά στην ψυχική και κοινωνική ευημερία των παιδιών. Δεν μπορούμε να επαναλάβουμε τα ίδια λάθη».
Αντί να κλείσουν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ο ΠΟΥ συνιστά μια ολιστική προσέγγιση στην κοινωνία για τη μείωση της μετάδοσης μέσω ενός ευρέος φάσματος μέτρων, ανάλογα με το επίπεδο μετάδοσης και τα προληπτικά μέτρα, όπου εμφανίζεται η μετάδοση. Αυτό περιλαμβάνει μέτρα σε σχολικά περιβάλλοντα όπου καθοριστικό ρόλο θα διαδραματίσουν η φυσική απόσταση, ο συχνός καθαρισμός των χεριών, η χρήση μάσκας, ο επαρκής αερισμός στις τάξεις και η αυξημένη πρόσβαση στις εξετάσεις.
«Για να μειωθεί ο αντίκτυπος της COVID-19 τους επόμενους μήνες» τονίζει ο Π.Ο.Υ, «είναι ζωτικής σημασίας οι αποφάσεις των κυβερνήσεων και του κοινού να βασίζονται σε δεδομένα και στοιχεία, η επιστήμη πρέπει να υπερισχύσει της πολιτικής, τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των παιδιών πρέπει να παραμείνουν προτεραιότητα, ειδικά τώρα που ορισμένες χώρες βλέπουν μια έξαρση στη μετάδοση».
Εκτός από τον εμβολιασμό των πληθυσμιακών ομάδων προτεραιότητας και των δασκάλων, ο ΠΟΥ και η Ευρωπαϊκή Τεχνική Συμβουλευτική Ομάδα Εμπειρογνωμόνων για την Ανοσοποίηση συνιστούν τον εμβολιασμό σε παιδιά ηλικίας 12-17 ετών που έχουν υποκείμενα νοσήματα ή σε άτομα που έρχονται σε επαφή με ανοσοκατεσταλμένους ενήλικες. Συνιστά επίσης τη χρήση του εμβολίου Pfizer/BioNTech για παιδιά ηλικίας 12-17 ετών. Για παιδιά κάτω των 12 ετών, ο ΠΟΥ θα εκδώσει περαιτέρω οδηγίες σχετικά με τη χρήση εμβολίων όταν και αφού προκύψουν νέα στοιχεία από δοκιμές εμβολίων.