Το πέμπτο κύμα της πανδημίας θα έρθει και θα είναι το κύμα της παραλλαγής «Όμικρον», εκτιμά ο πρόεδρος του Ινστιτούτου «Ρόμπερτ Κοχ» Λόταρ Βίλερ, τονίζοντας ότι ο σημαντικότερος τρόπος να γίνει επίπεδο το νέο κύμα είναι ο άμεσος περιορισμός των κρουσμάτων, μέσω του εμβολιασμού και των μέτρων προστασίας.
Ο κ. Βίλερ επισημαίνει ακόμη ότι με τον ενισχυτικό εμβολιασμό η προστασία από τη μόλυνση φθάνει στο 75% και υπογραμμίζει ότι είναι ξεκάθαρα προτιμότερο η ανοσία να επιτευχθεί με το εμβόλιο από ό,τι με τη μόλυνση. Σε ό,τι αφορά την ενδεχόμενη υποχρέωση εμβολιασμού, σημειώνει ότι «η ζωή και η υγεία εκατομμυρίων ανθρώπων είναι πιο πολύτιμες από ό,τι η προστασία των ατόμων από μια ένεση».
«Η Όμικρον θα εξαπλωθεί πολύ γρήγορα, θα έρθει το πέμπτο κύμα. Εάν καταφέρουμε να μειώσουμε σημαντικά το τρέχον επίπεδο κρουσμάτων, έχουμε την ευκαιρία να διατηρήσουμε το “κύμα Όμικρον” επίπεδο», δηλώνει ο επικεφαλής του γερμανικού επιστημονικού Ινστιτούτου στο περιοδικό «Der Spiegel» και προσθέτει εμφατικά: «Αυτό επιτυγχάνεται εμβολιάζοντας, εμβολιάζοντας, εμβολιάζοντας, φορώντας συνεχώς μάσκες, περιορίζοντας τις επαφές, ακυρώνοντας σημαντικές εκδηλώσεις, κλείνοντας hotspots όπως τα κλαμπ, ελέγχοντας αν τηρούνται οι κανόνες πχ στα εστιατόρια και αυξάνοντας τα μέτρα προστασίας σε νοσοκομεία και οίκους ευγηρίας». Ανησυχώ ότι τα μέτρα θα χαλαρώσουν και πάλι λόγω μείωσης των αριθμών και κάτι τέτοιο θα ήταν λάθος, σημειώνει ο κ. Βίλερ.
Οι δύο δόσεις δεν προστατεύουν από μόλυνση
Σε ό,τι αφορά την προστασία που παρέχουν τα εμβόλια από την «Όμικρον», ο διακεκριμένος επιστήμονας εξηγεί ότι οι δύο δόσεις δεν προστατεύουν από τη μόλυνση, αλλά «με τον ενισχυτικό εμβολιασμό η προστασία από μόλυνση βελτιώνεται περίπου στο 75%, το οποίο είναι πολύ», ενώ προσθέτει ότι το νέο έτος θα έχουμε εμβόλιο προσαρμοσμένο στη νέα παραλλαγή.
Στην ερώτηση «πότε θα έχουμε νικήσει την πανδημία», ο Λόταρ Βίλερ αναφέρεται στη δημιουργία ανοσίας του πληθυσμού: «Την πανδημία θα την έχουμε νικήσει, όταν όλοι θα έχουν έρθει σε επαφή με τον ιό και θα έχουν ανοσία, είτε μέσω εμβολιασμού είτε μέσω νόσησης». Τότε, συνεχίζει, θα περάσουμε στην ενδημική κατάσταση.
«Ο ιός θα εξακολουθήσει να κυκλοφορεί, αλλά η εξέλιξη της νόσου και τα κύματα δεν θα είναι τόσο μεγάλα. Οι άνθρωποι θα εξακολουθούν να αρρωσταίνουν και να πεθαίνουν, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό. Το ξαναλέω όμως, είναι καλύτερα να αποκτήσει κανείς ανοσία μέσω εμβολιασμού παρά μέσω μόλυνσης. Ξεχνάμε ότι υπάρχει η χρόνια Covid και κάποιοι ασθενείς αδυνατούν να εργαστούν για μήνες. Ακόμη και σε παιδιά υπάρχουν προβλήματα. Η ανοσία του πληθυσμού είναι ο στόχος – και για ολόκληρο τον κόσμο. Μετά το τέλος της πανδημίας, θα πρέπει να εμβολιάζονται μόνο ορισμένες ομάδες κινδύνου, άτομα με υποκείμενη νόσο, έγκυοι».
«Ιδεολογικά τελειωμένοι» οι αρνητές του ιού
Σχετικά με τη σχεδιαζόμενη υποχρέωση εμβολιασμού, ο κ. Βίλερ επισημαίνει ότι ο καλύτερος τρόπος είναι να πειστεί κανείς για την ανάγκη να εμβολιαστεί.
Η υποχρέωση, σύμφωνα με τον ίδιο, θα πρέπει να είναι η τελευταία λύση, αλλά θα πρέπει φυσικά να σκεφτούμε και αυτή την επιλογή», τονίζει και παραδέχεται ότι και ο ίδιος ήλπιζε ότι το ποσοστό των εμβολιασμένων θα ήταν τώρα υψηλότερο και ότι δεν θα υπήρχαν σήμερα περίπου 11 εκατομμύρια ενήλικες ανεμβολίαστοι, αν και υπάρχουν πια επαρκή δεδομένα για την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των εμβολίων.
«Η ζωή και η υγεία εκατομμυρίων ανθρώπων είναι πιο πολύτιμες από την προστασία των ατόμων από μια ένεση», καταλήγει ο κ. Βίλερ και εκφράζει την επιθυμία να διεξαχθεί μια εντατική και ανοιχτή δημόσια συζήτηση για το θέμα. «Αυτή θα μπορούσε μάλιστα να είναι μια εξαιρετική στιγμή για το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο», λέει.
Ερωτώμενος σχετικά με τους αρνητές της πανδημίας ή των εμβολίων, ο επικεφαλής του Ινστιτούτου «Ρόμπερτ Κοχ» εκτιμά ότι οι επίμονες αρνητές του κορωνοϊού δεν μπορούν να προσεγγιστούν, είναι «ιδεολογικά τελειωμένοι».
Κάνει ωστόσο τον διαχωρισμό με εκείνους οι οποίοι δεν είναι σίγουροι αν πρέπει να εμβολιαστούν, επειδή υπάρχουν κάποιες αναλήθειες γύρω από το θέμα. «Αυτούς μπορεί κανείς να τους προσεγγίσει», εξηγεί και αναφέρει ότι πολλές φορές στο τρένο τον προσεγγίζουν συνεπιβάτες του και του υποβάλλουν ερωτήσεις. Στο τέλος τον ευχαριστούν που τους αφιέρωσε χρόνο για να τους εξηγήσει. «Υπάρχουν ακόμη πολλά που μπορούν να γίνουν», υποστηρίζει.