Για «άλωση» του κλάδου της εστίασης από μεγάλες αλυσίδες που βρήκαν πρόσφορο έδαφος στον καιρό της πανδημίας κατά την οποία η τοπική οικονομία λαβώθηκε σοβαρά, κάνουν λόγο οι εναπομείναντες ντόπιοι επαγγελματίες του κλάδου στη Ρόδο.
Ηδη από το πρώτο lock down, πολλοί ήταν εκείνοι που δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν το ισχυρό σοκ το οποίο ήρθε σε συνέχεια της 10ετούς οικονομικής κρίσης.
Ετσι στα δύο και πλέον χρόνια της πανδημίας «ξεφυτρώνουν» στη Ρόδο υποκαταστήματα αλυσίδων καφέ και ταχυφαγείων που πλέον επεκτείνονται και εκτός πόλεως με ταχύτατους ρυθμούς, προκαλώντας έντονο προβληματισμό.
Οι εναπομείναντες ντόπιοι ιδιοκτήτες πλέον εκτός των οικονομικών προβλημάτων που προκάλεσε η πανδημία έχουν να αντιμετωπίσουν κι έναν άνευ προηγουμένου αθέμιτο ανταγωνισμό, ενώ και το τοπικό εργατικό δυναμικό του κλάδου βλέπει τις θέσεις εργασίας να λιγοστεύουν και την απασχόληση να δοκιμάζεται σκληρά.
Στη Ρόδο πλέον έχουν ανοίξει δεκάδες υποκαταστήματα αλυσίδων καφέ και ταχυφαγείων κυρίως self service, σε οικήματα που μέχρι πρότινος στεγάζονταν ντόπιες -και σε πολλές περιπτώσεις οικογενειακές επιχειρήσεις- στην πλειονότητά τους εστίασης που οι ιδιοκτήτες τους αναγκάστηκαν να βάλουν λουκέτο μη μπορώντας να αντεπεξέλθουν στα συσσωρευμένα έξοδα.
Ο προβληματισμός πλέον αφορά στον αριθμό των ντόπιων επιχειρήσεων που θα αντέξουν στον ανταγωνισμό ο οποίος εξελίσσεται σε αγώνα μέχρι «τελικής πτώσεως»… Και στο τέλος κερδίζει ο ισχυρότερος, αφού το θαυμαστό παράδειγμα της νίκης του Δαυίδ εναντίον του Γολιάθ είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.
Οι εναπομείναντες εστιάτορες δίνουν μάχη να κρατήσουν όρθιες τις επιχειρήσεις τους, που αριθμούν πολλά χρόνια λειτουργίας και μάλιστα με παραδοσιακούς πιστούς πελάτες, πέρα από τους επισκέπτες της καλοκαιρινής περιόδου.
Οι επαγγελματίες του κλάδου κάνουν λόγο για «επέλαση» των αλυσίδων στο νησί που μακροπρόθεσμα θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στην τοπική οικονομία.
«Κλείνουν παραδοσιακά ροδίτικα μαγαζιά και στη θέση τους ανοίγουν υποκαταστήματα μεγάλων αλυσίδων. Δύο χρόνια τώρα είμαστε μάρτυρες αυτής της κατάστασης και ακόμα δεν ξέρουμε πού θα φτάσει. Ακόμα και τώρα στο παρά πέντε της σεζόν, υπάρχουν συνάδελφοι που δεν μπορούν να κρατηθούν άλλο», λέει στη «δ» πρώην ιδιοκτήτης καταστήματος εστίασης που πλέον εργάζεται ως υπάλληλος σε συνάδελφό του και επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του.
«Εγώ έκλεισα οικογενειακή επιχείρηση γιατί δεν μπορούσα να τα βγάλω άλλο πέρα. Συσσωρεύθηκαν πολλά. Αυτό το μαγαζί συντηρούσε την οικογένειά μου, εμένα τη γυναίκα μου και τα δυο μας παιδιά. Τώρα δουλεύω εγώ και το ένα από τα παιδιά μου. Ηταν δύσκολη απόφαση, αλλά δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά», λέει στη «δ» ο συμπολίτης μας και συμπληρώνει ότι περιμένει να συμπληρώσει ένσημα για να βγει στη σύνταξη.
«Σήμερα είμαι υπάλληλος στην επιχείρηση συναδέλφου μου, που με εμπιστεύτηκε λόγω της εμπειρίας μου και της καλής μαρτυρίας που είχα ως εστιάτορας. Ετσι έχει η κατάσταση σήμερα στη Ρόδο, τα χρήματα φεύγουν από το νησί και καταλήγουν στην Αθήνα. Σε λίγο οι Ροδίτες από επιχειρηματίες και καταστηματάρχες θα γίνουμε υπάλληλοι των μεγάλων αλυσίδων, αλλά δεν είναι μόνο αυτό το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι χρόνο με τον χρόνο θα βλέπουμε στη Ρόδο στρατιές εργαζομένων των 400 και 500 ευρώ και οι μεγαλύτερης ηλικίας άνεργοι θα πολλαπλασιάζονται. Σε αυτή τη μοίρα θα ήμουν κι εγώ αν δεν με προσελάμβανε ο συνάδελφός μου ο οποίος ακόμα αντέχει», λέει χαρακτηριστικά.
Ο ανταγωνισμός όμως είναι εξίσου ισχυρός και για τις καφετέριες που χάνουν συνεχώς έδαφος έναντι των υποκαταστημάτων αλυσίδων, που πολλαπλασιάζονται στη Ρόδο και που δεν απασχολούν σερβιτόρους.
Η παραδοσιακή καφετέρια απασχολεί σερβιτόρους με τουλάχιστον δύο βάρδιες και άρα περισσότερα λειτουργικά έξοδα που επιβαρύνουν τους ιδιοκτήτες. Ο χαμηλός μισθός στις αλυσίδες καφέ και τα ταχυφαγεία σε συνδυασμό με τον χαμηλό μέσο όρο ηλικίας των απασχολουμένων δημιουργούν νέα δεδομένα στην αγορά της Ρόδου.
«Πρόκειται για μια εξέλιξη που δεν μπορούμε να εμποδίσουμε δυστυχώς. Τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος θα τις δούμε όταν περάσει η πανδημία και γίνει αποτίμηση της λαίλαπας.
Την ίδια ώρα που οι ντόπιοι ιδιοκτήτες, πασχίζουν να κρατηθούν όρθιοι από τις απόρροιες της πανδημίας, παρακολουθούν την φυσιογνωμία της τοπικής αγοράς να αλλάζει χωρίς να έχουν πολλά περιθώρια αντίδρασης.
Η αλλαγή αντικειμένου παραδοσιακών καταστημάτων της Ρόδου είναι πλέον γεγονός με έμφαση στον καφέ και στο φαγητό «στο πόδι» όπου το κέρδος είναι πιο εύκολο.
Τα χρυσοχοεία, τα ακριβά εστιατόρια, τα γουναράδικα, τα καταστήματα με ποιοτικά είδη ένδυσης και υπόδησης, γίνονται όλο και λιγότερα και τη θέση τους παίρνουν ταχυφαγεία.
Το τυλιχτό σουβλάκι, το σάντουιτς, η τυρόπιτα και το παγωτό είναι τα πλέον ευπώλητα είδη γι’ αυτό και κάθε χρόνο όλο και περισσότεροι ιδιοκτήτες παίρνουν την απόφαση να αλλάξουν χρήση στα καταστήματά τους για να τα κρατήσουν όρθια ακόμα κι αν υπολογίζουν μόνο στον τζίρο και όχι στην αποταμίευση…
Οι καλά γνωρίζοντες επισημαίνουν πως οι επιπτώσεις των όσων βιώνουμε σήμερα θα είναι μακροχρόνιες και θα αλλοιώσουν την εικόνα της παραδοσιακής αγοράς όπως τη γνωρίζαμε μέχρι πρότινος…
Μπορεί κάποιος αρμόδιος -υπεύθυνα- να μας πει το λόγο, που δεν ετέθη κάποιος φραγμός από τους τοπικούς άρχοντες και την αυτοδιοίκηση σε αυτή τη σαρωτική επέλαση των γνωστών σε όλους μας brands ? Είναι τόσο υψηλή η δυναμική της Ρόδου που μπορεί να στηρίξει (ειδικά) off season περισσότερα από 30 τέτοια καταστήματα ;
Προσπερνώντας την επίπλαστη εικόνα της Ρόδου ως οικονομικής ναυαρχίδας, αντιληφθείτε ότι έχετε μετατρέψει το νησί στο Ντουμπρόβνικ της Ελλάδας. Νησί δυο ταχυτήτων. Όλοι δουλεύουν στην εστίαση , όλοι υπηρέτες ξένων αφεντάδων.
ΑΙΔΗΜΩΝ ΣΙΓΗ !
Πως προκύπτει αθέμιτος ανταγωνισμός;;; οι επαγγελματίες του κλάδου βλέπουν μέχρι τη μύτη τους και πότε δεν ενώθηκαν να δημιουργήσουν μια αλυσίδα ώστε να μην υπάρχει χώρος για τις εισαγόμενες. Ερασιτεχνισμός κανένα πλάνο κανένα ίχνος τοπικισμού