Σε προτεραιότητα έχει τεθεί από την τακτική Ανακρίτρια Ρόδου η κυρία Ανάκριση με κατηγορούμενο για υπεξαίρεση αντικειμένου μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, κατ’ εξακολούθηση και που το αντικείμενο της πράξης υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ και για απιστία κατ’ εξακολούθηση, από την οποία η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, έναν κάτοικο της Ρόδου, που καταμηνύθηκε από τον αδελφό του.
Ο μηνυτής διατείνεται συγκεκριμένα ότι ο αδελφός του από το έτος 1998 ασκούσε μόνος του τις βασικές διαχειριστικές πράξεις και γενικά διεκπεραίωνε κάθε υπόθεση που είχε σχέση με τη διαχείριση και την διοίκηση της εταιρείας τους.
Υποστηρίζει ότι είχε εξουσία αντιπροσωπεύσεως της εταιρείας, δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλίας και λήψης αποφάσεων, ενώ εκείνος δεν είχε την οιαδήποτε ανάμιξη, σχέση ή επαφή ιδίως από το έτος 2000, οπότε και υπέβαλε την παραίτησηή του.
Με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου διατάχθηκε λογιστικός-διαχειριστικός έλεγχος στην εταιρεία από Ορκωτό Ελεγκτή-Λογιστή από τον οποίο, όπως υποστηρίζει, προέκυψε ότι ο αδελφός του έβλαψε συστηματικά την περιουσία της εταιρείας αλλά και τα συμφέροντά του, ως εταίρου, που δικαιούται μερίδιο στα κέρδη της.
Ισχυρίζεται ότι μετήλθε μεθοδεύσεων για απόκρυψη κερδών, τονίζοντας ότι σύμφωνα και με την έκθεση τα κέρδη κάθε χρήσης προ αποσβέσεων και φόρων ανέρχονται κατά μέσο όρο στο ποσό των 65.000 ευρώ περίπου.
Ανέφερε ακόμη ότι από τον έλεγχο προέκυψε ότι τα μετρητά που φυλάσσονταν από τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας ήταν αδικαιολόγητα υψηλά επί σειράν ετών (μέσος όρος τριετίας 134.000 ευρώ).
Το σύνολο των διαθεσίμων της εταιρείας (μετρητά και καταθέσεις) ήταν ακόμη αδικαιολόγητα υψηλά επί σειράν ετών (μέσο υπόλοιπο τριετίας 527.000 ευρώ) προσεγγίζοντας το 46%-56% των ιδίων κεφαλαίων, ενώ καλύπτουν 3 έως 4 φορές το σύνολο των υποχρεώσεων της εταιρείας.
Ο έλεγχος θεώρησε ότι εφόσον τα χρηματικά αυτά διαθέσιμα δεν χρησιμοποιούντο για την επίτευξη των σκοπών του καταστατικού, θα έπρεπε να επιστραφούν στους μετόχους, κατά ποσό τουλάχιστον 350.000 ευρώ, μετά βέβαια από σχετικές αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων.
Ο μηνυτής διατείνεται ότι ο αδελφός του εμφάνισε πλασματικές αποσβέσεις και στέρησε την εταιρεία από έσοδα αξιοποίησης των διαθεσίμων της.
Ο κατηγορούμενος από την άλλη αρνείται κατηγορηματικά τα όσα του αποδίδονται, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι ο αδελφός του πρέπει να αποβληθεί από πολιτική αγωγή διότι δεν νομιμοποιείται να παραστεί αφού το φερόμενο ως ζημιωθέν πρόσωπο είναι η ανώνυμη εταιρεία της οποίας είναι μέτοχος.
Η εταιρεία, όπως τόνισε, είναι οικογενειακή και ισχυρίστηκε ότι ο αδελφός του ίδρυσε με συγγενή του άλλη εταιρεία με ομοειδές αντικείμενο, ανταγωνιστική προς αυτήν.
Τόνισε ακόμα ότι εκουσίως έπαυσε να ασχολείται με την εταιρεία της οικογένειας, δημιουργούσε προβλήματα στη λειτουργία της και υποστηρίζει ότι σκοπός του είναι να την κλείσει.
Υποστηρίζει ακόμη ότι τον Ιούνιο του 2002 είχε ασκήσει και τότε μήνυση σε βάρος του για υπεξαίρεση ύψους 414.125 ευρώ η οποία τέθηκε στο αρχείο με αμετάκλητο βούλευμα.
Ισχυρίζεται παραπέρα ότι από τους οικονομικούς ελέγχους που διενεργήθηκαν δεν προέκυψε κάτι το μεμπτόν στη λειτουργία της εταιρείας ενώ δεν αποδέχεται την έκθεση του Ορκωτού Λογιστή, που όρισε το Μονομελές Πρωτοδικείο.