«Ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιουργεί πρόσθετες, σοβαρές αναταράξεις στην παγκόσμια οικονομία επηρεάζοντας σαφώς και τη χώρα μας».
Αυτό δηλώνει μεταξύ άλλων στην «δημοκρατική» ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών (και πρώην πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας (ΚΕΕΕ),) κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, προειδοποιώντας ότι οι αρχικές προβλέψεις για άνοδο των τιμών, θα αναθεωρηθούν προς το… χειρότερο.
• Κύριε Χατζηθεοδοσίου, το ‘ράλι’ με τις αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας συνεχίζεται και συμπαρασύρει τις τιμές στα προϊόντα πρώτης ανάγκης – ειδικά και με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Κατά την εκτίμησή σας, μέχρι πότε θα συνεχιστεί αυτή η κατάσταση;
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιουργεί πρόσθετες, σοβαρές αναταράξεις στην παγκόσμια οικονομία επηρεάζοντας σαφώς και τη χώρα μας. Ήδη από πριν, αντιμετωπίζαμε μια βαθιά ενεργειακή κρίση και υψηλές πληθωριστικές πιέσεις, που αναμέναμε ότι θα διατηρηθούν σε όλη τη διάρκεια του έτους. Η εκτίμηση, τόσο η δική μας, όσο και άλλων φορέων της αγοράς, ήταν ότι οι ανατιμήσεις στην αγορά θα ξεπερνούσαν το 30%, ενώ ο πληθωρισμός θα άγγιζε το 8%. Δυστυχώς, θεωρούμε βέβαιο πλέον ότι οι προβλέψεις αυτές θα αναθεωρηθούν προς το χειρότερο.
Το πιθανότερο είναι ότι ο πόλεμος θα παρατείνει και θα επιδεινώσει την κρίση του φυσικού αερίου, με αποτέλεσμα να ενταθούν οι πιέσεις στις τιμές βασικών αγαθών, ενώ υπάρχει ανησυχία και για τον επαρκή εφοδιασμό της χώρας. Συνέπειες είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν και σε άλλους κρίσιμους τομείς, όπως είναι ο τουρισμός. Το μέγεθος αυτών των συνεπειών θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, από το εύρος και τη διάρκεια των οικονομικών κυρώσεων, αλλά και από το καθεστώς που θα διαμορφωθεί την επόμενη μέρα.
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική οικονομία δέχεται ένα ακόμη πλήγμα, σε μια περίοδο όπου η πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έδινε μάχη επιβίωσης απέναντι στο κύμα της ακρίβειας και μάλιστα με εξαντλημένες αντοχές, από την περίοδο της πανδημίας.
Ελπίδα όλων μας είναι η κατάσταση να αποκλιμακωθεί σύντομα και να αποκατασταθούν οι συνθήκες ειρήνης και ομαλότητας. Στο μεταξύ, όμως, είναι επιτακτική ανάγκη να ληφθούν έκτακτα μέτρα για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Θα πρέπει να υπάρξουν γενναίες πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για τη δημιουργία πρόσθετων χρηματοδοτικών εργαλείων, στα πρότυπα του Ταμείου Ανάκαμψης. Εργαλείων που θα επιτρέψουν στις κυβερνήσεις να λάβουν επαρκή μέτρα για την προστασία ειδικά των πιο ευάλωτων πολιτών και επιχειρήσεων. Σε αυτή την κατεύθυνση, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να ασκήσει όσο το δυνατόν εντονότερη πίεση. Διαφορετικά, υπάρχει κίνδυνος να χαθεί ο έλεγχος και η πολεμική κρίση στην Ουκρανία, να μετατραπεί, εξαιτίας των ανατιμήσεων, σε ανθρωπιστική κρίση για την Ελλάδα και για όλη την Ευρώπη.
• Οι επιπτώσεις από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού στην οικονομία και σε όλους τους κλάδους, είναι πολλές. Πολλές ζημίες υπέστη η εστίαση, με συνέπεια να αυξηθεί και η ανεργία. Την ίδια ώρα, χαλαρώνουν τα μέτρα προστασίας που έχει επιβάλει η κυβέρνηση. Θα μπορέσει να επανακάμψει η οικονομία και να μπούμε σε μια ‘κανονικότητα’ μέσα στο 2022;
Η πανδημία έπληξε το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, ωστόσο οι συνέπειές της σε ορισμένους κλάδους ήταν συντριπτικές. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, στο πρώτο 9μηνο του 2021 ο τζίρος στην εστίαση ήταν μειωμένος κατά 1,7 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019.
Εξαιτίας των μέτρων που εφαρμόστηκαν στη διάρκεια της εορταστικής περιόδου, η μείωση συνεχίστηκε στο τελευταίο τρίμηνο του έτους αλλά και στις αρχές του 2021. Η πτώση αυτή είχε βεβαίως αντίκτυπο σε μια σειρά από κλάδους, που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με το χώρο της εστίασης, ως προμηθευτές. Εξίσου δύσκολη είναι η κατάσταση, βεβαίως, και σε άλλους κομβικούς κλάδους της οικονομίας, όπως το λιανεμπόριο, που ακόμα και κατά την περίοδο των εκπτώσεων δεν κατάφερε να καλύψει τις απώλειες της περασμένης χρονιάς.
Σήμερα η πανδημία – τουλάχιστον το πρόσφατο κύμα – φαίνεται να βαίνει προς το τέλος της και τα περιοριστικά μέτρα σταδιακά χαλαρώνουν. Αυτό είναι βεβαίως θετικό για την αγορά, δεν μπορούμε όμως να μιλάμε για επιστροφή στην κανονικότητα, καθώς στο μεταξύ έχουν προκύψει νέα, τεράστια προβλήματα.
Οι ανατιμήσεις γίνονται όλο και πιο δυσβάσταχτες, χωρίς να υπάρχουν σημάδια αποκλιμάκωσης. Το αντίθετο, μάλλον: αυτό που κάποιοι θεώρησαν πρόσκαιρο φαινόμενο, αποδεικνύεται τελικά πολύ σοβαρότερο σε διάρκεια και σε ένταση και τα πράγματα αναμένεται να γίνουν χειρότερα, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Για πολλές επιχειρήσεις το ύψος των ενεργειακών λογαριασμών υπερβαίνει ήδη αυτό του ενοικίου, ενώ σε εξίσου δύσκολη θέση βρίσκονται βεβαίως και τα νοικοκυριά. Και όπως είναι γνωστό, η μειωμένη καταναλωτική δυνατότητα των πολιτών αποτυπώνεται άμεσα στους τζίρους των επιχειρήσεων. Όταν το εισόδημα δεν φτάνει για να πληρωθεί το ρεύμα και η θέρμανση, κανείς δεν σκέφτεται να πραγματοποιήσει άλλες δαπάνες.
Αντί, λοιπόν, για επιστροφή στην κανονικότητα, η αγορά και η κοινωνία βρίσκονται για μια ακόμη φορά σε «λειτουργία επιβίωσης». Και για να μην αντιμετωπίσουμε δυσάρεστες εξελίξεις, όπως τα μαζικά λουκέτα, η απώλεια θέσεων εργασίας και η φτωχοποίηση της κοινωνίας, χρειάζονται στοχευμένα μέτρα στήριξης. Επιμελητήρια και επιχειρήσεις ζητάμε από την κυβέρνηση να ξαναδεί το θέμα της μείωσης του ΦΠΑ από το 13% στο 6% και ταυτόχρονα να εκπονήσει ένα σχέδιο αντιμετώπισης των ανατιμήσεων, όχι μόνο μέσω κάποιων έκτακτων επιδομάτων, αλλά μέσω της αύξησης του εισοδήματος των πολιτών και της στήριξης των επιχειρήσεων. Η Τράπεζα της Ελλάδος και άλλοι επιστημονικοί φορείς, όπως το ΙΟΒΕ, προτείνουν τη λελογισμένη αύξηση των κατώτατων μισθών, σε ποσοστό τέτοιο, δηλαδή, ώστε να αντιμετωπίζεται η συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, χωρίς να επιβαρύνεται το κόστος λειτουργίας των μικρών κυρίως επιχειρήσεων.
Παράλληλα, επιμένουμε στα αιτήματά μας για αύξηση της επιδότησης στην ενέργεια από το 50% στο 75%, μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα, αύξηση των δόσεων αποπληρωμής των χρεών της πανδημίας από 72 σε 120, καθώς και μη επιστροφή των Επιστρεπτέων Προκαταβολών για επιχειρήσεις που επλήγησαν βαρύτατα από την πανδημία, όπως η εστίαση και το λιανεμπόριο. Αντιλαμβανόμαστε, σαφώς, τις δημοσιονομικές πιέσεις που αντιμετωπίζει η χώρα, ωστόσο δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την πραγματικότητα και την ανάγκη για ουσιαστική στήριξη της αγοράς και της κοινωνίας.
• Κατά την διετία της πανδημίας, η κυβέρνηση έδωσε κάποια χρηματοδοτικά εργαλεία στις επιχειρήσεις, όπως οι επιστρεπτέες προκαταβολές κ.λπ. Πώς λειτούργησαν αυτά κατά την άποψή σας;
Πράγματι, στη διάρκεια της πανδημίας υπήρξαν χρηματοδοτικά εργαλεία, που αναμφίβολα βοήθησαν στο να αποτραπεί η μαζική κατάρρευση της αγοράς και η εκτόξευση της ανεργίας. Παρ’ όλα αυτά, ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων, ειδικά σε κλάδους που ανέστειλαν τη λειτουργία τους ή υπολειτούργησαν με κρατική εντολή, συνεχίζουν να βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού.
Κι αυτό συμβαίνει σε ένα περιβάλλον συνεχιζόμενου «αποκλεισμού» των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από το τραπεζικό σύστημα. Δεν είναι τυχαίο ότι το μέτρο στήριξης που αξιοποίησε η πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων ήταν οι επιστρεπτέες προκαταβολές. Αυτό έγινε αφενός γιατί υπήρχε πιεστική ανάγκη, αλλά και γιατί η συγκεκριμένη χρηματοδότηση δεν πέρασε μέσα από τις τράπεζες και χορηγήθηκε με κριτήριο τις απώλειες που κατέγραφαν οι επιχειρήσεις.
Η ανάσα που έδωσε αυτό το μέτρο, αλλά και παρεμβάσεις όπως οι ρυθμίσεις των ληξιπρόθεσμων οφειλών, ήταν σημαντική. Ήταν μια απαραίτητη, προσωρινή ανακούφιση για τις επιχειρήσεις. Όμως το πρόβλημα της συσσώρευσης χρέους εξαιτίας της πανδημίας δεν έχει λυθεί, με δεδομένο μάλιστα ότι πολλές μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις ήταν ήδη υπερχρεωμένες, εξαιτίας της κρίσης. Είναι λοιπόν απαραίτητο – ακόμη περισσότερο κάτω από τις συνθήκες που βιώνει η αγορά σήμερα – να εξεταστεί το μέτρο της μη επιστροφής των Επιστρεπτέων Προκαταβολών. Για τον ίδιο λόγο έχουμε ζητήσει την αύξηση των δόσεων για τη ρύθμιση των χρεών προς το δημόσιο. Και βεβαίως, αναμένουμε να υπάρξουν νέα χρηματοδοτικά εργαλεία στο επόμενο διάστημα, μέσω των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ. Ο σχεδιασμός που έχουμε δει μέχρι τώρα φαίνεται να αποκλείει ένα μεγάλο μέρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που δεν έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό. Ζητούμε, επομένως, από την κυβέρνηση να βρει τρόπο να στηρίξει το σύνολο των επιχειρήσεων. Πρέπει οι πόροι της νέας περιόδου να φθάσουν σε όσο το δυνατόν περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Μια ανάπτυξη που δημιουργεί ευκαιρίες μόνο για λίγους, αφήνοντας τους πολλούς χωρίς εφόδια, δεν μπορεί να έχει μέλλον.