Οδομαχίες στο κέντρο της πολιορκούμενης Μαριούπολης εμποδίζουν τις προσπάθειες για απεγκλωβισμό των αμάχων που είχαν βρει καταφύγιο στο υπόγειο του θεάτρου της πόλης που βομβαρδίστηκε από τον ρωσικό στρατό την περασμένη Τετάρτη.
Σε δηλώσεις του στο BBC, o δήμαρχος Βαντίμ Μποϊτσένκο ανέφερε ότι τα σωστικά συνεργεία το μόνο που καταφέρνουν είναι να απομακρύνουν ερείπια και να ανασύρουν ανθρώπους μόνο όταν υπάρχει σιγή των όπλων.
«Υπάρχουν τανκς εδώ, το πυροβολικό βομβαρδίζει, η περιοχή βάλλεται με κάθε είδους οπλισμό», λέει.
Και προσθέτει: «Οι δυνάμεις μας κάνουν ό,τι μπορούν για να κρατήσουν τις θέσεις τους στην πόλη αλλά οι δυνάμεις του εχθρού είναι μεγαλύτερες, δυστυχώς».
Την Παρασκευή, οι αρχές ανακοίνωσαν ότι 130 άνθρωποι κατάφεραν να διαφύγουν και ότι περισσότεροι από 1.000 εξακολουθούσαν να βρίσκονται στο υπόγειο του θεάτρου, το οποίο άντεξε στην επίθεση.
Η Ρωσία αρνείται ότι βομβάρδισε το κτίριο, το οποίο είχε σαφή σήμανση ως καταφύγιο πολιτών.
Το στρατηγικό λιμάνι της πόλης έχει περικυκλωθεί από ρωσικές δυνάμεις και υπολογίζεται ότι 300.000 άνθρωποι έχουν παγιδευτεί χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, τρεχούμενο νερό και θέρμανση.
Στη Μαριούπολη, η καθημερινότητα των κατοίκων είναι μια συνεχής προσπάθεια να γλιτώσουν από τις βόμβες και να επιβιώσουν στα χαλάσματα.
Πτώματα που δεν έχουν ακόμα περισυλλεχθεί, τυλιγμένα σε κουβέρτες, παλτά, οποιαδήποτε είδος καλύμματος, κείτονται σε ακάλυπτους χώρους που έχουν καθαριστεί από τα χαλάσματα. Οι νεκροί συχνά θάβονται σε ομαδικούς τάφους.
Τριγύρω στέκονται μαυρισμένοι σκελετοί πολυώροφων πολυκατοικιών, συνηθισμένων κτισμάτων της σοβιετικής εποχής. Λιωμένα ή διαλυμένα μέταλλα κρέμονται από τα μπαλκόνια. Σπασμένα τζάμια, ξύλα, σίδερα είναι σκορπισμένα μεταξύ κτιρίων και στους δρόμους.
Κάτοικοι λένε ότι κανείς δεν το περίμενε αυτό στη μετασοβιετική Ουκρανία, αν και κάποιοι έζησαν κι άλλες αναταραχές που συντάραξαν τη χώρα όταν ήταν υπό σοβιετική κυριαρχία.
“Είχε ρώσικο διαβατήριο, ρωσική υπηκοότητα, πολλά μετάλλια”, δήλωσε ο Αλεξάντερ, 57 ετών, δείχνοντας προς το υπαίθριο σημείο όπου κείτεται, προς το παρόν, η σορός της πεθεράς του. “Η πεθερά μου γεννήθηκε το 1936. Επιβίωσε από την πολιορκία του Λένινγκραντ”, δήλωσε, αναφερόμενος στις 900 ημέρες πολιορκίας της πόλης που τώρα είναι γνωστή ως Αγία Πετρούπολη από τους ναζί. “Είχε τιμηθεί ως εργαζόμενη στις ιχθυοκαλλιέργειες στη Ρωσική Ομοσπονδία. Και τώρα, ορίστε πού είναι”.
Αξιωματούχοι στη Μαριούπολη λένε ότι 2.500 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους αφότου εισέβαλαν οι ρωσικές δυνάμεις την 24η Φεβρουαρίου. Ο κυβερνήτης της περιοχής του Ντονέτσκ Πάβλο Κιριλένκο δήλωσε χθες ότι περίπου 35.000 άνθρωποι κατάφεραν να διαφύγουν από την πόλη τις τελευταίες ημέρες, πολλοί πεζή ή με κομβόι ΙΧ αυτοκινήτων τις σπάνιες στιγμές που σταματούν οι ρωσικοί βομβαρδισμοί.
Σε απόγνωση όσοι μένουν πίσω – 400.000 έχουν εγκλωβιστεί
Αυτοί που μένουν πίσω συχνά βρίσκονται σε απόγνωση -και το κρύο και η αγωνία γίνονται πλέον πολύ έντονα.
“Νιώθω απαίσια. Δεν θέλω να κατηγορήσω κανέναν, αλλά είμαι αηδιασμένη και τρομαγμένη. Και κρυώνω”, λέει η Όλγα, με ροζ καπέλο κάτω από την κουκούλα της κι ένα μεγάλο παλτό. “Δεν έχω πλέον λόγια. Δεν ήμουν προετοιμασμένη να γίνει έτσι η ζωή μου”.
Η Μαριούπολη θεωρείται στρατηγικής σημασίας “έπαθλο” για τους Ρώσους εισβολείς που θέλουν να συνδέσουν την Κριμαία, την οποία προσάρτησε η Μόσχα το 2014, και τις δύο αποσχισθείσες περιφέρειες της ανατολικής Ουκρανίας.
Θέατρο που χρησιμοποιούσαν ως καταφύγιο οικογένειες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους επίσης βομβαρδίστηκε – παρά το γεγονός ότι η λέξη “παιδιά” ήταν γραμμένη στο έδαφος στο εξωτερικό με γράμματα τόσο μεγάλα που μπορούσαν να τα διαβάσουν πιλότοι αεροσκαφών.
Μεταξύ των κατοίκων που φοβούνται για τη ζωή τους έχει αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη αίσθηση αλληλεγγύης. Κάτοικοι προσφέρουν καταφύγιο σε αγνώστους.
“Περάσαμε δυο μέρες σ’ ένα υπόγειο. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Νόμιζα ότι δεν θα επεβίωνε”, δήλωσε μεσήλικη κάτοικος, δείχνοντας την ηλικιωμένη μητέρα της.
“Μετά, καταφέραμε να βγούμε από το υπόγειο. Είναι η πρώτη φορά που τους είδα αυτούς τους ανθρώπους. Αλλά μας έδωσαν καταφύγιο. Και τώρα καθόμαστε εδώ, τυλιγμένες με κουβέρτες. Κάνει πολύ κρύο εδώ. Θέλουμε απλά να πάμε σπίτι”.
Θέατρο που χρησιμοποιούσαν ως καταφύγιο οικογένειες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους επίσης βομβαρδίστηκε – παρά το γεγονός ότι η λέξη “παιδιά” ήταν γραμμένη στο έδαφος στο εξωτερικό με γράμματα τόσο μεγάλα που μπορούσαν να τα διαβάσουν πιλότοι αεροσκαφών.
Μεταξύ των κατοίκων που φοβούνται για τη ζωή τους έχει αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη αίσθηση αλληλεγγύης. Κάτοικοι προσφέρουν καταφύγιο σε αγνώστους.
“Περάσαμε δυο μέρες σ’ ένα υπόγειο. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Νόμιζα ότι δεν θα επεβίωνε”, δήλωσε μεσήλικη κάτοικος, δείχνοντας την ηλικιωμένη μητέρα της.
“Μετά, καταφέραμε να βγούμε από το υπόγειο. Είναι η πρώτη φορά που τους είδα αυτούς τους ανθρώπους. Αλλά μας έδωσαν καταφύγιο. Και τώρα καθόμαστε εδώ, τυλιγμένες με κουβέρτες. Κάνει πολύ κρύο εδώ. Θέλουμε απλά να πάμε σπίτι”.
Τα παιδιά κοιτάζουν με βλέμμα που φανερώνει τη σύγχυσή τους. “Μην ανησυχείτε, αγάπες μου. Όλα θα πάνε καλά”, λέει, σκυθρωπή, νεαρή μητέρα, αγκαλιάζοντας τα δύο παιδιά της. Έξω, ομάδες ανθρώπων περιφέρονται χωρίς σκοπό, κοιτώντας τα κατεστραμμένα κτίρια.
Γύρω τους βρίσκονται νεκροί. Το μόνο πράγμα που βοηθά να τους αναγνωρίσει κανείς είναι κομμάτια χαρτιού, κολλημένα σε αυτοσχέδιους σταυρούς, το καθένα με ένα όνομα και τις ημερομηνίες γέννησης και θανάτου· δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το πότε θα τους περισυλλέξουν.