Από τη Μαύρη Θάλασσα στο Αιγαίο και από εκεί στην ανατολική Μεσόγειο: η τουρκική πολιτική περνά από το ένα πεδίο στο άλλο με την ίδια ευκολία που μετατρέπει τους συνομιλητές της σε ανταγωνιστές και αντιστρόφως.
Το αποτυπώνει αυτό η “επίδειξη δύναμης” έναντι της Ελλάδας στις 27 Απριλίου όταν, χωρίς προφανή αφορμή και μάλιστα μόλις ενάμιση μήνα μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη, η τουρκική πολεμική αεροπορία προχώρησε σε 168 παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου, ακόμη και στο κέντρο του Αιγαίου, καθώς και σε 41 υπερπτήσεις, όχι μόνο πάνω από νησίδες, αλλά και από μεγάλα κατοικημένα νησιά. Πρόκειται για αριθμητικό ρεκόρ, ενώ πέντε μέρες νωρίτερα είχε προηγηθεί, σύμφωνα με την τουρκική εκδοχή των γεγονότων, η απόσυρση της Τουρκίας από την άσκηση του ΝΑΤΟ “Tiger Meet”, λόγω διαφωνιών που έθετε η Ελλάδα σε τεχνικά θέματα.
Το να αποδοθεί το γεγονός στις πάγιες βλέψεις της Άγκυρας στο Αιγαίο, οι οποίες άλλωστε επιδεινώθηκαν τους τελευταίους μήνες με την εντατική ανακίνηση της φιλολογίας περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, δεν αρκεί. Γιατί ο αποδέκτης των μηνυμάτων δεν είναι αποκλειστικά ή κυρίως η Αθήνα. Πράγματι, η επιλογή των νησιών που στοχοποιήθηκαν από τις υπερπτήσεις συνταιριάζει πλήρως με τις αξιώσεις αποστρατιωτικοποίησης, που φθάνουν μέχρι και σε αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας. Όμως η συγκυρία επιβάλλει να στρέψουμε το βλέμμα βορειότερα και να αναλογισθούμε πώς η τοποθέτηση της Τουρκίας στην ουκρανική κρίση έχει δρομολογήσει ένα περίπλοκο τουρκο-αμερικανικό παζάρι, στο πλαίσιο του οποίου έχουν την ιδιαίτερη χρησιμότητά τους οι υπομνήσεις ότι η ενότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ μπορεί να τεθεί εν κινδύνω.
Το παζάρι για τα F16
Η δυσαρέσκεια της Άγκυρας για ό,τι αντιλαμβάνεται ως αμερικανικές χειρονομίες προνομιακής μεταχείρισης της Αθήνας είναι προφανής. Και σε αυτές θα πρέπει να εντάξουμε την επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσινγκτον στις 16 και 17 Μαΐου, την ώρα που ο Ταγίπ Ερντογάν δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει καμία ευκαιρία άμεσης επαφής με την αμερικανική ηγεσία, ούτε καν στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ.
Ακόμη μεγαλύτερη πηγή εκνευρισμού αποτελεί για την Άγκυρα η εκκρεμότητα σχετικά με την προμήθεια, έναντι 6 δισ. δολαρίων, 40 αμερικανικών μαχητικών Block 70 F-16 και τον εκσυγχρονισμό άλλων 80 που ήδη διαθέτει ο στόλος της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας. Πρόκειται για το “χρύσωμα του χαπιού” μετά την αποβολή της Τουρκίας από τη συμπαραγωγή μαχητικών F-35 νέας γενιάς, ως ποινή για την εγκατάσταση ρωσικών αντιαεροπορικών-αντιβαλλιστικών συστημάτων S-400 στην επικράτεια της γείτονος.
Η περίπλοκη “χορογραφία” που εκτυλίσσεται μεταξύ της αμερικανικής εκτελεστικής εξουσίας και του Κογκρέσου επί του θέματος μας οδηγεί στην καρδιά των αντιφάσεων της τουρκο-αμερικανικής σχέσης εν μέσω του νέου ψυχρού πολέμου. Διότι όσο η Ουάσινγκτον επιδιώκει την ενίσχυση της Τουρκίας ως νατοϊκού αναχώματος απέναντι στη Ρωσία, άλλο τόσο δυσφορεί με τους βαθμούς αυτονομίας που διεκδικεί το καθεστώς Ερντογάν, διατηρώντας ανοικτούς τους διαύλους με τη Μόσχα.
Δυσφορία Ζελένσκι
Και αντιστρόφως, όσο και αν η ένταξη στο δυτικό στρατόπεδο αποτελεί την κύρια ορίζουσα της εξωτερικής πολιτικής της γείτονος, άλλο τόσο έρχονται στο προσκήνιο τα πολιτικά και οικονομικά οφέλη που παρέχει μια ορισμένη τουρκική “ουδετερότητα” στην ουκρανική κρίση: από την ανάδειξη της Τουρκίας σε οικοδεσπότη της ρωσο-ουκρανικής διαπραγμάτευσης, όσο τουλάχιστον αυτή ήταν ενεργή, μέχρι την εισροή Ρώσων τουριστών και τη “φιλοξενία” στοιχείων ενεργητικού των ολιγαρχών της χώρας του Πούτιν. Η ίδια η δυτική “ασπίδα” που θωρακίζει την Τουρκία απέναντι στην ιστορική αντιπαράθεσή της με τη Ρωσία για την πρόσβαση στη Μεσόγειο, λειτουργεί ως προϋπόθεση για ισότιμη σύμπραξη με τους εχθρούς της δυτικοκεντρικής τάξης πραγμάτων, προς όφελος της τουρκικής “ανάδυσης”.
Ότι αυτή η ακροβασία δεν γίνεται δεκτή ευρύτερα με ικανοποίηση φαίνεται και από τις δηλώσεις του Ουκρανού προέδρου Ζελένσκι, στην συνέντευξή του στην ΕΡΤ, περί “διπλής γλώσσας” της Τουρκίας. Αλλά το κλειδί βρίσκεται στον τουρκικό έλεγχο των Στενών και τον ουσιαστικό αποκλεισμό των πολεμικών πλοίων του ΝΑΤΟ από τη Μαύρη Θάλασσα, με την επίκληση της Σύμβασης του Μοντρέ. Όσο η Τουρκία δέχεται πιέσεις να αλλάξει τη στάση της σε αυτό το μέτωπο, άλλο τόσο αποκτά κίνητρα να μεταφέρει τις εντάσεις στο Αιγαίο, διεκδικώντας τα αντίστοιχα ανταλλάγματα.
“Κλείσιμο μετώπων” στην ανατολική Μεσόγειο
Η Ελλάδα και η Ε.Ε. αποτελούν τα δύο πεδία προς τα οποία η Άγκυρα έχει επιλέξει να προβάλλει το “αγέρωχο” πρόσωπό της – αν κρίνουμε και από την καταδίκη σε ισόβια του ακτιβιστή και μαικήνα Οσμάν Καβάλα, που αποτελεί κραυγαλέα περιφρόνηση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και χαρακτηρίσθηκε σε ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου την Πέμπτη ως “συνειδητή απόφαση καταστροφής της ενταξιακής προοπτικής της Τουρκίας”.
Όμως προς τα ανατολικά της, η χώρα του Ταγίπ Ερντογάν μοιάζει να επιστρέφει στο ξεχασμένο δόγμα των “μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες” απλώνοντας το χέρι προς πολυάριθμους μέχρι πρότινος ανταγωνιστές.
Από τις νέες (αν και χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα ακόμη) επαφές με την Αρμενία για αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων και άνοιγμα των συνόρων των δύο χωρών, μέχρι τη συνάντηση του Ερντογάν με τον ισχυρό άνδρα της Σαουδικής Αραβίας, πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν και την ενίσχυση της φιλολογίας για επανασυμφιλίωση με τη Συρία του Μπασάρ αλ Άσαντ, το “κλείσιμο μετώπων” αποτελεί την κύρια προτεραιότητα.
Προκύπτει η τάση αυτή από τη συνειδητοποίηση των αντικειμενικών ορίων της τουρκικής ανάμιξης στα μεσανατολικά πράγματα, αλλά και από την επιδίωξη άμεσων ανταλλαγμάτων, είτε πρόκειται για την απελευθέρωση των τουρκικών εξαγωγών στη Σαουδική Αραβία (και αντιστρόφως των σαουδαραβικών επενδύσεων στην Τουρκία) εν μέσω οικονομικής κρίσης, είτε για την προοπτική επαναπατρισμού στη Συρία ενός εκατομμυρίου από τους Σύρους πρόσφυγες που φιλοξενεί η Τουρκία και η παρουσία τους δημιουργεί πλέον κοινωνική δυσφορία, όπως αυτή αποτυπώθηκε και στη νίκη της αντιπολίτευσης στις δημοτικές εκλογές του 2019.
Ανοίγματα και σε Μακρόν
Παράλληλα, η σχετική αποστασιοποίηση της Τουρκίας από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και τον παλαιστινιακό της κλάδο, την οργάνωση Χαμάς, έχει προφανή στόχο τη βελτίωση των σχέσεων με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, στο φόντο και των σεναρίων για μεταφορά του φυσικού αερίου στις αγορές μέσω οδών που θα περιλαμβάνουν την τουρκική επικράτεια.
Αν σε όλα αυτά προστεθεί το άνοιγμα Ερντογάν προς τον Εμανουέλ Μακρόν, πρώτα με τη δήλωση του Τούρκου ηγέτη ότι οι γαλλικές εκλογές αποτέλεσαν “ήττα του εξτρεμισμού” και κατόπιν με το συγχαρητήριο τηλεφώνημά του προς τον Γάλλο πρόεδρο για την επανεκλογή του, αντιλαμβανόμαστε ότι η Άγκυρα επιχειρεί συνολική αποδιάρθρωση των συμμαχιών που είχαν οικοδομήσει Ελλάδα και Κύπρος στην ανατολική Μεσόγειο, με οικειοποίηση των κυριότερων πρωταγωνιστών τους.
Πηγή capital.gr
Toυ Κώστα Ράπτη