«Η υποστελέχωση του νοσοκομείου μας αποτελεί το κεντρικό πρόβλημα που εμποδίζει κάθε προσπάθεια για ανάπτυξη και βελτίωση των υπηρεσιών που αυτό παρέχει».
Αυτό τονίζει σε συνέντευξή του στην «δ» ο κ. Αριστείδης Καΐκης – παθολόγος, στην Α’ Παθολογική Κλινική και Μονάδα Ειδικών Λοιμώξεων ΓΝ Ρόδου και αντιπρόεδρος Ένωσης Νοσοκομειακών Γιατρών ΓΝ Ρόδου με αφορμή την άσχημη κατάσταση που επικρατεί στο νοσηλευτικό μας ίδρυμα. Ακόμη, μιλάει για την εντολή που απέστειλε η 2η ΥΠΕ σχετικά με τα χειρουργεία καθώς και για τα προβλήματα στα νοσοκομεία του νομού μας.
• Κύριε Καϊκη, επανέρχονται στην επικαιρότητα τα προβλήματα με την έλλειψη προσωπικού στο Νοσοκομείο Ρόδου. Περιγράψτε μας την κατάσταση μέχρι σήμερα και για ποιον λόγο δεν μπορεί να βρεθεί οριστική λύση, κατά την άποψή σας;
Όντως, η υποστελέχωση του νοσοκομείου μας αποτελεί το κεντρικό πρόβλημα που εμποδίζει κάθε προσπάθεια για ανάπτυξη και βελτίωση των υπηρεσιών που αυτό παρέχει.
Ενώ η σύγχρονη πραγματικότητα της πανδημίας του κορωνοϊού και η «σιωπηλή» παγκόσμια απειλή των ανθεκτικών νοσοκομειακών παθογόνων πιέζουν τα συστήματα υγείας και ωθούν τις κυβερνήσεις να αναθεωρήσουν το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο μοντέλο της συμπίεσης του κόστους, στο νοσοκομείο μας εξακολουθούμε να λειτουργούμε με το νοσηλευτικό προσωπικό που μεταφέρθηκε από το παλιό νοσοκομείο χωρίς να έχει γίνει έκτοτε μαζική πρόσληψη μόνιμου προσωπικού.
Από τις 494 οργανικές θέσεις νοσηλευτών είναι καλυμμένες οι 247, τα χρωστούμενα ρεπό έχουν φτάσει τα 12000, ενώ κάποια κενά μπαλώνονται προσωρινά με επικουρικό προσωπικό και εκπαιδευόμενους οι οποίοι καλούνται να αποχωρήσουν μόλις έχουν κατακτήσει τις γνώσεις και τις δεξιότητες για να είναι παραγωγικοί στην εργασία τους.
Η κατάσταση δεν είναι καθόλου διαφορετική όσον αφορά στο λοιπό επιστημονικό, διοικητικό και τεχνικό προσωπικό.
Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το γεγονός πως μετά την ασθένεια του μοναδικού φαρμακοποιού αντιμετωπίζουμε καθημερινά τον κίνδυνο να μείνουν οι ασθενείς μας χωρίς τα απαραίτητα φάρμακα.
Όσον αφορά στους γιατρούς, οι βάρδιες κρίσιμων τμημάτων εξακολουθούν να βγαίνουν με την υπέρβαση του ήδη εξαντλητικού ωραρίου (πράγμα το οποίο τεκμηριωμένα και με βάση τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί πηγή ιατρικών λαθών) και με μετακινήσεις συναδέλφων από τα κέντρα υγείας, ενώ πολλές φορές ειδικευόμενοι γιατροί καλούνται να καλύψουν το Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών χωρίς την παρουσία ειδικού γιατρού.
Συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι και το γεγονός πως στο νοσοκομείο της Ρόδου δεν αναπτύχθηκε ποτέ Μονάδα Εντατικής Θεραπείας για τα περιστατικά COVID-19, με αποτέλεσμα οι διασωληνωμένοι συμπολίτες μας είτε να διακομίζονται σε άλλα νοσοκομεία είτε να παραμένουν επί μακρόν εκτός ΜΕΘ, με όλες τις δυσμενείς συνέπειες που έχουν αυτά σε εξαιρετικά ευάλωτους, βαρέως πάσχοντες ασθενείς.
Τα παραπάνω δυστυχώς αποτελούν αντικίνητρο για νέους συναδέλφους από το να εργαστούν στο νοσοκομείο του νησιού μας. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος υποστελέχωσης, καθώς και οι λίγες θέσεις που προκηρύσσονται συχνά παραμένουν ορφανές, ενώ το φαινόμενο συνάδελφοι που διορίζονται, σύντομα να οδηγούνται στην παραίτηση δεν είναι σπάνιο.
Η πραγματικότητα είναι πως η αγορά εργασίας στον χώρο της υγείας είναι πλέον εξαιρετικά ανταγωνιστική, όχι μόνο για τους εργαζόμενους αλλά και για τους εργοδότες.
Οι νέοι υγειονομικοί είναι περισσότερο καταρτισμένοι και με την ανάγκη της συνεχούς επανεκπαίδευσης στο εξελισσόμενο γνωστικό αντικείμενο, έχουν όμως και μεγαλύτερες προσδοκίες από την εργασία τους.
Όλο και περισσότεροι συνάδελφοι επιλέγουν να εργαστούν στο εξωτερικό, η επιλογή της εργασίας στον ιδιωτικό τομέα δίνει την προοπτική της αύξησης του εισοδήματος κατά τρόπο ανάλογο με την αύξηση του χρόνου και της έντασης της εργασίας, ενώ ακόμα και οι γιατροί που επιθυμούν να δουλέψουν σε ένα δημόσιο νοσοκομείο βρίσκουν στην Αθήνα και σε άλλα κεντρικά νοσοκομεία (πανεπιστημιακά και μη) μια πιο οργανωμένη και με μεγαλύτερες δυνατότητες επιστημονικής εξέλιξης κατάσταση (παρά το ό,τι η κρίση αφορά εν πολλοίς στο σύνολο του ΕΣΥ).
Το πολλαπλό αυτό brain drain που βιώνουμε στο νοσοκομείο του νησιού μας δεν μπορεί να λυθεί με επικλήσεις στην «καταπληκτική ποιότητα ζωής» μας ούτε να επαφίεται αποκλειστικά στον πατριωτισμό των ντόπιων γιατρών, νοσηλευτών κλπ.
Με συστηματικό τρόπο έχει υποτιμηθεί στα προηγούμενα χρόνια το δημόσιο σύστημα υγείας και οι εργαζόμενοι σε αυτό, με αλλεπάλληλες μειώσεις μισθών και με μετατροπή τους σε λάστιχο που θα καλύψει όλα τα κενά.
Η σημερινή κατάσταση είναι το αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών και τα νοσοκομεία της επαρχίας, όπως το δικό μας, είναι περισσότερο ευάλωτα στις προκλήσεις που φέρνει η σύγχρονη εποχή.
Απαιτούνται άμεσα γενναία κίνητρα προς τους νέους για να εργαστούν στα δημόσια νοσοκομεία προτού η κατάσταση ξεπεράσει το σημείο της μη επιστροφής, αν θέλουμε το νοσοκομείο μας να γίνει όχι μόνο ελκυστικό για τους εργαζόμενους σε αυτό αλλά και αποτελεσματικό στην παροχή υψηλής ποιότητας περίθαλψης στους κατοίκους του νησιού και στους επισκέπτες μας.
• Πολύς λόγος έγινε για την γραπτή εντολή που απέστειλε η 2η ΥΠΕ σχετικά με τα χειρουργεία. Τελικά πόσο εφικτό είναι αυτό; Μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη;
Η εντολή της 2ης ΥΠΕ προς τους γιατρούς του νοσοκομείου μας να χειρουργούν ασθενείς από τη λίστα χειρουργείων στην ιδιωτική κλινική του νησιού είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο η κυβέρνηση και το υπουργείο Υγείας σκοπεύουν να «λύσουν» την κατάσταση: χωρίς να αυξήσουν την χρηματοδότηση για την στήριξη του νοσοκομείου, με «επιδότηση» των ιδιωτικών κλινικών με κονδύλια του ΕΟΠΥΥ, επιτείνοντας την ήδη υπάρχουσα ανισότητα στην παροχή περίθαλψης και «κλείνοντας το μάτι» προς τους γιατρούς του νοσοκομείου πως μπορούν να αναζητήσουν αύξηση των εισοδημάτων τους από τους ίδιους τους ασθενείς.
Στο τελευταίο έχει σημασία να σταθούμε, καθώς όλοι στην Ελλάδα γνωρίζουμε πως διαχρονικά οι κυβερνήσεις «κάνουν τα στραβά μάτια» στον χρηματισμό γιατρών του ΕΣΥ σαν ένα κίνητρο για να εργαστούν σε αυτό και για να επιλύσουν την ανισότητα των αμοιβών μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, μετακυλίοντας το κόστος στον ίδιο τον ασθενή.
Αυτή η de facto διαμορφωμένη κατάσταση έρχεται τώρα να νομιμοποιηθεί τυπικά και να επεκταθεί, με οδηγίες σαν την παραπάνω αλλά και με τις εξαγγελίες για τα «κίνητρα» που σκοπεύουν να δώσουν στους γιατρούς για να δουλέψουν στα νοσοκομεία, με τη δυνατότητα να εργάζονται και ιδιωτικά εντός ή και εκτός αυτών.
Για να απαντήσω λοιπόν στην ερώτησή σας, εκτιμώ πως η εντολή αυτή της 2ης ΥΠΕ θα παραμείνει ανεφάρμοστη όχι για τεχνικούς λόγους, αλλά γιατί η μεγάλη πλειοψηφία των γιατρών του νοσοκομείου δεν επιθυμεί την μετατροπή της θεραπευτικής σχέσης της με τους ασθενείς σε οικονομική συναλλαγή, όπως εκφράζεται και από την ομόφωνη εναντίωση της Ένωσης Νοσοκομειακών Γιατρών του νοσοκομείου μας και από την μη πρόθεση της Ιατρικής Υπηρεσίας να συναινέσει στην εφαρμογή της.
Η υπόθεση λοιπόν της λειτουργίας και εν γένει της φυσιογνωμίας του νοσοκομείου μας δεν μπορεί να αφορά αποκλειστικά στους εργαζόμενους σε αυτό, πόσω δε μάλλον μόνο εμάς τους γιατρούς, καθώς στους κόλπους μας η κυβέρνηση αναζητά – και συχνά βρίσκει -«πρόθυμους» στην υλοποίηση των σχεδίων της. Αντίθετα, πρέπει να αποτελεί αντικείμενο διεκδίκησης για όλη την τοπική κοινωνία που εξυπηρετείται σε αυτό.
• Το Νοσοκομείο Ρόδου παρέμεινε αρκετό καιρό χωρίς διοίκηση μαζί με τα Νοσοκομεία Καλύμνου και Καρπάθου. Υπάρχει τάση υποβάθμισης της δημόσιας υγείας και κυρίως στα νησιά;
Οι προθέσεις του Υπουργείου Υγείας για τα δημόσια νοσοκομεία γίνονται φανερές από δηλώσεις όπως οι πρόσφατες της κ. Γκάγκα πως «δεν είναι δυνατόν στα νησιά να πληρώνουμε τους γιατρούς για να εργάζονται για μερικούς μήνες».
Ο κ. Πλεύρης από την πρώτη στιγμή της ανάληψης των καθηκόντων του ως υπ. Υγείας δήλωνε σε ραδιοφωνική συνέντευξη πως «δεν είναι ανάγκη σε περιοχές όπως η Ρόδος, όπου υπάρχει και ιδιωτική κλινική, το δημόσιο νοσοκομείο να κάνει τα πάντα». Φαίνεται να θεωρούν τους γιατρούς στα νοσοκομεία των νησιών «τουριστογιατρούς» και τον ντόπιο πληθυσμό «ιθαγενείς»…
Η τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκονται στα νοσοκομεία του νομού μας είναι δυστυχώς αλληλοδιαπλεκόμενη, καθώς για παράδειγμα το γεγονός πως το νοσοκομείο της Κω έχει μείνει χωρίς παθολόγο σημαίνει πως οι διακομιδές προς το νοσοκομείο μας είναι πλέον πολύ συχνές. Αντί οι διοικητές των νοσοκομείων να κινηθούν προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής και οριστικής επίλυσης των προβλημάτων που όλα τα νησιωτικά νοσοκομεία αντιμετωπίζουν, επιδόθηκαν σε ένα ιδιότυπο «παζάρι» γιατρών μεταξύ των νοσοκομείων («να σου στείλω παθολόγο να μου στείλεις αναισθησιολόγο») με τις προβλεπόμενες σε μια τέτοια διαδικασία μεταξύ τους εξυπηρετήσεις, ίσως και παρεξηγήσεις. Άνθρωποι κατά τεκμήριο ικανοί, οι οποίοι διοίκησαν τα νοσοκομεία μας στα τελευταία χρόνια, είμαι σίγουρος πως γνωρίζουν πολύ καλά τα προβλήματα που αυτά αντιμετωπίζουν. Θα ήταν λοιπόν εξαιρετικά χρήσιμο, σαν απολογισμός της έως τώρα θητείας τους, να μιλήσουν για τα θέματα αυτά δημοσίως με τρόπο καθαρό, και όχι με υπαινιγμούς.
Εμείς ως Ένωση Γιατρών νοσοκομείου Ρόδου σχεδιάζουμε για το αμέσως επόμενο διάστημα σύσκεψη με τους συναδέλφους μας από τα άλλα νοσοκομεία του νομού μας για να κινηθούμε με τρόπο κοινό προς την αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε.