Οι Κασιώτες έχουν τέτοιο δέσιμο με το νησί τους που το κουβαλάνε όπου και αν βρεθούν. Φέρουν μέσα τους τον λιλιπούτειο –αλλά μέγιστο– τόπο τους ακόμη και στα πέρατα του κόσμου που έφτασαν ως μέτοικοι ή θαλασσινοί. Ο απόηχος των γεύσεων, των αναμνήσεων, των πανηγυριών τούς ακολουθεί. Επόμενο ήταν, λοιπόν, την Τετάρτη το βράδυ, στον δροσερό και ολάνθιστο κήπο της Γενναδίου Βιβλιοθήκης, μετά την παρουσίαση του λευκώματος «Γράμμα από την Κάσο. 1965» των εκδόσεων Πατάκη με φωτογραφίες του Ρόμπερτ Μακέιμπ και κείμενα – έρευνα των Κασιωτών Μαριλέν Φραγκούλη Κέδρου και Νίκου Μαστροπαύλου, να στηθεί ένα κανονικό πανηγύρι με μουσικούς και με τα γνωστά νοστιμότατα ντολμαδάκια. Ακουγόταν αυτό το ευχάριστο ανθρώπινο μουρμουρητό μαζί με τον ήχο του λαούτου και της λύρας, τόσο ευχάριστα αποπροσανατολιστικό λες και δεν ήμασταν στον Λυκαβηττό, αλλά μας φυσούσε το δροσερό αεράκι του Αιγαίου.
Ο Νίκος Μαστροπαύλος με την Κατερίνα Λυμπεροπούλου.
Το καινούργιο βιβλίο του Μακέιμπ που μας ταξιδεύει ξανά στο παρελθόν του αρχιπελάγους εστιάζει σε αυτό το μικρό νησί, το οποίο ο Αμερικανός πρωτογνώρισε μάλλον σε δραματικές συνθήκες στο παρθενικό του ταξίδι στην Ελλάδα, το 1954. Είχε επιβιβαστεί στο πλοίο «Δωδεκάνησος», που έκανε το δρομολόγιο Ρόδος – Σητεία. Η κακοκαιρία ήταν τέτοια που το μικρό καρυδότσουφλο παραλίγο να βυθιστεί και η μόνη λήψη της Κάσου που πήρε ο τότε φοιτητής του Πρίνστον ήταν μια μακρινή του λιμανιού. Ωστόσο συνειδητοποίησε πόσο δυσπρόσιτο και απομονωμένο ήταν το μέρος αυτό. Γλίτωσε μάλιστα παρά τρίχα, διότι το πλοιάριο ύστερα από ένα μήνα όντως κατέληξε στον βυθό. Η τύχη το έφερε έτσι και, 11 χρόνια αργότερα, ο Ηλίας Κουλουκουντής τον προσκάλεσε να ξαναπάει την εβδομάδα του Δεκαπενταύγουστου για να πάρει φωτογραφίες για ένα βιβλίο που τότε ετοίμαζε ο εφοπλιστής. Παρά το ότι ο Μακέιμπ ετοιμαζόταν να ντυθεί γαμπρός και να παντρευτεί την Ελληνίδα Ντίνα Φιλιππαίου, αποφάσισε να κάνει το ρισκαδόρικο, μακρινό ταξίδι στον Νότο.
Ο Νίκος Μαστροπαύλος με την Κατερίνα Λυμπεροπούλου.
Το καινούργιο βιβλίο του Μακέιμπ που μας ταξιδεύει ξανά στο παρελθόν του αρχιπελάγους εστιάζει σε αυτό το μικρό νησί, το οποίο ο Αμερικανός πρωτογνώρισε μάλλον σε δραματικές συνθήκες στο παρθενικό του ταξίδι στην Ελλάδα, το 1954. Είχε επιβιβαστεί στο πλοίο «Δωδεκάνησος», που έκανε το δρομολόγιο Ρόδος – Σητεία. Η κακοκαιρία ήταν τέτοια που το μικρό καρυδότσουφλο παραλίγο να βυθιστεί και η μόνη λήψη της Κάσου που πήρε ο τότε φοιτητής του Πρίνστον ήταν μια μακρινή του λιμανιού. Ωστόσο συνειδητοποίησε πόσο δυσπρόσιτο και απομονωμένο ήταν το μέρος αυτό. Γλίτωσε μάλιστα παρά τρίχα, διότι το πλοιάριο ύστερα από ένα μήνα όντως κατέληξε στον βυθό. Η τύχη το έφερε έτσι και, 11 χρόνια αργότερα, ο Ηλίας Κουλουκουντής τον προσκάλεσε να ξαναπάει την εβδομάδα του Δεκαπενταύγουστου για να πάρει φωτογραφίες για ένα βιβλίο που τότε ετοίμαζε ο εφοπλιστής. Παρά το ότι ο Μακέιμπ ετοιμαζόταν να ντυθεί γαμπρός και να παντρευτεί την Ελληνίδα Ντίνα Φιλιππαίου, αποφάσισε να κάνει το ρισκαδόρικο, μακρινό ταξίδι στον Νότο.
Κάθε Αύγουστο, οι Κασιώτες σαν διαβατάρικα πουλιά ξαναγυρίζουν στον βράχο τους από τις πέντε θάλασσες και όλες τις ηπείρους. Χορεύουν ο ένας δίπλα στον άλλο, τρώνε, ανταμώνουν. Το 1965 αυτή η «απαρτία» αποτυπώθηκε στα φιλμ του Μακέιμπ. Από τους λυράρηδες και αυτούς που τραγουδούσαν τις μαντινάδες έως τα ξυπόλυτα παιδάκια, τους οικογενειάρχες με τα καλά τους, τις ηλικιωμένες στα παράθυρα, το λιμάνι, τα σπίτια, τον νησιωτικό μικρόκοσμο. Εντέλει, αυτές οι λήψεις δεν αξιοποιήθηκαν από τον Κουλουκουντή, έμειναν κλεισμένες στο συρτάρι του φωτογράφου για δεκαετίες ολόκληρες. Οταν λοιπόν ο Μακέιμπ και η Κέδρου σκέφτηκαν να τις συμπεριλάβουν σε ένα λεύκωμα, υπήρχε ένα μικρό πρόβλημα: έπρεπε να ταυτίσουν τα πρόσωπα, πράγμα σχεδόν ακατόρθωτο έπειτα από τόσο καιρό. «Αρχικά κυκλοφορούσα με όλες τις ασπρόμαυρες εικόνες στο κινητό μου και ρώταγα πόρτα πόρτα να μου πουν ποιος είναι ποιος», έλεγε η Κέδρου. «Αυτό οδήγησε σε χειρότερο μπλέξιμο: “Να ο κουμπάρος μου” έλεγε ένας, “μα, αυτός είναι ο θειος μου” τον κόντραρε κάποιος άλλος. Χάος…».
Οι ζωγράφοι Ανδρ. Γεωργιάδης και Στέφ. Δασκαλάκης.
Εκεί ήρθε να βοηθήσει ο συνάδελφος και συγγραφέας Νίκος Μαστροπαύλος, γέννημα-θρέμμα Κασιώτης, ο οποίος κατάφερε τελικά να ξεμπλέξει το γαϊτανάκι. Γιος καπετάνιου, θυμόταν με πολύ συγκίνηση στην παρουσίαση του λευκώματος πως όταν έφτανε η «πόστα» με δεκάδες φακέλους που είχαν επάνω γραμματόσημα από όλη την οικουμένη, όλο το νησί συνέρρεε για να παραλάβει τις επιστολές. Μέσα από τα γράμματα μάθαιναν τι έκαναν οι πατεράδες, οι παππούδες, οι ανιψιοί, οι ξάδελφοι που είχαν μπαρκάρει. Ετσι και εκείνος έπαιρνε τα νέα του γονιού του. Σε αυτό το βιβλίο με το συγκινητικό τίτλο «Γράμμα από την Κάσο», μας έρχεται ατόφια η ατμόσφαιρα μιας σφιχτοδεμένης κοινότητας, αυτών που άντεχαν να είναι γαντζωμένοι σε ένα νησί την ώρα που οι αγαπημένοι τους ταξίδευαν. Από τις σελίδες αναδύονται ξανά η αυτάρκεια, η εγκαρτέρηση, η ταπεινότητα, αυτή η κασιώτικη τέχνη του βίου που ακόμη υπάρχει.
Πηγή kathimerini.gr
Μαργαρίτα Πουρνάρα