Ο Μιχάλης Κ., είναι 69 ετών και κάθε 06.00’ το πρωί σηκώνεται από το κρεβάτι μ’ ένα καθήκον: να διατηρήσει καθαρούς τους δρόμους της καθημερινότητάς του, από το σπίτι όπου μένει, μέχρι ψηλά την κεντρική στροφή, στις κεραίες του Μόντε Σμιθ. Αυτόκλητος, ανελλιπώς κατά την τελευταία δεκαετία, εθελοντικά και καθημερινά, αφιερώνει περίπου 2 ½ ώρες στο έργο αυτό. Από το πέρασμά του δεν μένουν ούτε σκουπίδια, ούτε καν αποτσίγαρα. Μόλις ολοκληρώσει τη διαδρομή, αφιερώνει το υπόλοιπο του χρόνου του στο πλάτωμα του λόφου, δεξιά από τη στροφή με τις κεραίες, εκεί απ’ όπου προσφέρεται άπλετο το πανόραμα της πόλεως Ρόδου. Δεν είναι η αυτοπροβολή που κινεί τη θέλησή του, άλλωστε ο ίδιος αρνήθηκε να αναφερθεί το όνομά του, ούτε και φωτογραφία με το πρόσωπό του να υπάρχει στο ρεπορτάζ.
«Ξεπληρώνω τα όσα γενναιόδωρα μου έδωσε η ζωή, εμένα, που τελείωσα μόνο το εξατάξιο γυμνάσιο και παρόλα αυτά μπόρεσα να έχω μια σημαντική θέση στη δουλειά μου, να αμείβομαι καλά και να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο», δήλωσε προς τη «δημοκρατική», ο Μιχάλης Κ. «Από τις χώρες που επισκέφθηκα, η πιο βρώμικη είναι η Ινδία. Από τα πολλά σκουπίδια που έχει σίγουρα σε μερικά χρόνια δεν θα φυτρώνει τίποτα σε εκείνο τον τόπο. Η πιο καθαρή χώρα είναι η Ιαπωνία. Βρίσκεται 1000 χρόνια μπροστά. Περπατούσα σ’ ένα πάρκο έξω από το Τόκυο και έβλεπα το πόσο καθαρά και περιποιημένα ήταν όλα. Σκέφτηκα ότι δεν μπορεί, κάτι θα τους έχει ξεφύγει, έριξα μια ματιά ανάμεσα στους θάμνους. Ε λοιπόν, ακόμα κι εκεί, ανάμεσα στα κλαδιά, όλα ήταν πεντακάθαρα».
Μιλάει με ευκολία για κάθε χώρα του κόσμου ξεχωριστά. Αναφέρεται στη Σαγκάη, στο Χονγκ Κονγκ, στη Νέα Υόρκη, τη Χαβάη, για πόλεις της Αφρικής και της Ευρώπης. Δεν το κάνει από επίδειξη. Ονοματίζει τους προορισμούς περιγράφοντας την αίσθηση του επισκέπτη για το σεβασμό στο περιβάλλον. Μιλάει για τη γλώσσα κοινής λογικής· για τις εικόνες που μιλούν και γίνονται κατανοητές χωρίς να χρειάζονται μετάφραση ή επεξήγηση. Οι λέξεις του είναι γεμάτες από την έννοια της προσωπικής ευθύνης, σε μια σύγχρονη μεταφορά των λόγων του Καζαντζάκη στην Ασκητική «…να αγαπάς την ευθύνη, να λες εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί εγώ θα φταίω…».
«Κάνω αυτή τη διαδρομή εδώ και δέκα χρόνια. Στην αρχή κρατούσα μια σακούλα κι έσκυβα συνέχεια, όπου υπήρχε σκουπίδι ή γόπα για να τη μαζέψω από κάτω. Μέσα σε ενάμιση χρόνο με χτύπησαν τα γόνατα. Πήγα στον Κυβερνητάκη και μου είπε ότι έπαθα αυτό που παθαίνουν οι αθλητές. Έτσι, από τότε έφτιαξα αυτό το μπαστούνι, έχω βάλει μπροστά μια ατσαλόβιδα και με αυτή κάνω τη δουλειά μου. Τερματίζω εδώ, στις κεραίες, στο πανόραμα. Θέλω όλο αυτό το επίπεδο να είναι καθαρό. Αλλάζω τις σακούλες στους κάδους, γιατί πολλές φορές το βράδυ έρχονται παιδιά, τρώνε πίτσες και τα αποφάγια μυρίζουν άσχημα σε όσους κάθονται στα παγκάκια για να απολαύσουν από ψηλά τη θάλασσα, το ηλιοβασίλεμα, τον όμορφο τόπο μας».
Ο Μιχάλης Κ, συνταξιούχος πια, αποτελεί το αντίστροφο της κακοδαιμονίας και της μιζέριας. Δεν περιμένει από τους άλλους. Σηκώνεται το πρωί, επιτελεί το έργο του και στη συνέχεια πάει με τη σύζυγό του για τα ψώνια της ημέρας και καφέ. Έχει δυο παιδιά, 36 και 38 χρονών.
«Πιο παλιά υπήρχε κι άλλος ένας που έκανε ακριβώς το ίδιο. Εκείνος ξεκινούσε από τις κεραίες, με κατεύθυνση προς την ακρόπολη. Τα παράτησε, γιατί ενώ καθάριζε, οι περαστικοί και οι οδηγοί ξαναπετούσαν σκουπίδια. Το κάνουν και σε μένα, καμιά φορά τους κάνω παρατήρηση. Κάνω παρατήρηση και στους φιλόζωους, απ’ αυτούς μόνο οι 4 στους 10 μαζεύουν τα περιττώματα των σκυλιών τους. Οι υπόλοιποι κοιτάζουν δεξιά κι αριστερά, αν υπάρχει κάποιος στην εμβέλειά τους τότε κάνουν πως τα μαζεύουν, μα στην πραγματικότητα τα αφήνουν εκεί που είναι. Άλλοι πάλι τα πετούν παρακάτω. Ορισμένοι μου λένε ότι τους τελείωσαν τα σακουλάκια».
Η εθελοντική δουλειά του Μιχάλη Κ. δεν έρχεται σε αντικατάσταση του έργου της υπηρεσίας καθαριότητας του δήμου Ρόδου. Ο ίδιος λειτουργεί συμπληρωματικά και βρίσκεται σε καλή συνεργασία με τα στελέχη της και τα οποία ονοματίζει ένα προς ένα. Τα ευχαριστεί για την καθημερινή συνεργασία τους. «Τους τηλεφωνώ, τους λέω εκεί υπάρχουν στρώματα πεταμένα, ή ότι το πρωί δεν καθαρίσθηκε ο χώρος γύρω από τους τάδε κάδους. Ανταποκρίνονται αμέσως. Δε γινόταν πάντα αυτό. Παλαιότερα, τους τηλεφωνούσα και μου έκλειναν το ακουστικό. Αυτοί που είναι τώρα με ακούνε και έρχονται. Τους ευχαριστώ γι’ αυτό».
Συντροφιά με τον Μιχάλη το πρωινό κυλά γρήγορα στο Μόντε Σμιθ. «Δεν με ενδιαφέρει η πολιτική. Κάνω αυτό που κάνω για μένα και για τη Ρόδο. Να ξέρεις, οτιδήποτε κι αν κάνεις επιστρέφει σε εσένα. Με κάποιο τρόπο όλα επιστρέφουν. Εγώ, όσο είμαι καλά θα συνεχίζω», λέει καθώς χωρίζουν οι δρόμοι μας. Μου εύχεται να πάω στο καλό. «Να ξέρεις» ακούγεται η φωνή του «οι ευχές πιάνουν».
Ο ήλιος έχει σηκωθεί για τα καλά, η πρωινή ψύχρα σιγά σιγά σπάει και στα παγκάκια του πανοράματος έρχονται οι πρώτοι επισκέπτες. Τα πάντα είναι φροντισμένα. Κάθονται, αγναντεύουν μακριά, οι εικόνες τριγύρω βρίσκονται σε αρμονία.
Ευχαριστούμε κύριε Μιχάλη…Πραγματικά