Το δικαστήριο έκρινε ότι ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα διατροφής που έχει έναντι του πατέρα του, καθ’ υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών, του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος αυτού
Με απόφαση που εξέδωσε το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου απορρίφθηκε η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που υπέβαλε εις βάρος του πατέρα του ένας ημεδαπός κάτοικος της Ρόδου.
Η έγγαμη σχέση των γονέων του αιτούντος δεν εξελίχθηκε ομαλά, γεγονός που οδήγησε στην διακοπή της έγγαμης συμβίωσής τους το 2018 και στη λύση του γάμου τους.
Με απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ανήλικου τότε αιτούντος καθώς και του ανήλικου αδερφού του ανατέθηκε στην μητέρα τους, ενώ ο πατέρας τους υποχρεώθηκε να καταβάλλει στην τελευταία, για λογαριασμό του τότε ανήλικου αιτούντος, το ποσό των 350 ευρώ μηνιαίως και για λογαριασμό του παραπάνω ανήλικου αδερφού του, το ποσό των 220 ευρώ μηνιαίως, ως συνεισφορά του στην τακτική σε χρήμα διατροφή τους.
Την απόφαση αυτή τήρησε απαρέγκλιτα ο καθ’ ου η αίτηση, μέχρι την ενηλικίωση του αιτούντος, δηλαδή μέχρι και τον Οκτώβριο του 2021.
Ο αιτών δεν έχει τη δυνατότητα να αυτοσυντηρηθεί, αφού είναι ανίκανος προς εργασία και στερείται περιουσίας και ικανών προς τούτο προσόδων και πλέον είναι φοιτητής.
Ο πατέρας του όπως δέχεται το δικαστήριο ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις διατροφής των παιδιών του παρότι οι σχέσεις τους ήταν ιδιαίτερα προβληματικές.
Πιθανολογείται με την απόφαση ότι μετά τη διάσταση των γονέων του ο αιτών απέκλεισε τον πατέρα του από τη ζωή του και διέκοψε κάθε είδους επικοινωνία μαζί του, παρά τις επίμονες και συστηματικές προσπάθειες του τελευταίου να αποτρέψει την αποξένωσή τους
Πέραν, όμως από την σθεναρή άρνηση του να διατηρήσει οποιαδήποτε επικοινωνία με τον πατέρα του, μεσολάβησαν κι άλλα γεγονότα, τα οποία κατά την κρίση του δικαστηρίου, καταδεικνύουν την πλήρη διάσπαση του μεταξύ τους συναισθηματικού δεσμού.
Ειδικότερα, πιθανολογείται ότι ο γιός λίγες ημέρες μετά την οριστική αποχώρηση του πατέρα από την οικογενειακή τους στέγη, με πρόθεση οριστικής διάσπασης της έγγαμης συμβίωσής του με την μητέρα του είχε ισχυριστεί ότι τον είχε βιάσει!!
Μάλιστα, προχώρησε σε αναλυτικές περιγραφές γεγονότων, στα οποία ενέπλεξε και τρίτα πρόσωπα προκειμένου να είναι πιο πειστικός.
Για την ακρίβεια, ανέφερε στη μητέρα του πως για πρώτη φορά, τρία χρόνια νωρίτερα, όταν δηλαδή ήταν περίπου 11,5 ετών, ο πατέρας του, πήρε τον ίδιο και τον επίσης ανήλικο αδερφό του και τους πήγε σε μια αποθήκη, όπου ο φίλος του πατέρα του τον βίασε παρουσία του πατέρα του και του αδερφού του, αφού προηγουμένως αμφότεροι οι ενήλικοι είχαν χορηγήσει σε αμφότερους τους ανήλικους αλκοόλ και άλλες “απαγορευμένες ουσίες”, γεγονός, που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, επαναλήφθηκε έκτοτε πολλές φορές.
Επίσης της είπε, ότι ένα περίπου χρόνο πριν τη διάστασή της με τον πατέρα του, “έγινε πανηγύρι” και εξειδικεύοντας την έκφρασή του υποστήριξε ότι βιάστηκε από τον φίλο του πατέρα του και ταυτόχρονα και από μία συνάδελφο και φίλη της μητέρας του, παρουσία του πατέρα του, του αδερφού του, του παππού του κι ακόμη ενός φίλου του πατέρα του.
Ακόμη της είπε ότι κάποια φορά, αφότου είχαν βιάσει τον ίδιο, ο πατέρας του μαζί με κάποιον από τους φίλους του, τον υποχρέωσαν να βιάσει ο ίδιος τον ανήλικο αδερφό του.
Μετά τις ανωτέρω καταγγελίες του αιτούντος, αυτονόητα η μητέρα του απευθύνθηκε στις αστυνομικές αρχές και, μετά την ολοκλήρωση της ποινικής διερεύνησης των ιδιαίτερα σοβαρών και ειδεχθών εγκλημάτων που είχαν καταγγελθεί, αποδείχθηκε ότι αυτά ουδέποτε συνέβησαν.
Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης που παραγγέλθηκε από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, διενεργήθηκαν παιδοψυχιατρική εκτίμηση και ιατροδικαστική κλινική εξέταση, τόσο του αιτούντος όσο και του μικρότερου αδερφού του, ενώ ελήφθησαν και ανωμοτί και ένορκες καταθέσεις, στοιχεία από τα οποία διαπιστώθηκε η αναλήθεια των καταγγελομένων και ως εκ τούτου εκδόθηκε Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου για την αρχειοθέτηση της υπόθεσης.
Σε έκθεση παιδοψυχιατρικής εκτίμησης του γιού αναφέρεται ρητά από τον πραγματογνώμονα ότι του δήλωσε ότι έκανε σκέψεις να κάνει κακό στον πατέρα του και ότι αυτό που τον απέτρεψε ήταν οι νομικές συνέπειες μιας τέτοιας πράξης όπως και ότι μπορεί να δημιουργούσε αυτή προβλήματα στη μητέρα του.
Εξάλλου, την αναλήθεια των όσων είχε αναφέρει στη μητέρα του σε βάρος του πατέρα του αλλά και σε βάρος τρίτων προσώπων, την επιβεβαίωσε και ο ίδιος.
Το δικαστήριο έκρινε ότι μολονότι οι παραπάνω καταγγελίες του αιτούντος αποδείχθηκαν αβάσιμες και μολονότι ακόμη και ο ίδιος παραδέχθηκε ότι όλες οι διηγήσεις του προς τη μητέρα του ήταν ψευδείς και έγιναν, μεταξύ άλλων, για να αποτρέψει την επανασύνδεσή της με τον πατέρα του, εντούτοις, ακόμη και μετά την εκ μέρους του παραδοχή της αναλήθειας των καταγγελομένων, ουδέποτε επιδίωξε να συναντήσει τον πατέρα του ούτε και του ζήτησε συγγνώμη για την ψυχική δοκιμασία στην οποία τελείως άδικα τον υπέβαλε και τούτο διότι πιθανολογείται ότι διατηρεί έναντι του καθ’ ου η αίτηση ακόμη και στον παρόντα χρόνο τα ίδια αισθήματα περιφρόνησης, έλλειψης αγάπης και σεβασμού ακόμη δε, και μίσους.
Επομένως, σύμφωνα με το δικαστήριο η ανωτέρω συμπεριφορά του αιτούντος υποδηλώνει τη σαφή και κατηγορηματική επιθυμία του να μη συνδέεται με τον πατέρα του με τη συγγενική σχέση με την οποία αναγκαία φυσικώς και νομικώς συνδέεται. Εντούτοις, ζητά να υποχρεωθεί ο πατέρας του να του καταβάλλει διατροφή σε χρήμα, θεμελιώνοντας το δικαίωμά του αυτό, μόνο στο τυπικό γεγονός ότι γεννήθηκε από αυτόν, με τον οποίο όμως πιθανολογείται ότι ακόμη και στον παρόντα χρόνο δεν τον συνδέει κανένα ουσιαστικό στοιχείο, απ’ αυτά που θα έπρεπε να υπάρχουν και τα οποία προσδίδουν στη σχέση της συγγένειας πατέρα και γιού την πραγματική της υπόσταση, αφού προς αυτόν έχει επιδείξει επί μακρόν έχθρα, μίσος και περιφρόνηση, παρότι δεν συνέτρεξε ανάλογη συμπεριφορά του πατέρα του προς τον ίδιο.
Το δικαστήριο έκρινε έτσι ότι ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα διατροφής που έχει έναντι του πατέρα του, καθ’ υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών, του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος αυτού, υπερακονίζοντας με την κακόπιστη συμπεριφορά του τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ.
Την υπόθεση χειρίστηκαν οι δικηγόροι κ.κ. Κώστας και Γιώργος Κυπραίος.