Με την υπ’ αριθμ. 968/7-7-2022 απόφαση του Ε’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου έγινε δεκτή εν μέρει η αίτηση αναίρεσης της υπ’ αριθμ. 62/2018 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου και δη ως προς την περί επιβολής ποινής διάταξής της και παραπέμπει την υπόθεση κατά αναιρούμενο μέρος της σε νέα δίκη ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου με νέα σύνθεση.
Με την απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου είχε κριθεί ένοχος συνέργειας σε απάτη συνταξιούχος αστυνομικός, που αγόρασε ακίνητο, το οποίο είχε χρησιδεσπόσει παρανόμως, συγκατηγορούμενός του.
Το Πενταμελές Εφετείο, που εξέτασε την υπόθεση μετά από αναίρεση άλλης αθωωτικής, του επέβαλε ποινή φυλάκισης 40 μηνών με 3ετή αναστολή.
Ο κατηγορούμενος είχε κριθεί συγκεκριμένα αθώος από το ίδιο δικαστήριο, με ομόφωνη απόφαση που είχε ληφθεί, η οποία ωστόσο αναιρέθηκε στην πορεία διότι κρίθηκε αρμοδίως από τον Αρειο Πάγο, ότι ήταν αναιτιολόγητη.
Σε ποινή φυλάκισης 3 ετών με 3ετή αναστολή, έχουν καταδικαστεί από το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου, δύο κάτοικοι της Ρόδου, συγκατηγορούμενοί του, που κρίθηκαν ένοχοι, με ελαφρυντικά, απάτης επί Δικαστηρίω, που το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ.
Ο ένας εκ των συγκατηγορούμενων του συνταξιούχου αστυνομικού φέρεται συγκεκριμένα, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής, αρμόδιας να διενεργεί ένορκη εξέταση, να κατέθεσε εν γνώσει του ψευδώς και ειδικότερα στη Ρόδο στις 5 Δεκεμβρίου 2006, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας κατά την εκδίκαση αγωγής χρησικτησίας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ρόδου, ότι ακίνητο στο Κανδυλί έχει αξία μικρότερη των 12.000 ευρώ, ότι αυτό είναι ακαλλιέργητο και ότι ο έτερος συγκατηγορούμενός του το κατείχε από το έτος 1987, καλλιεργώντας εντός αυτού ελαιόδεντρα, συλλέγοντας βότανα, διατηρώντας μελίσσια και τοποθετώντας σκύλους για τη φύλαξή του.
Η αλήθεια, όπως είχε προκύψει από τη δικαστική έρευνα, ήταν ωστόσο ότι το ακίνητο έχει αξία τουλάχιστον 679.200 ευρώ, ότι καλλιεργείται συνεχώς από το έτος 1993 έως σήμερα και ότι ο συγκατηγορούμενός του δεν το κατείχε από το έτος 1987.
Τα ως άνω κατέθεσε μάλιστα ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ρόδου και με τον τρόπο αυτό παρείχε άμεση συνδρομή στον συγκατηγορούμενό του ώστε να παραστήσει ψευδώς ότι όσα κατέθεσε ήταν αληθή και να παραπλανήσει με τον τρόπο αυτό την Ειρηνοδίκη η οποία και εξέδωσε απόφαση με την οποία αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του συγκατηγορουμένου του επί του ακινήτου.
Ο δεύτερος κατηγορούμενος, στην ιδιοκτησία του οποίου μεταγράφηκε το ακίνητο δυνάμει της δικαστικής απόφασης που εξασφάλισε, φέρεται με πειθώ και παραινέσεις να προκάλεσε τον συγκατηγορούμενό του να καταθέσει ψέματα.
Άσκησε δε την 3η Απριλίου 2006 αγωγή χρησικτησίας κατά του πραγματικού ιδιοκτήτη σχετικά με την κυριότητα του ακινήτου φέροντάς τον ως αγνώστου διαμονής και στη συνέχεια, στις 5 Δεκεμβρίου 2006, κατά την εκδίκαση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ρόδου, προσκόμισε στο Δικαστήριο ως μάρτυρα αποδείξεως των ισχυρισμών του τον συγκατηγορούμενό του.
Ο συνταξιούχος αστυνομικός, αγόρασε το 2007 τα 21.000 (εκ των συνολικά 22.640) μερίδια εξ αδιαιρέτου του ακινήτου. Ο συγκατηγορούμενός του φέρεται να είχε συμφωνήσει με μία άλλη υποψήφια αγοράστρια την πώληση τμήματος του επίδικου, πλην όμως αυτός υπαναχώρησε, αποφασίζοντας την ολική μεταβίβασή του.
Στον ίδιο μεταβιβάστηκε τελικώς το έτος 2008 και το έτερο (εναπομείναν) τμήμα του ακινήτου, ήτοι τα 1.640 μερίδια εξ αδιαιρέτου.
Από το πιστοποιητικό του Κτηματολογίου Ρόδου, προκύπτει ότι κατά το χρόνο της πρώτης μεταβίβασης το έτος 2007, ο συγκατηγορούμενος που το είχε αποκτήσει με την απατηλή χρησικτησία φερόταν ως κύριος του επίδικου ακινήτου, δυνάμει τελεσίδικης απόφασης του Ειρηνοδικείου Ρόδου, με την οποία αναγνωριζόταν στο πρόσωπό του ότι συμπληρώθηκε ο νόμιμος χρόνος κτητικής παραγραφής.
Το ποσό που φέρεται να κατέβαλε ανέρχεται σε 60.000 ευρώ, ενώ ενεγράφη επ’ αυτού προσημείωση υποθήκης για διπλάσια αξία από τράπεζα.
Σημειώνεται ότι οι μηνυτές διατείνονται ότι η χρησικτησία ασκήθηκε με δικόγραφο στο οποίο εμφανιζόταν ως “αντίδικός τους” κάτοικος του νησιού που έχει αποβιώσει, ενώ έγινε επίδοση της αίτησης χρησικτησίας και άλλες διατυπώσεις που τον εμφάνιζαν ως αγνώστου διαμονής. Είχε αποβιώσει μάλιστα το 1964 καταλείποντας κληρονόμους κατά τη νόμιμη διαδοχή.
Ως συνήγορος υπεράσπισης του συνταξιούχου αστυνομικού παρίσταται ο δικηγόρος κ. Γ. Χαρίτος και ως συνήγορος πολιτικής αγωγής ο δικηγόρος κ. Πέτρος Τσούλος.