Η Kalliope (Καλλιόπη) Βούτζαλη γεννήθηκε στη Ρόδο και μεγάλωσε στον Πειραιά. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Φωτογραφίας και Οπτικοακουστικών Τεχνών, του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.
Το 2010 πραγματοποίησε την πρακτική της άσκηση, η οποία έγινε για το Υπουργείο Πολιτισμού στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθήνας, στη θέση διαχείρισης σκοτεινού θαλάμου και Ιστορικού Αρχείου του Μουσείου.
Το 2012 έγινε η πρώτη ατομική της έκθεση «Αναμνήσεις από το μέλλον» με το Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης Ρόδου, και το 2014 πραγματοποίησε εθελοντική καταγραφή του Ιστορικού Φωτογραφικού Αρχείου Δωδεκανήσου. Τον Μάιο του 2017 ολοκλήρωσε τη δεύτερη ατομική της έκθεση με τίτλο «Things Unsettled» στο Γαλλικό Κατάλυμα της Μεσαιωνικής Πόλης Ρόδου. Τον Οκτώβριο του 2018 σε συνεργασία με Ρόδιους καλλιτέχνες εγκαινιάστηκε η φωτογραφική δουλειά με τίτλο «Tales Unfold».
Ήταν μέλος της ελληνικής αποστολής με φωτογραφική συμμετοχή στην πρώτη Biennale Λάρνακας. Η δουλειά της έχει παρουσιαστεί στο περιοδικό «Φωτογράφος» με αφιέρωμα και εξώφυλλο τον Ιούλιο – Αύγουστο του 2019 ενώ δουλειά της έχει δημοσιευτεί στην Vogue.it και Lensculture. Αυτό το χρονικό διάστημα έχει αναλάβει σε συνεργασία με την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου ένα φωτογραφικό project λαογραφικού και ιστορικού ενδιαφέροντος, ενώ συμμετέχει με φωτογραφικά έργα στην ομαδική έκθεση του MOMus με τίτλο “The covid-19 Files”. Έργα της αγοράστηκαν από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης για την μόνιμη συλλογή του μουσείου.
• Κυρία Βούτζαλη, η κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού και τα περιοριστικά μέτρα, υποχώρησαν. Μετά την δύσκολη περίοδο της πανδημίας και των εγκλεισμών, επανερχόμαστε στην ‘κανονικότητα’. Πώς σας βρήκε η περασμένη διετία και πώς επανέρχεστε στο πρόγραμμά σας;
Ήταν μια δύσκολη διετία για τις ζωές όλων μας ανεξαιρέτως. Περιορισμοί, αβεβαιότητα, ανασφάλεια, φόβος είναι λίγα από αυτά που κι εγώ όπως και άλλοι νιώσαμε, ζήσαμε και έπρεπε να αντιμετωπίσουμε, ήταν πρωτόγνωρο για εμάς. Αυτό που προσωπικά μου στοίχισε περισσότερο ήταν το γεγονός πως δε μπορούσα να βρεθώ με την οικογένειά μου, τους φίλους μου, να τους αγκαλιάσω, να φάμε μαζί, να βρεθούμε στον ίδιο χώρο, αυτού τους είδους η ανθρώπινη επαφή ήταν και είναι ο πυρήνας μου, είναι ο τρόπος να βρίσκω τις ισορροπίες μου. Αν και καλλιτεχνικά τα δύο αυτά χρόνια στο δημιουργικό κομμάτι της δουλειάς μου και στον τρόπο με τον οποίο δουλεύω δεν άλλαξαν πολλά, καθώς η φωτογραφία απαιτεί κάποιου είδους μοναχικότητα και μια συνειδητά επιλεγμένη απομόνωση και όλα αυτά τα συναισθήματα που περιέγραψα παραπάνω τροφοδότησαν την θεματολογία μου σε υπερθετικό βαθμό, ωστόσο στο κομμάτι της παρουσίασης της δουλειάς μου με συμμετοχή σε εκθέσεις επηρεάστηκε σημαντικά. Εγώ όπως και πολλοί άλλοι φωτογράφοι-καλλιτέχνες-εικαστικοί έπρεπε να επανασυστηθούμε στο κοινό μας σε γκαλερί, επιμελητές και μουσεία. Οι ίδιοι δεν μπορούσαμε να επισκεφτούμε αυτούς τους χώρους διά ζώσης πια και ποτέ δεν καταλάβαμε το λόγο για τον οποίο έμειναν κλειστοί τη στιγμή που ακόμη και με περιορισμούς τα κέντρα διασκέδασης και άλλοι χώροι ήταν προσβάσιμοι. Τώρα που βρίσκουμε τους ρυθμούς μας σιγά σιγά με την “κανονικότητα” επανέρχομαι λοιπόν δυναμικά στο πρόγραμμά μου για να μπορέσω να καλύψω την “παύση”, το “κενό” των δύο αυτών χρόνων. Ολοκληρώνω την τέταρτη ατομική μου έκθεση σε συνεργασία και στήριξη της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου και του Δήμου Ρόδου ενώ παράλληλα συμμετέχω και θα συμμετάσχω σε ομαδικές εκθέσεις και φεστιβάλ.
• Παρακολουθούμε την πορεία σας στα εικαστικά. Έχετε αναπτύξει έντονη δραστηριότητα και εξωστρέφεια με συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις σε άλλες περιοχές της χώρας. Μιλήστε μας για τα σχέδιά σας.
Και πριν την πανδημία είχα λάβει μέρος σε εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό, δουλειά μου είχε παρουσιαστεί στην ψηφιακή μορφή της Ιταλικής Vogue και προσωπικό προφίλ της δουλειάς μου στο lensculture. Είχα λάβει μέρος στην πρώτη Μπιενάλε Λάρνακας και είχα παρουσιάσει τρεις ατομικές εκθέσεις με τη στήριξη του Μουσείου Νεοελληνικής Τέχνης Δήμου Ρόδου, της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου και του Καταλύματος της Γαλλίας. Την περίοδο του εγκλεισμού… γιατί μόνον έτσι μπορώ να περιγράψω όλο αυτό που ζήσαμε, σαν έναν εγκλεισμό, έγινε κάτι το οποίο πιστεύω πως και άλλα μουσεία θα έπρεπε να πράξουν. Υπήρξε ένα open call από το MOMUS, το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης. Έπραξαν γρήγορα, σφυγμομέτρησαν το τι συμβαίνει, τι βιώνουμε και θέλησαν να κάνουν μια ομαδική έκθεση και να στηρίξουν καλλιτέχνες. Έτσι λοιπόν ήρθε η συμμετοχή μου στην έκθεση «Anthropause” the covid-19 files, με επιμελητή τον Ηρακλή Παπαϊωάννου. Η έκθεση αυτή στην συνέχεια έφερε την αγορά του έργου μου από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης για την μόνιμη συλλογή. Αυτή την περίοδο όλες οι αγορές και οι δωρεές του μουσείου παρουσιάζονται σε μια μεγάλη έκθεση που κλείνει τον Νοέμβριο, το «Κοινό Κτήμα».
Φωτογραφικά έργα μου παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Μικρό Παρίσι των Αθηνών» και στην Myro Gallery στη Θεσσαλονίκη. Ετοιμάζω την τέταρτη ατομική μου έκθεση για την οποία θα μάθετε σύντομα, με στήριξη της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου και του Δήμου Ρόδου, μια έκθεση που ευελπιστούμε πέρα από τη Ρόδο και την Αθήνα να παρουσιαστεί σε όλα τα νησιά της Δωδεκανήσου για την οποία θα εκδοθεί και ένα φωτογραφικό λεύκωμα.
• Τι αναζητάτε μέσα από την καλλιτεχνική σας δουλειά; Ποια μηνύματα θέλετε να περάσετε;
Βρίσκομαι σε μια διαρκή αναζήτηση για το φως και πώς αυτό λειτουργεί στις σπουδαίες φωτογραφίες αγαπημένων φωτογράφων και στους κλασικούς πίνακες των μεγάλων της τέχνης. Πώς αυτό αγκαλιάζει και αναδεικνύει σιλουέτες και φιγούρες, σκηνές και πόσο σημαντικό είναι στο να θέσει τη βάση για την ατμόσφαιρα ολόκληρου του έργου η μίας εικόνας, είτε πρόκειται για το αβάσταχτο φως στα πορτρέτα ιθαγενών στις φωτογραφίες του Σεμπαστιάο Σαλγκάδο, είτε για το μαλακό φως στα αυτοπορτρέτα του Ρέμπραντ. Αν και δουλεύω στην σκηνοθετημένη φωτογραφία, conseptual photography, θέλω πάντα να αιχμαλωτίζω την ευάλωτη και εύθραυστη στιγμή που παγώνει στο φακό.
Μέσα από την δουλειά μου επιχειρώ από τη μια μεριά να έρθω σε επαφή με μνήμες και με αγαπημένους που δεν υπάρχουν πια, με εποχές που έχουν φύγει που μου προκαλούν νοσταλγία και προσμονή με συναισθήματα που φοβάμαι να αντιμετωπίσω και όμως υπάρχουν και είναι έκδηλα σε κάθε εικόνα και από την άλλη υπάρχουν οι εικόνες που λειτουργούν σαν κοινωνικό σχόλιο στα όσα συμβαίνουν γύρω μας με απίστευτους ρυθμούς και με μια σκληρότητα που εξαπλώνεται γύρω μας και ισοπεδώνει τον τρόπο που αντιδρούμε και δεχόμαστε ερεθίσματα. Μέσα από τις εικόνες μου, προσκαλώ το θεατή να βρει τα κοινά σημεία τα κοινά βιώματα, να υπάρχει μια ταύτιση χωρίς να χρειαστεί να ανταλλάξουμε λέξεις χωρίς να γνωριζόμαστε, να τον φέρω σε επαφή με όλα τα απλά, τα ανθρώπινα, τα καθημερινά, το μοναδικό φάρμακο στην ασχήμια γύρω μας.
• Κατά την άποψή σας, η Ρόδος έχει όλα τα εχέγγυα για να αναδειχθεί ο πολιτιστικός χαρακτήρας και η πολιτιστική προσωπικότητά της;
Θα απαντήσω δίχως σκέψη πως όχι, όχι ακόμη. Εδώ έχουμε έναν φαύλο κύκλο. Η Ρόδος σε θέματα πολιτισμού, είναι δυστυχώς οι άνθρωποι που βρίσκονται σε θέσεις που αφορούν τον πολιτισμό (με κάποιες ελάχιστες αλλά σημαντικές εξαιρέσεις) και δεν γνωρίζουν πώς να τον προάγουν, ή να τον παράγουν και δυστυχώς δεν δέχονται να συνεργαστούν με ανθρώπους οι οποίοι γνωρίζουν. Βρισκόμαστε πολύ πίσω σε βασικά θέματα σε σχέση με άλλες πόλεις που διοργανώνουν εκθέσεις, φεστιβάλ καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου και καλλιτεχνικά δρώμενα με κάλεσμα για συμμετοχές που δεν περιορίζονται μόνο σε τοπικό επίπεδο. Και εδώ να σημειωθεί πως μια πληθώρα εκδηλώσεων δε σημαίνει αυτόματα πως παράγεται πολιτισμός, είναι ένα έτοιμο ‘προιόν’ το οποίο αγοράζεται, δεν δημιουργείται όπως θα έπρεπε από κοινού με τους καλλιτέχνες και τον δήμο ή την περιφέρεια. Αισθάνομαι πως δυσκολευόμαστε να εντοπίσουμε την διαφορά, ανάμεσα σε τουρισμό και πολιτισμό. Πολιτισμός ‘είναι το σύνολο της υλικής και άυλης δημιουργίας ενός λαού με σκοπό την κάλυψη των αναγκών του’ και οι ανάγκες μας δεν είναι να επανδρώσουμε απλώς ξενοδοχεία ή να χτίσουμε καινούρια και να γεμίσουμε το νησί από άκρη ως άκρη με καφετέριες και εστιατόρια. Πολιτισμός είναι να δημιουργήσουμε μια ταυτότητα με από κοινού επιτεύγματα που θα κρατήσουν στο πέρασμα του χρόνου.
Τα εικαστικά υποφέρουν σε μεγάλο βαθμό σε σχέση με τις μουσικές παραστάσεις και τα μουσικοχορευτικά δρώμενα, που και αυτά βλέπουμε στην πλειοψηφία τους να λαμβάνουν χώρα την περίοδο του καλοκαιριού, της σεζόν όπως λέμε και τι ακολουθεί; Ενας άγονος καλλιτεχνικά χειμώνας. Με ένα Εθνικό Θέατρο κλειστό εδώ και χρόνια που φιλοξενούσε χορωδιακά και μουσικά φεστιβάλ και εκδηλώσεις από όλο τον κόσμο, με χώρους οι οποίοι δίνονται σε μόνιμες εκθέσεις επ’ αόριστον και με άλλους τόσους που παραμένουν κλειστοί. Η μοναδική λύση λοιπόν είναι να βγούμε όλοι εμείς προς τα έξω σε αναζήτηση πολιτισμού και τέχνης. Μόνον εκεί μπορούμε να βρούμε ερεθίσματα, να έρθουμε σε επαφή με άλλους καλλιτέχνες, μόνο εκεί έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε πολλά πού θα πάμε τι θα δούμε. Με λυπεί πολύ αυτό το γεγονός γιατί αγαπώ τον τόπο μου. Αγαπώ τη Ρόδο, είναι η έδρα μου, το σπίτι μου. Υπάρχει υλικό στη Ρόδο, υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν αδιάκοπα, που γεννούν ιδέες και δημιουργούν μικρά καλλιτεχνικά καταφύγια. Όμως έχουμε ανάγκη περισσότερα.