Το ανθρώπινο πρόσωπό του έδειξε γι’ ακόμη μια φορά το Ειρηνοδικείο Ρόδου στην περίπτωση μιας 50χρονης χήρας και μητέρας δύο παιδιών που περιήλθε σε αδυναμία πληρωμής των δανείων της.
Η αιτούσα ηλικίας 50 ετών είναι χήρα από το 2019 οπότε και απεβίωσε σε ηλικία 62 ετών ο σύζυγός της. Από το γάμο τους απέκτησαν πέντε παιδιά εκ των οποίων τα δύο μόνο βρίσκονται σήμερα εν ζωή, για την διαμονή των οποίων στις αντίστοιχες πόλεις σπουδών τους η αιτούσα καταβάλλει μηνιαίως το ποσό των 420 ευρώ σε μισθώματα.
Ο σύζυγος της αιτούσας διατηρούσε επί πολλά χρόνια ατομική επιχείρηση, μετά την εμφάνιση όμως σοβαρών προβλημάτων υγείας αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία της επιχείρησής του το 2005 και να βγει στη σύνταξη το επόμενο έτος. Με την συνταξιοδότηση του συζύγου της η αιτούσα λειτούργησε από το 2006 ως το 2012 ατομική επιχείρηση στον τόπο κατοικίας της.
Καθώς ωστόσο με την οικονομική κρίση τα έσοδα της επιχείρησης μειώθηκαν, η αιτούσα προέβη σε διακοπή εργασιών τον Ιανουάριο του 2012 και τα τελευταία χρόνια εργάζεται ως εποχιακή ξενοδοχοϋπάλληλος.
Το ύψος των δανείων της ανέρχεται στο ποσό των 150.919,91 ευρώ.
Κατά το χρόνο λήψης των δανείων και τα επόμενα έτη οι απολαβές της αιτούσας και του συζύγου της ήταν επαρκείς και μπορούσαν να καλύπτουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Ακόμα και όταν εμφανίστηκαν τα σοβαρά προβλήματα υγείας του συζύγου της αιτούσας και η επιχείρηση της τελευταίας σταμάτησε να αποφέρει τα κέρδη των πρώτων ετών, η αιτούσα και ο σύζυγός της ρύθμισαν τα δάνειά τους και συνέχισαν να εξυπηρετούν τις υποχρεώσεις τους.
Ωστόσο, καθώς τα δύο παιδιά τους σπούδαζαν σε διαφορετικές πόλεις εκτός Ρόδου αυξήθηκαν οι οικογενειακές δαπάνες, ενώ εντάθηκαν και τα προβλήματα υγείας του συζύγου, με αποτέλεσμα να μην μπορέσουν να συνεχίσουν να εξυπηρετούν τα δάνεια.
Προέκυψε ότι η αιτούσα παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε από το 2017, οπότε και βεβαιώθηκε εις βάρος της και οφειλή από το ΚΕΑΟ, δεν είναι πλέον σε θέση να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις και έτσι έχει περιέλθει χωρίς υπαιτιότητά της σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της, καθώς αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του λόγω έλλειψης ρευστότητας, δηλαδή έλλειψης όσων χρημάτων απαιτούνται για να μπορεί αυτός να ανταποκρίνεται στα ληξιπρόθεσμα χρέη του, η δε αδυναμία της αυτή δεν οφείλεται σε δόλο.
Το δικαστήριο με την απόφασή του ρύθμισε τα χρέη της προς τους πιστωτές ορίζοντας μηνιαίες καταβολές επί μία τριετία (36 μήνες), οι οποίες θα ξεκινήσουν στο πρώτο δεκαήμερο από τον επόμενο μήνα από τη δημοσίευση της απόφασής του, ήτοι η αιτούσα θα καταβάλλει μηνιαίως στην μια τράπεζα 54,48 ευρώ, σε δεύτερη 60,56 ευρώ, σε τρίτη 20,87 ευρώ και σε μια τέταρτη 3,78 ευρώ.
Εξαιρεί από την εκποίηση την κύρια κατοικία της και της επιβάλλει την υποχρέωση να καταβάλει για τη διάσωσή της μετά την πάροδο 37 μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης, μηνιαία δόση κεφαλαίου ύψους 208,34 ευρώ για 16 έτη. Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται η μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Την υπόθεση χειρίστηκε ο δικηγόρος κ. Τάσος Μπακαλούμας.