Ρεπορτάζ

Απορρίφθηκε η αίτηση γνωστής εταιρείας που υπήχθη στο άρθρο 99 του Πτωχευτικού Κώδικα

Με απόφαση που εξέδωσε την Παρασκευή το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας απορρίφθηκε για τυπικό λόγο και συγκεκριμένα για τη μη ορθή διεκπεραίωση των προβλεπόμενων επιδόσεων η αίτηση μιας ομόρρυθμης εταιρείας της Ρόδου και 6 εταίρων της για την επικύρωση συμφωνίας συνδιαλλαγής που πέτυχαν μετά την υπαγωγή της στις ευεργετικές διατάξεις του άρθρου 99 του πτωχευτικού κώδικα.

Η έκθεση της διαμεσολαβήτριας, που όρισε το δικαστήριο, περιλαμβάνει αυτούσια την πρόταση – σχέδιο εξυγίανσης της εταιρείας, που αποτέλεσε τη βάση για τις διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές της, έκθεση ελέγχου των στοιχείων της πρότασης αυτής από ορκωτό λογιστή ως εμπειρογνώμονα, την τελική συμφωνία με την πλειοψηφία των πιστωτών, που τη διαπραγματεύτηκαν και τελικά την υπέγραψαν, βεβαίωση χρεών της ΔΟΥ Ρόδου και τις απαντήσεις όσων πιστωτών δεν υπέγραψαν την συμφωνία συνδιαλλαγής.

Οι συνολικές υποχρεώσεις της εταιρείας ανέρχονται σύμφωνα με την αρχική της αίτηση στο ποσό των 3.459.215,31 ευρώ, πλην όμως εσφαλμένα, διότι όπως προέκυψε από μεταγενέστερο έλεγχο συνυπολογίστηκε οφειλή εκ συναλλαγματικών προς τον κύριο προμηθευτή της και κυριότερο πιστωτή συνολικού ποσού 800.000 ευρώ, ενώ αυτές οι συναλλαγματικές είχαν αντικατασταθεί από επιταγές χωρίς να γίνει, εκ παρόρασης, η διαγραφή τους. Η πραγματική συνολική οφειλή προς τρίτους, Δημόσιο και Ασφαλιστικά Ταμεία της εταιρείας, όπως αυτή εκτίθεται στην συμφωνία συνδιαλλαγής για να λάβουν γνώση άπαντες των οφειλών προς τον καθέναν, ανέρχεται στο ποσό των 2.916.652,78 ευρώ και 2.884.093,54 ευρώ μετά την απομείωση του Δημοσίου.

Η εταιρεία δεν έχει παύσει τις πληρωμές της, καθόσον αυταπόδεικτα, μετά από σχεδόν τρία έτη δραστηριότητας από την υποβολή της ανωτέρω αίτησης, οι προς τρίτους οφειλές της δεν έχουν αυξηθεί.
Τη συμφωνία συνδιαλλαγής, όπως εμπεριέχεται στην έκθεση της μεσολαβήτριας, θέλουν και υπέγραψαν η πλειοψηφία των απαιτήσεων κατά της εταιρείας και οι φορείς τους και συγκεκριμένα η μια εταιρεία για συνολική απαίτηση ποσού 46.270,80 ευρώ – μια άλλη, για συνολική απαίτηση ποσού 1.078.000,00 ευρώ – μια τρίτη για συνολική απαίτηση 177.000,00 ευρώ και μια Τράπεζα για συνολική απαίτηση 210.758,93 ευρώ.
Έτσι, επιτεύχθηκε συμφωνία με τους ανωτέρω πιστωτές, που ολοκληρώθηκε στις 5 Ιουλίου 2013 και αντιπροσωπεύουν ποσοστό 52,41%.

Αυτή η συμφωνία δεν παραβλάπτει τα δικαιώματα των πιστωτών που δεν συμβάλλονται και τη συλλογική ικανοποίησή τους, καθόσον οι μη συμβαλλόμενοι στη συμφωνία πιστωτές δεν θα βρεθούν σε χειρότερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν με βάση την αναγκαστική εκτέλεση ή σε περίπτωση παύσης πληρωμών.
Η εταιρεία δραστηριοποιείται από το έτος 1986 στο νησί της Ρόδου στην εµπορία ηλεκτρικών ειδών και έχει εξασφαλίσει µόνιµη πελατεία και µεγάλη οικονοµική δραστηριότητα µε ετήσιους τζίρους της τάξεως των 2 εκατ. ευρώ.

Προσπαθεί να αναπτυχθεί µε νέες αντιπροσωπείες ηλεκτρικών ειδών µε µεγαλύτερο περιθώριο κέρδους και ήδη είναι σε σχετικές συζητήσεις µε ανώνυµη εταιρεία για την αποκλειστική αντιπροσώπευση γνωστών ηλεκτρικών ειδών.
Στο δικαστήριο προσκόµισε εξάλλου στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι από την 1η Φεβρουαρίου 2010 και εντεύθεν έχει καταβάλει σε προµηθευτές διατραπεζικά και στο δηµόσιο το συνολικό ποσό των 528.813,93 ευρώ, για µισθώµατα, το συνολικό ποσό των 48.000 ευρώ, για µισθοδοσία το συνολικό ποσό των 36.410 ευρώ.
Κατέβαλε εξάλλου το ποσό των 662.864,10 ευρώ έναντι ληξιπροθέσµων οφειλών της και διάφορα ποσά για λειτουργικά έξοδα, συνολικού ύψους 32.664,76 ευρώ.

Ένας από τους λόγους που δηµιουργήθηκαν οικονοµικά προβλήµατα στην εταιρεία, όπως αναφέρουν και οι νοµικοί συµπαραστάτες της, είναι η ένδικη διαφορά της µε µεγαλοστέλεχος γνωστής εταιρείας πώλησης ηλεκτρικών ειδών που δραστηριοποιείται µε υποκαταστήµατα σ’ όλη την Ελλάδα και έχει οµοίως υπαχθεί στις ευνοϊκές διατάξεις του άρθρου 99 του πτωχευτικού κώδικα.

Οι εταίροι της ροδίτικης εταιρείας διατείνονται συγκεκριµένα ότι ο αντιπρόεδρος της µηνυόµενης εταιρείας διέπραξε σε βάρος τους τα αδικήµατα της εκβίασης, της κακουργηµατικής απάτης και της απάτης επί δικαστηρίω κατ΄εξακολούθηση, ενώ η εταιρεία και η διοίκησή της, τα αδικήµατα της άµεσης συνέργειας σε εκβίαση και της άµεσης συνέργειας σε κακουργηµατική απάτη.

Με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου ο μηνυόμενος έχει παραπεμφθεί σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων κατηγορούμενος για εκβίαση και απάτη με περιουσιακό όφελος και προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ.
Τον Μάρτιο του 2003 ξεκίνησε η συνεργασία της ροδίτικης εταιρείας µε την εταιρεία του κατηγορούμενου και τους εκπροσώπους της, που την εφοδίαζαν µε το 85% περίπου των προϊόντων που εµπορεύεται.
Στα πλαίσια της συνεργασίας αυτής και για την εξυπηρέτησή της, ανοίχτηκε αλληλόχρεος λογαριασµός διάρκειας µέχρι τον Απρίλιο του 2009, που έπρεπε να κλείσει τον Δεκέµβριο του ίδιου έτους.
Η συνεργασία κυλούσε οµαλά µέχρι τον Απρίλιο του 2009 οπότε, όπως ισχυρίζονται οι μηνυτές, άρχισαν να εµφανίζονται προβλήµατα µε τον προµηθευτή, ο οποίος αδυνατούσε να τους προµηθεύσει µε εµπορεύµατα. Αναγκάστηκε έτσι να διακόψει τη συνεργασία του και να στραφεί σε άλλους χονδρέµπορους, ενώ ταυτόχρονα ζητήθηκε η περαίωση των µεταξύ τους εκκρεµοτήτων και το κλείσιµο του αλληλόχρεου λογαριασµού µε διευθέτηση του κατάλοιπου του.

Οι µηνυτές διατείνονται ότι ο προµηθευτής συµφώνησε και ζήτησε κάποια πίστωση χρόνου γιατί είχε µεταβιβάσει, παρά τη συµφωνία τους, λόγω προβληµάτων ρευστότητας που αντιµετώπιζε σε τράπεζες επιταγές που είχαν εισφέρει στον κοινό τους λογαριασµό.

Τον Δεκέµβριο του 2009 λίγο πριν κλείσει ο αλληλόχρεος λογαριασµός εµφανίστηκε (τηλεφωνικά) ο κατηγορούμενος, ο οποίος φέρεται να παρουσιάστηκε ως µέτοχος και νόµιµος εκπρόσωπος ανωνύµου εταιρείας, που εδρεύει στο Αίγιο και να πληροφόρησε τους Ροδίτες µηνυτές ότι η εταιρεία του είναι νόµιµη από οπισθογράφηση κοµίστρια επιταγών τους, ύψους 140.000 ευρώ.

Οι µηνυτές του επεσήµαναν ότι στο τέλος του έτους όχι µόνο δεν θα οφείλουν στην συνεργαζόµενη µέχρι τότε µε αυτούς εταιρεία εµπορίας ηλεκτρικών ειδών αλλά θα του οφείλει αυτή πράγµα το οποίο φέρεται να δήλωσε ότι δεν τον ενδιέφερε.
Απευθύνθηκαν δε στην συνεργαζόµενη µε αυτούς εταιρεία η οποία τότε προφασίστηκε αναστάτωση διότι είχε υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 99 περί συναλλαγής µε τους δανειστές. Τους διαβεβαίωσαν δε ότι η εταιρεία τους ήταν πιστωτική µε ποσό 220.000 ευρώ και ότι θα ελάµβαναν τα χρήµατα αυτά.

Στη συνέχεια η εταιρεία του Αιγίου εµφάνισε τις επιταγές στις τράπεζες. Οι επιταγές δε αυτές είχαν µπει στον αλληλόχρεο λογαριασµό για µελλοντικές της αγορές που ποτέ δεν πραγµατοποιήθηκαν.
Μετά την πρωτοχρονιά του 2010 ο εκπρόσωπος της εταιρείας του Αιγίου φέρεται να τους απείλησε ότι θα προχωρούσε σε έκδοση διαταγών πληρωµής και η ροδίτικη εταιρεία αναγκάστηκε να εκδώσει νέες επιταγές σε αντικατάσταση εκείνων που είχε καταθέσει στον αλληλόχρεο λογαριασµό της συνεργαζόµενης µε αυτήν εταιρείας.
Η συνεργαζόµενη µε αυτούς εταιρεία των Αθηνών δεν τακτοποίησε το χρέος και ο επιχειρηµατίας από το Αίγιο προχώρησε σε έκδοση διαταγών πληρωµής.

Στην πορεία οι Ροδίτες µηνυτές διαπίστωσαν ότι ο επιχειρηµατίας από το Αίγιο ήταν αντιπρόεδρος του διοικητικού συµβουλίου της συνεργαζόµενης µε αυτούς εταιρείας των Αθηνών που «πτώχευσε» και υπεύθυνος για τα οικονοµικά της και πως, ενώ η εταιρεία των Αθηνών της όφειλε 222.235,21 ευρώ είχε πάρει τις επιταγές από τον αλληλόχρεο λογαριασµό συνεργασίας τους και τις είχε µεταβιβάσει στην εταιρεία του στο Αίγιο προκειµένου να εξασφαλίσει παράνοµα όφελος που υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ!
Το δικαστικό συμβούλιο που εξέτασε την υπόθεση διαπίστωσε μεταξύ άλλων ότι όταν τον Ιούλιο του 2010 κοινοποιήθηκε στην εγκαλούσα εταιρεία η πρώτη διαταγή πληρωμής, η κύρια εταίρος της ανακάλυψε ότι ο κατηγορούμενος από τις 30 Απριλίου 2008 ήταν αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και ένας εκ των τριών νομίμων εκπροσώπων της ανώνυμης εταιρείας των Αθηνών.

Ο κατηγορούμενος, όπως κρίθηκε από το δικαστικό συμβούλιο, αν και γνώριζε ότι η εγκαλούσα εταιρεία θα είχε νόμιμη ένσταση κατά της εταιρείας των Αθηνών από τη μεταξύ τους σχέση για τις πρώτες τρεις επιταγές, παρασιωπώντας τη διπλή ιδιότητα του και το ότι γνώριζε για τον τρόπο λειτουργίας του αλληλόχρεου λογαριασμού και την ύπαρξη πιστωτικού υπολοίπου υπέρ της εγκαλούσας εταιρείας, έπεισε την εταίρο της ροδίτικης εταιρείας ότι η του Αιγίου είχε νόμιμη αξίωση εναντίον της από τρεις οπισθογραφημένες σ΄ αυτήν επιταγές, προκειμένου έτσι να ανανεώσει την οφειλή της και να εκδώσει επτά νέες επιταγές, καθώς και να της καταθέσει το ποσό των 20.000 ευρώ.
Την υπόθεση χειρίζονται οι δικηγόροι κ.κ. Ι. Κούτας και Κ. Μεϊµάρης.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου