Την 1η Αυγούστου ο Βασίλης Κικίλιας σχεδόν πανηγύριζε στο Twitter για τους 16.000 τουρίστες που υποδεχόταν εκείνες τις μέρες η Ακρόπολη, στην αιχμή της καλοκαιρινής περιόδου. Πολλές ιστοσελίδες έσπευσαν να εμπλουτίσουν το ρεπορτάζ τους με εναέριες φωτογραφίες που απεικόνιζαν μια ατελείωτη λαοθάλασσα που πλημμύριζε τον Ιερό Βράχο από τη μία του άκρη έως την άλλη. Υπέροχο; Ή τρομακτικό; Ονειρο; Ή εφιάλτης εν τη γενέσει του;
Η ενθουσιώδης αναφορά του υπουργού Τουρισμού είχε να κάνει προφανώς με το ελληνικό restart στην πιο προνομιακή μας βιομηχανία, αλλά δεν ήταν λίγοι αυτοί που αναρωτήθηκαν: Είναι αυτό που πραγματικά θέλουμε για τη χώρα;
Ακόμη κι αν ελάχιστοι Ελληνες στριμωχνόμαστε καλοκαιριάτικα στην Ακρόπολη, η εμπειρία από πολλά νησιά αλλά και από την υπερσυγκέντρωση τουριστικών επενδύσεων στο κέντρο της Αθήνας χτύπησε και στα μέρη μας το καμπανάκι του υπερτουρισμού. Ο φρενήρης ρυθμός δημιουργίας νέων ξενοδοχείων έγινε το σύμβολο μιας εποχής που φέρει τόσο τη μεταπανδημική ελπίδα ότι ο τουρισμός θα μας σώσει για άλλη μια φορά (και η αλήθεια είναι ότι χάρη στην υπεραπόδοση των τουριστικών εσόδων κατά 3 δισ. η κυβέρνηση μπόρεσε να αυγατίσει το κοινωνικό της πακέτο) όσο και μια πρωτοφανή ανησυχία: ότι αυτό που μας επιτρέπει να ζούμε καλύτερα από τους Βαλκάνιους γείτονές μας μπορεί να γίνει (αν δεν προσέξουμε) πηγή δεινών και καταστροφής· περιβαλλοντικής, οικονομικής, του ίδιου του ελληνικού brand name.
Στην πρωτεύουσα η δυναμική επιστροφή του τουρισμού έχει ένα όνομα: ξενοδοχεία. Κάθε μικρό ή μεγάλο εργοτάξιο σε κτίριο του κέντρου της πόλης κρύβει συνήθως ένα (ακόμη) ξενοδοχείο που ετοιμάζεται να ανοίξει. Αλλά φαίνεται ότι εδώ δεν μιλάμε μόνο για ένα προβλέψιμο comeback ύστερα από μια παγκόσμια υγειονομική κρίση. Η Αθήνα έγινε, γίνεται και θα γίνει ακόμη περισσότερο στο άμεσο μέλλον αυτόνομος προορισμός. Οσο παράξενο κι αν ακούγεται σε ορισμένα αυτιά, η Αθήνα έχει σήμερα τους δικούς της επισκέπτες.
Και είναι κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά στην ιστορία της· φυσικά ο βασικός όγκος των τουριστών της συνδυάζει ακόμη την Ακρόπολη με τα νησιά. Αλλά μια νέα, ευδιάκριτη ομάδα, διαρκώς αυξανόμενη, αναζητάει την αθηναϊκή εμπειρία. Για όλους αυτούς χρειάζονται πολύ περισσότερα (και πολύ καλύτερα) δωμάτια σε σχέση με το παρελθόν, νέα ξενοδοχεία, και φυσικά την γκρίζα ζώνη του airbnb που συνεισφέρει σε ποσοστό περίπου 40% της συνολικής ζήτησης. Οι αριθμοί του τουριστικού boom είναι αδιάψευστοι: υπολογίζεται ότι αυτή την εποχή κατασκευάζονται 2.500 νέα δωμάτια στην ευρύτερη Αθήνα, χωρίς σε αυτά να περιλαμβάνονται άλλα τόσα που σχεδιάζονται στον μητροπολιτικό πόλο του Ελληνικού, τη στιγμή που από το 2017 και μετά έχουν προστεθεί στο ξενοδοχειακό δυναμικό της πόλης σχεδόν 3.000 νέα δωμάτια και συνολικά 71 νέα ξενοδοχεία, αντιπροσωπεύοντας το 20% όλων των ξενοδοχείων της πρωτεύουσας και το 14% των δωματίων.
Κάθε μικρό ή μεγάλο εργοτάξιο σε κτίριο του κέντρου της πόλης κρύβει συνήθως ένα (ακόμη) ξενοδοχείο που ετοιμάζεται να ανοίξει.
Σύμφωνα με τη σχετική έρευνα της GBR Consulting για λογαριασμό της Ενωσης Ξενοδόχων Αθηνών – Αττικής και Αργοσαρωνικού, από τα 71 νέα ξενοδοχεία, τα 25 ήταν στην κατηγορία των 4 αστέρων, 11 σε αυτή των 5 αστέρων, 15 σε αυτή των 3 αστέρων, 10 σε αυτή των 2 αστέρων και ακόμη 10 με 1 αστέρι ή καθόλου.
Η ποιοτική αναβάθμιση του ξενοδοχειακού δυναμικού της Αθήνας αποτυπώνεται σε ένα επιπλέον στοιχείο: στην κατηγορία των 5 αστέρων το σύνολο πλέον φτάνει τις 34 μονάδες με 5.539 δωμάτια, σε σχέση με τα 24 ξενοδοχεία και τα 4.934 δωμάτια το 2017. Επίσης, 1 στα 5 δωμάτια, ή αλλιώς ποσοστό 20%, βρίσκεται πλέον κάτω από την ομπρέλα διεθνούς ξενοδοχειακού ομίλου. Ο επενδυτικός πυρετός δεν εμφανίζει σημάδια κόπωσης και το 2023 θα δούμε πολλές νέες μονάδες να προστίθενται στο δυναμικό της πρωτεύουσας. Ανάμεσά τους το NYX της Fattal στη θέση του πρώην Esperia Palace στη Σταδίου, το One & Only στα Αστέρια Γλυφάδας, τo Hilton Curio Collection στο πρώην «Πεντελικόν» στην Κηφισιά κ.ά.
Οπως Πράγα;
Αν μιλήσεις με παράγοντες της ξενοδοχειακής αγοράς, ένα από τα αγαπημένα τους παραδείγματα είναι η σύγκριση της Αθήνας με την Πράγα: η Αθήνα με 4,5 εκατομμύρια πληθυσμό έχει ετησίως 5 εκατομμύρια επισκέπτες, ενώ η Πράγα του 1,5 εκατομμυρίου έχει 8 εκατομμύρια. «Αδικούμε την Αθήνα και την Αττική όταν μιλάμε για φέρουσα ικανότητα τουριστικής ανάπτυξης, καθώς μιλάμε για τη μεγαλύτερη περιφέρεια της χώρας με διαρκώς βελτιούμενες υποδομές», μου λέει υψηλόβαθμο στέλεχος του ελληνικού τουρισμού. «Το θέμα που θα πρέπει να μας απασχολεί δεν είναι πόσα ξενοδοχεία ανοίγουν, αλλά πώς διαχειριζόμαστε τους επισκέπτες μας. Αν, για παράδειγμα, τους περιορίζουμε σε μια ακτίνα 200 μέτρων από την πλατεία Συντάγματος, κάτι δεν κάνουμε σωστά. Από την άλλη πλευρά, εμπλουτίζουμε διαρκώς το “πακέτο” του προορισμού μας; Τι και ποιες εμπειρίες έχουμε να τους προσφέρουμε; Με την προοπτική που εμφανίζει σήμερα η Αθήνα και όσα δρομολογούνται στο παραλιακό μέτωπο και όχι μόνο, θα σας πω ότι μπορεί σε πέντε χρόνια από σήμερα τα “πολλά” ξενοδοχεία που κατασκευάζονται σήμερα να μην είναι αρκετά».
Η Ιωάννα Δρέττα, διευθύνουσα σύμβουλος της Marketing Greece, μιας εταιρείας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που ιδρύθηκε το 2013 με πρωτοβουλία του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων και του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, λέει στην «Κ» ότι «η Αθήνα είναι ο προορισμός που προσφέρει το μεγαλύτερο εύρος εμπειριών στη χώρα μας και από τις αξιολογήσεις των τουριστών που την έχουν επισκεφθεί προκύπτει ότι η εμπειρία τους ξεπερνά τις προσδοκίες τους». Αλλά το ζήτημα του υπερτουρισμού είναι υπαρκτό, αρκεί η συζήτηση να μην πάρει λάθος δρόμο. «Ενα από τα πρωταρχικά ζητούμενα είναι η διάχυση των τουριστικών ροών στην ευρύτερη πόλη αλλά και στην Αττική. Το ενδιαφέρον για την Ακρόπολη είναι προφανώς πολύ μεγάλο, αλλά με 16.000 επισκέπτες τη μέρα τι είδους εμπειρία τούς προσφέρει; Πώς διαφοροποιείται το τοπικό χρώμα της πόλης ανά γειτονιά; Πώς θα προστατευθεί και πώς θα ενσωματωθεί στο προϊόν; Πώς θα δοθεί χώρος δημιουργίας και κίνητρα στις εταιρείες παροχής εμπειριών, που αποτελούν και τον μοχλό για τον εμπλουτισμό του προϊόντος και τη βιώσιμη ανάπτυξή του; Πώς διαμορφώνεται η ζήτηση για το κέντρο της πόλης με τη σπουδαία για τη χώρα και την Αθήνα επένδυση στο Ελληνικό; Αν μεγάλες επιχειρήσεις (π.χ. τράπεζες) μεταφέρουν τους εργαζομένους στο Ελληνικό, τα κυβερνητικά κτίρια μεταφερθούν στην ΠΥΡΚΑΛ, οι κάτοικοι ολοένα εγκαταλείπουν γειτονιές στο κέντρο, ποιον θα βλέπουν οι τουρίστες όταν το επισκέπτονται; Τα συμφέροντα του τουρισμού και των κατοίκων είναι κοινά. Κακή ποιότητα καθημερινότητας σημαίνει κακός τουρισμός και αντιστρόφως. Η τεχνογνωσία, οι καλές και οι κακές πρακτικές βρίσκονται εκεί έξω. Το πρώτο βήμα, η έναρξη της δημόσιας συζήτησης, έχει γίνει».
Πηγή kathimerini.gr