Δεκτές τυπικά αλλά και κατ΄ουσίαν έγιναν οι εφέσεις των κ.κ. Γερασίμου κατά κόσμον Ελευθερίου Μιχελή του Μιχελή, Μητροπολίτη Παλαιοημερολογιτών Δωδεκανήσου και Νικολάου Μίχα του Παντελή, κατά του 69/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κω με το οποίο είχαν παραπεμφθεί σε δίκη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από κοινού και κατ’εξακολούθηση.
Κρίθηκε συγκεκριμένα ότι τα αδικήματα που τους αποδίδονται για το διάστημα από 3 Νοεμβρίου 1998 έως 5 Μαρτίου 1999 έχουν υποπέπει σε παραγραφή.
Το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος τους και κατήργησε την ισχύ των διατάξεων του Ανακριτή της Κω, που εκδόθηκαν εις βάρος των κατηγορούμενων.
Το πρωτοβάθμιο δικαστικό συμβούλιο είχε διαπιστώσει διακίνηση μεγάλων ποσών σε κοινούς και ατομικούς τους λογαριασμούς, προερχόμενων από αγοραπωλησίες ακινήτων της Ιεράς Μονής Πάτμου.
Ο µοναχός Γεράσιµος – Ελευθέριος Μιχελής έχει καταδικαστεί από το Πενταµελές Εφετείο Δωδεκανήσου σε ποινή κάθειρξης 7 ετών για την πράξη της υπεξαίρεσης ποσού ιδιαιτέρως µεγάλης αξίας κατ’ εξακολούθηση από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας.
Με την ίδια απόφαση ο µοναχός καταδικάστηκε σε 5ετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωµάτων, σε καταβολή 50.000 ευρώ στην Ιερά Μονή για ηθική βλάβη που της προξένησε, ενώ διατάχθηκε η παραποµπή των αστικών αξιώσεων της Ιεράς Μονής, για τις οικονοµικές βλάβες που υπέστη, στα πολιτικά δικαστήρια.
Από έδρας είχε ανακοινωθεί εξάλλου ότι επρόκειτο να διαβιβαστούν αντίγραφα της δικογραφίας στην Εισαγγελέα Πληµµελειοδικών της Κω για τη διενέργεια νέας έρευνας για τη διαπίστωση τυχόν τελέσεως του αυτεπαγγέλτως διωκόµενου αδικήµατος της νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµη δραστηριότητα.
Πιο συγκεκριµένα από την ακροαµατική διαδικασία φέρεται να είχαν προκύψει αποχρώσες ενδείξεις για την τέλεση του συγκεκριµένου αδικήµατος εξαιτίας της διακίνησης χρηµατικών ποσών σε λογαριασµούς που τηρούσε ο κατηγορούµενος µε δικαιούχους τον ίδιο και σε άλλους, µε συνδικαιούχους συγγενικά του πρόσωπα και επιχειρηµατία της Πάτµου.
Όπως έγραψε η «δημοκρατική», στον µοναχό είχε επιβληθεί πρωτοδίκως ποινή κάθειρξης 8 ετών µε ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσµα, υπό τον όρο της καταβολής χρηµατικής εγγύησης ύψους 20.000 ευρώ.
Του είχε αποδοθεί πρωτοδίκως η υπεξαίρεση του αντίτιµου της αξίας πώλησης 42 ακινήτων (37 ακινήτων τα οποία µεταβιβάστηκαν µε συµβολαιογραφικά έγγραφα και 5 ακινήτων της Μονής για τα οποία δεν συντάχθηκαν συµβολαιογραφικά έγγραφα προς µεταβίβαση) και συγκεκριµένα ποσού 362.685,25 ευρώ στο χρονικό διάστηµα από τον Iανουάριο του 1993 έως το έτος 1998. Το Πενταµελές Εφετείο Δωδεκανήσου εξέτασε 38 περιπτώσεις ακινήτων.
Το δικαστήριο έκρινε ότι ο µοναχός ενεργούσε ως εντολοδόχος και διαχειριστής της περιουσίας της Ιεράς Μονής, αφού, όπως φέρεται να προέκυψε και από την ακροαµατική διαδικασία, ήταν εκείνος που διαπραγµατεύθηκε το τίµηµα της πώλησης και είχε κινήσει τη διαδικασία για τη µεταβίβαση της κυριότητάς τους.
Κατά τη διάρκεια της δίκης δεν µπόρεσε να δοθεί λογική εξήγηση για το γεγονός ότι από την άρση του απορρήτου των τραπεζικών λογαριασµών του κατηγορούµενου βρέθηκαν να έχουν διακινηθεί σε προσωπικούς του αλλά και σε άλλους που ήταν συνδικαιούχος µε συγγενείς του αλλά και µε έναν κάτοικο του νησιού περίπου 800 εκατ. δρχ. Ενώ δεν φέρεται να έπεισε ο ισχυρισµός της υπεράσπισης ότι τα χρήµατα αυτά προέρχονταν από φιλανθρωπίες και από δωρεές πιστών προς τον ίδιο.
Υπενθυµίζουµε ότι πραγµατογνωµοσύνη επιθεωρητών της Διεύθυνσης Eπιθεώρησης ΔΔ, NΠ και ΔEKO της Δ/νσης Oικονοµικής Eπιθεώρησης του Yπουργείου Oικονοµικών, εκτίµησε το ύψος της ζηµίας που υπέστη η Μονή από τις σκανδαλώδεις εκποιήσεις ακινήτων της στο εκπληκτικό ποσό των 1.515.691.297 δραχµών.
Από τα βουλεύµατα που αφορούν στη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας της Μονής φέρεται να έχει προκύψει ότι στο χρονικό διάστηµα 1970- 1985 έγιναν 404 συµβόλαια συνολικού ύψους 44.438.257 δρχ., στο διάστηµα 1986-1995 377 συµβόλαια συνολικού ποσού 748.238.734 δρχ. και στο διάστηµα 1963-1998 297 διπλά συµβόλαια που σηµαίνει ότι 297 φορές πούλησαν σε διπλούς αγοραστές το ίδιο οικόπεδο.
Εν πάση περιπτώσει το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου έκρινε ότι για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα θα έπρεπε να εφαρμοστεί για την εκτίμηση της ποινικής τους ευθύνης ο ν.2331/1995 που ίσχυε κατά το φερόμενο χρόνο τέλεσής τους.
Επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι εφαρμοζομένου του νόμου που ίσχυε κατά το φερόμενο χρόνο τέλεσης των αδικημάτων (από το 1993 έως το 1999) και αναφορικά με τον πρώτο κατηγορούμενο θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι δεν είναι δυνατό ο αυτουργός της προγενέστερης εγκληματικής πράξης της υπεξαιρέσεως κατ’ εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, να είναι ταυτόχρονα και δράστης της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
Το ίδιο θα έπρεπε να γίνει δεκτό και για το δεύτερο κατηγορούμενο, ο οποίος βαρύνονταν με την πλημμελημματική αποδοχή προϊόντων εγκλήματος από πρόσωπο που ενεργεί από ιδιοτέλεια κατ’ εξακολούθηση.
Σημειώνεται ότι ο Γεράσιμος, κατά κόσμο Ελευθέριος Μιχελής, είχε αιτηθεί την αντικατάσταση της προσωρινής του κράτησης για τη συγκεκριμένη υπόθεση με περιοριστικούς όρους και μετά την έκδοση του ως άνω απαλλακτικού βουλεύματος μετά την έφεση και την ακύρωση της διάταξής του δεν συντρέχει πλέον λόγος.