Συνεντεύξεις

Παρασκευή Τζεδάκη: «Η ενδοοικογενειακή βία μπορεί να πάρει διάφορες μορφές»

Η κα Παρασκευή – Βίβιαν Τζεδάκη, είναι πτυχιούχος BSc στην Ψυχολογία και έχει εμπειρία εθελοντισμού ως παράλληλη στήριξη για παιδιά δημοτικού. Εργάστηκε με ασθενείς με σοβαρές ψυχοπαθολογίες σε ίδρυμα ψυχικής υγείας καθώς και σε ψυχιατρική κλινική. Έχει μετεκπαιδευτεί στη Δικαστική Ψυχολογία. Παρακολουθεί τεταρτοετές πρόγραμμα ειδίκευσης στη Γωνιακή – Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία για παιδιά και ενηλίκους. Επίσης, παρακολουθεί πρόγραμμα ειδίκευσης στη Θεραπεία Ζεύγους & Οικογένειας. Ιδιωτεύει από το 2018.
Στην συνέντευξη που ακολουθεί, μιλάει για το επάγγελμά της και πώς είναι η εμπειρία να δουλεύει με παιδιά.
• Κυρία Τζεδάκη, μιλήστε μας για εσάς. Για ποιο λόγο επιλέξατε να ακολουθήσετε αυτόν τον τομέα της ψυχολογίας;
Ως ψυχολόγος, παιδοψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια, με ρωτούν συχνά οι φίλοι, η οικογένεια και οι γονείς, γιατί επέλεξα να εργαστώ με παιδιά. Όταν μου κάνουν αυτήν την ερώτηση, η πρώτη σκέψη μου είναι: γιατί να μην θέλω να δουλέψω με παιδιά; Το αγαπώ! Υπάρχουν χιλιάδες λόγοι για τους οποίους πιστεύω ότι το να βοηθάω τα παιδιά και τις οικογένειές τους είναι η καλύτερη δουλειά στον κόσμο, αλλά θα επικεντρωθώ σε τέσσερις κύριους λόγους:
1. Η εργασία με τα παιδιά είναι διασκεδαστική!
2. Μαθαίνω από τα παιδιά με τα οποία δουλεύω καθημερινά!
3. Τα παιδιά με παρακινούν να γίνω καλύτερος άνθρωπος.
4. Το να βοηθάω τα παιδιά (και τις οικογένειές τους) είναι η πιο ανταποδοτική δουλειά που μπορώ να σκεφτώ!
• Πόσο δύσκολο είναι να δουλεύεις με παιδιά; Ποιες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις ακολουθείτε;
Δεν είναι δύσκολο να δουλεύεις με παιδιά. Χρειάζεται συνεχής εκπαίδευση και κατάρτιση. Είμαι εκπαιδευμένη στη Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Θεραπεία (Cognitive Behavioral Therapy– CBT) είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για μια σειρά ψυχολογικών θεραπειών και βασίζεται σε επιστημονικά τεκμηριωμένα ευρήματα. Αυτή η θεραπευτική προσέγγιση έχει φανεί ότι είναι αποτελεσματική στην αντιμετώπιση ποικίλων ψυχολογικών διαταραχών σε παιδιά, εφήβους αλλά και ενήλικες.
Η Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Θεραπεία για παιδιά και εφήβους επικεντρώνεται στη διδασκαλία συγκεκριμένων δεξιοτήτων, τόσο στο παιδί όσο και στην οικογένεια του. Η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι διαφορετική, συγκριτικά με άλλες προσεγγίσεις, αφού επικεντρώνεται στο πώς οι Γνωσίες-Σκέψεις, τα Συναισθήματα και οι Συμπεριφορές συνδέονται και πώς αλληλοεπηρεάζονται και αλληλοεπιδρούν. Γι’ αυτό και η προσέγγιση αυτή επιτρέπει στο θεραπευτή να παρέμβει σε διαφορετικά σημεία. Ο θεραπευτής και το παιδί ή ο έφηβος αναπτύσσουν από κοινού τους στόχους της θεραπευτικής διαδικασίας, σε συνεργασία με την οικογένεια, και καταγράφουν την πρόοδο του εκάστοτε στόχου στη διάρκεια κάθε συνεδρίας.
Ο θεραπευτής προσπαθεί να βοηθήσει το παιδί να ανακαλύψει ότι έχει την ικανότητα να επιλέξει θετικές σκέψεις και συναισθήματα. Το παιδί συμμετέχει ενεργά στη θεραπεία τόσο κατά τη διάρκεια της συνεδρίας όσο και μετά το πέρας της, στο σπίτι. Η θεραπεία είναι προσανατολισμένη σε στόχους που αφορούν σε δυσκολίες στο εδώ και τώρα.
Ακόμη, έχω εκπαιδευτεί και στη παιγνιοθεραπεία. Το παιχνίδι δηλαδή θεωρείται ως το φυσικότερο μέσο επικοινωνίας κι έκφρασης, με το οποίο τα παιδιά μαθαίνουν, εξερευνούν, ανακαλύπτουν και προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο γύρω και μέσα τους.
Η παιγνιοθεραπεία παρέχει ένα χώρο απόλυτης ασφάλειας κι εμπιστοσύνης, μέσα στον οποίο το παιδί μπορεί να εκφράσει, να κατανοήσει, να επεξεργαστεί τις εμπειρίες και τα συναισθήματά του και να επιλύσει τις δυσκολίες που παρεμβάλλονται στη φυσιολογική του ανάπτυξη ή δημιουργούν προβλήματα στην καθημερινότητά του.
Η θεραπευτική αυτή προσέγγιση διαφέρει από τις «παραδοσιακές θεραπείες» στο ό,τι δεν βασίζεται στο λόγο, αλλά στο παιχνίδι. Τα παιδιά δεν καλούνται να εξηγήσουν τι τα απασχολεί, αλλά χρησιμοποιούν το παιχνίδι με βάση τις δικές τους ικανότητες και το δικό τους ρυθμό, ώστε να εκφράσουν συμβολικά τις ανησυχίες τους, τις επιθυμίες και τους φόβους τους. Το παιχνίδι μετατρέπεται από μέσο εξωτερίκευσης των συναισθημάτων του παιδιού σε μέσο κατανόησης για το θεραπευτή, για να μετουσιωθεί τελικά σε μέσο θεραπευτικής αλλαγής και προσωπικής ανάπτυξης. Η παιγνιοθεραπεία μπορεί να εφαρμοστεί εξελικτικά, διαγνωστικά, προληπτικά και θεραπευτικά, ενώ μπορεί επίσης να λειτουργήσει μόνη της (σε ατομικό ή ομαδικό επίπεδο) ή σε συνδυασμό με άλλες θεραπείες ανάλογα πάντα με το «πρόβλημα» και τη σοβαρότητά του. Σημαντικό εργαλείο δουλειάς αποτελεί και το παιδικό ιχνογράφημα.
• Παρακολουθούμε εδώ και καιρό τις υποθέσεις με τις κακοποιήσεις παιδιών. Είναι δύσκολο τα παιδιά αυτά να μιλήσουν; Να αντιδράσουν;
Η ενδοοικογενειακή βία μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Μπορεί να είναι ο γονιός που ασκεί βία στο παιδί. Συνήθη θύματα είναι οι γυναίκες και τα παιδιά -όταν υπάρχουν- είναι αναγκασμένα να βιώνουν τη βία να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια τους, μη μπορώντας να αντιδράσουν. Όταν αυτός που σημαίνει τόσα πολλά πράγματα για σένα και από τον οποίο εξαρτάσαι ποικιλοτρόπως σε εκθέτει σε βία, κακοποιώντας συστηματικά ένα άλλο πρόσωπο που επίσης αγαπάς, οι συνέπειες είναι πολύ σοβαρές. Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο των στενών συναισθηματικών σχέσεων είναι πως η βία που ασκείται σε ένα μέλος μιας οικογένειας πλήττει πάντα περισσότερους, πέραν του άμεσου αποδέκτη της.
Το πώς αντιδρά ένα παιδί απέναντι σε βιώματα ενδοοικογενειακής βίας εξαρτάται από πολλούς και διάφορους παράγοντες, όπως η ηλικία και το φύλο του, από την ύπαρξη άλλων αδελφών, από την προσωπικότητα και το ταμπεραμέντο του, από την εξελικτική φάση που βρίσκεται καθώς και από το ιστορικό της οικογένειάς του.
Τα διάφορα συναισθήματα και οι σκέψεις που πυροδοτούνται είναι τόσο οδυνηρά που δύσκολα μπορούν να εκφρασθούν με λέξεις, ώστε να γίνουν κατανοητά, αλλά και για να μπορέσουν να μοιρασθούν με κάποιον άλλον. Υπάρχει μια διαδεδομένη παρεξήγηση, όσον αφορά στα παιδιά που εκτίθενται σε βία, πως «ο χρόνος γιατρεύει όλες τις πληγές». Στην πραγματικότητα, κάθε άλλο παρά κάτι τέτοιο συμβαίνει. Πολλά από αυτά τα παιδιά παίρνουν απόσταση από τα όσα βίωσαν για να μπορέσουν να συνεχίσουν να ζουν χωρίς να καταρρεύσουν τελείως. Αυτό συχνά εκλαμβάνεται πως οι πληγές τους επουλωθεί. Οι έρευνες δείχνουν, όμως, πως, παρόλο που και οι δύο γονείς δηλώνουν πως οι βιαιοπραγίες τους έγιναν μπροστά στα μάτια του παιδιού τους, ένα ποσοστό 20% των παιδιών αυτών το αρνούνται! Συχνά θεωρούν πως τα ίδια ευθύνονται για τα όσα συμβαίνουν στην οικογένειά τους και πως θα πρέπει να τιμωρηθούν για αυτό. Εν κατακλείδι, όλα αυτά είναι μια απέλπιδα προσπάθειά τους να σώσουν την εικόνα του καλού γονέα που όλοι έχουμε ανάγκη.
• Οι γονείς πολλές φορές αρνούνται να αποδεχτούν ό,τι υπάρχει κάποιο θέμα -είτε συμπεριφοράς, είτε μάθησης, είτε κοινωνικοποίησης, είτε αυτοεκτίμησης- το οποίο ταλαιπωρεί το παιδί τους. Πώς μπορεί να αλλάξει αυτό;
Δυστυχώς, ένα από τα πράγματα που θα διαπιστώσει κάποιος εάν εργαστεί σε ένα πλαίσιο με παιδιά όπως το σχολείο είναι ότι υπάρχουν παιδιά με διάφορα ‘προβλήματα’ (υπερκινητικότητα, έλλειψη προσοχής, δυσλεξία, επιθετική συμπεριφορά, άγχος κ.λπ.), τα οποία όμως μένουν αβοήθητα, χωρίς παρέμβαση από κάποιον ειδικό. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της αδυναμίας των γονέων να αποδεχτούν ότι υπάρχει πρόβλημα.
Οι γονείς είναι οι άνθρωποι που αγαπούν περισσότερο από κάθε άλλον τα παιδιά τους. Τι είναι, λοιπόν, αυτό που τους εμποδίζει να αποδεχτούν ένα πρόβλημα και να το αντιμετωπίσουν; Η άρνηση. Η άρνηση είναι ένας μηχανισμός άμυνας που ενεργοποιείται κάθε φορά που μας συμβαίνει κάτι δύσκολο ως προς τον διαχωρισμό του. Δεν μπορούμε να δεχτούμε εξαρχής τη σκληρή πραγματικότητα. Αν αρνηθούμε, όμως, το πρόβλημα και το αγνοήσουμε αυτό θα εξαφανιστεί; Μήπως με τον καιρό διογκωθεί και τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα; Είναι γεγονός ότι όσο πιο σύντομα υπάρξει η σωστή διάγνωση και παρέμβαση, τόσο πιο καλή θα είναι η πρόγνωση για το παιδί.
Ένας από τους βασικούς φόβους που έχουν οι γονείς και αποφεύγουν να επισκεφτούν έναν ειδικό είναι ότι το παιδί τους θα αποκτήσει την ταμπέλα του προβληματικού κι ότι θα στιγματιστεί. ‘Ο κόσμος θα αρχίσει να σχολιάζει’.
Τι είναι πιο σημαντικό, όμως; Το να βοηθήσουμε το παιδί μας ή το τι θα πει ο κόσμος; Να θυμόμαστε ότι αυτοί που μας αγαπούν πραγματικά θα σταθούν δίπλα μας και θα μας στηρίξουν ό,τι και να συμβαίνει. Σημαντικό ρόλο στο πώς θα μας αντιμετωπίσει ο κόσμος παίζει και η δικιά μας αντίδραση. Αν φερόμαστε σαν να έχει το παιδί μας κάτι το τρομερό και για το οποίο πρέπει να ντρεπόμαστε, τότε ανάλογη θα είναι και η συμπεριφορά των άλλων.
Αν, όμως, ενημερώσουμε τους άλλους σχετικά με το πρόβλημα (π.χ. τι είναι δυσλεξία, τι είναι η διάσπαση προσοχής, τι συμβαίνει με το άγχος και το πένθος κ.λπ.) κι ότι δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρεπόμαστε, τότε ενδεχομένως να αλλάξει και η στάση του κόσμου. Η άγνοια είναι αυτή που δημιουργεί προβλήματα.
Η απόφαση να απευθυνθούμε σε έναν ειδικό, μόνο κακό δε κάνει στο παιδί ή στον έφηβο. Εν αντιθέσει, μόλις διαπιστωθεί ποιο είναι το πρόβλημα και ξεκινήσει η αντίστοιχη παρέμβαση η κατάσταση θα βελτιωθεί. Γονείς που ακολούθησαν αυτή την οδό αναφέρουν ότι το παιδί τους παρουσίασε καλυτέρευση. Αυξήθηκε η αυτοπεποίθηση, βελτιώθηκε η διάθεση, το σχολείο έπαψε να είναι ένας χώρος που δημιουργούσε άγχος, φόβο ή πλήξη. Σημαντικό είναι να γνωρίζουμε ότι ο στόχος της παρέμβασης είναι να αξιοποιήσει το παιδί όλο το δυναμικό που κρύβει μέσα του, ξεπερνώντας τα εμπόδια που δεν το αφήνουν να εξελιχθεί.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο δάσκαλος είναι ο συνοδοιπόρος των γονέων στο πολυσύνθετο ταξίδι της διαπαιδαγώγησης του παιδιού. Όταν, λοιπόν, επισημαίνει ότι έχει διαπιστώσει κάτι, μην είστε διστακτικοί. Αντιμετωπίστε τον σαν σύμμαχο. Αξιοποιήστε την συμβουλή του και επισκεφτείτε έναν ειδικό ψυχικής υγείας.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου