Μια νέα διάσταση προσέλαβε χθες η υπόθεση της εξαφάνισης της 44χρονης μητέρας Ελένης Ευθυμίου, που εντοπίστηκε ζωντανή το μεσημέρι της 21ης Ιανουαρίου 2023 από Ισραηλίτη περιπατητή, στην αγροτική περιοχή «Παναγιά» μεταξύ Μασάρων και Καλάθου.
Η γυναίκα, η οποία ήταν εμφανώς ταλαιπωρημένη και εξαντλημένη, μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο της Ρόδου και από την ιατροδικαστική εξέταση στην οποία υποβλήθηκε δεν προέκυψαν σημάδια κακοποίησής της.
Εδωσε κατάθεση σε αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ρόδου προκειμένου να πέσει φως στις συνθήκες εξαφάνισής της.
Ωστόσο, όπως απεκάλυψε η «δημοκρατική», η 44χρονη δεν ήταν σε θέση να δώσει πληροφορίες ούτε για τη διαδρομή που ακολούθησε, ούτε για τον τρόπο που βρέθηκε στη δύσβατη περιοχή που εντοπίστηκε.
Μάλιστα, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις που έδωσε στους αστυνομικούς, είχε την αίσθηση ότι απουσίαζε μόλις μια ημέρα από το σπίτι της.
Μεταξύ άλλων είχε απαντήσει εξάλλου αρνητικά στην ερώτηση αν συνομίλησε τηλεφωνικά με τον κτήτορα της Μονής του Αγίου Παϊσίου στον Αρχάγγελο. Θυμίζουμε ότι όπως προέκυψε από τις έρευνες στις 16:00 της Δευτέρας 16 Ιανουαρίου -ημέρα κατά την οποία χάθηκαν τα ίχνη της 44χρονης, από κάμερα ασφαλείας προκύπτει ότι η αγνοούμενη οδηγώντας το όχημά της, βγαίνει από τη δημοτική κοινότητα Μαλώνας μέσα από παραδρόμους με κατεύθυνση προς τη δημοτική κοινότητα Μασάρων.
Όπως προκύπτει, ενόσω περνάει από το γεφυράκι στην έξοδο του χωριού, φέρεται να αλλάζει κατεύθυνση κι αυτό είναι το τελευταίο στίγμα που έχουν οι αρχές στη διάθεσή τους από την 44χρονη, όπως προκύπτει από τις κάμερες ασφαλείας.
Η 44χρονη εισήλθε στις 13.20 στο ησυχαστήριο του Αγίου Παϊσίου στον Αρχάγγελο και αναχώρησε από το σημείο μια ώρα μετά.
Ο κτήτορας του μοναστηριού, κάτοικος του Αρχαγγέλου, προσέφυγε χθες ενώπιον της Εισαγγελέως με μήνυση κατά του αδελφού, του συζύγου και του πατέρα της 44χρονης, κατά ενός ιερέα και δημοσιογράφων και ζητά την άσκηση διώξεων εις βάρος τους για ψευδή καταμήνυση, δυσφήμιση και συκοφαντική δυσφήμιση δια του τύπου.Οπως εκθέτει είναι 68 ετών, παντρεμένος και οικογενειάρχης, ενώ διατηρεί ξενοδοχειακή επιχείρηση έχοντας διατελέσει μεταξύ άλλων και επίσημος ξεναγός του Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας και του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.
Υποστηρίζει ότι σχεδόν από την πρώτη ημέρα της εξαφάνισης της 44χρονης απασχολήθηκαν με το συγκεκριμένο θέμα πολύ έντονα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα κανάλια και ο τύπος (κυρίως μέσω blogs και ηλεκτρονικών ιστοσελίδων).
Προσκομίζει μεταξύ άλλων 15 δημοσιεύματα ΜΜΕ πανελλήνιας κυκλοφορίας και ισχυρίζεται ότι τα περισσότερα ήδη από τους τίτλους τους «φωτογραφίζουν» τόσο εκείνον όσο και το μοναστήρι.
Η 44χρονη, όπως τονίζει, ήταν επισκέπτρια του ησυχαστηρίου του Αγίου Παϊσίου και είχε τύχει να την γνωρίσει. Είχε παρατηρήσει ότι επισκέπτεται αρκετά συχνά το Μοναστήρι και σχεδόν πάντα ήταν σκεπτική και προβληματισμένη. Αναφέρεται σε προβλήματα που του είχε εκθέσει και που τον είχαν προβληματίσει και τονίζει ότι άτομα του οικογενειακού της περίγυρου δεν δίστασαν να τον κατηγορήσουν δημοσίως ότι έχει δήθεν «παίξει» σημαντικό ρόλο στην εξαφάνιση, ότι δήθεν φοβούνται για την δολοφονία της, ότι παρίστανε δήθεν τον παππά, ότι είναι δήθεν ψευτοϊερέας, ρασοφόρος του συγκεκριμένου μοναστηριού, ότι της είχε κάνει πλύση εγκεφάλου.
Επισημαίνει κάνοντας μνεία σε ορισμένες δηλώσεις ότι εξαιτίας αυτών, οι αρμόδιοι ανακριτικοί υπάλληλοι και συγκεκριμένα η Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Ρόδου, η οποία είχε αναλάβει την διενέργεια προανακριτικών πράξεων, τον κάλεσε και κατέθεσε ενόρκως.
Από τον διασυρμό του, όπως είπε, αντιμετώπισε τεράστιες δυσκολίες στις καθημερινές του συναναστροφές αφού όλοι τον κοιτούσαν κυριολεκτικά με «μισό» μάτι.
Μέχρι που όλα τα δημοσιογραφικά κανάλια έφτασαν στο σημείο να του «χτυπήσουν» την πόρτα και πλέον να μην καταλείπεται η παραμικρή αμφιβολία στον κόσμο, ότι τα συγγενικά πρόσωπά της αναφέρονταν και φωτογράφιζαν εκείνον. Ευρισκόμενος, όπως εκθέτει, σε πλήρη απελπισία αποφάσισε να δηλώσει οπουδήποτε την πραγματικότητα, προσπαθώντας να καταφέρει να «ξεφύγει» από τις άκρως αβάσιμες και ψευδείς κατηγορίες που εξαπέλυσαν εναντίον του.
Εξηγεί ότι δεν είναι ούτε ιερέας, ούτε ψευτοϊερέας, ούτε ρασοφόρος, ούτε αιρετικός, ούτε ό,τι άλλο μπορεί να έχει κατηγορηθεί ότι υποδύεται.
Το μοναστήρι ανήκε στην μητέρα του και έκτοτε όπως τονίζει λειτουργεί κανονικά, διεξάγονται Θρησκευτικές Λειτουργίες με Ιερείς της Ιεράς Μητρόπολης Ρόδου και χιλιάδες κόσμος επισκέπτεται για να προσκυνήσει
Την υπόθεση χειρίζεται η δικηγόρος κ. Αικατερίνη Βολονάκη.