Ποινή φυλάκισης 19 μηνών με τριετή αναστολή επέβαλε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου σε έναν ημεδαπό που κρίθηκε ένοχος ψευδούς καταμήνυσης και συκοφαντικής δυσφήμισης πρώην υπαλλήλου γνωστής επιχείρησης του νησιού.
Το δικαστήριο έκρινε αθώους στην ίδια υπόθεση τον ίδιο για τα ίδια αδικήματα που εφέρετο να τέλεσε εις βάρος συναδέλφου της και τρείς ακόμη ημεδαπούς συγκατηγορούμενους του για ηθική αυτουργία στις ανωτέρω πράξεις, ψευδή κατάθεση και συκοφαντική δυσφήμιση.
Η υπόθεση, που μονοπώλησε σχεδόν την προχθεσινή συνεδρίαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου, αποτελεί συνέχεια άλλης που η γυναίκα και ο συνάδελφός της κρίθηκαν από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου το έτος 2018 αθώοι πλαστογραφίας μετά χρήσεως, απάτης και απιστίας, κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση και αθώοι λόγω αμφιβολιών υπεξαίρεσης κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση.
Κατέστησαν σαφές ότι καταμηνύθηκαν ψευδώς από τον πρώην εργοδότη τους, προκειμένου να μετατοπίσει την ευθύνη παρανομιών, που διαπιστώθηκαν μετά από έλεγχο στην επιχείρησή του, σε εκείνους!!
Η έρευνα για την υπόθεση ξεκίνησε μετά από έγκληση που υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που δραστηριοποιείται στην παραλαβή και καταστροφή των παλαιάς τεχνολογίας αποσυρόμενων αυτοκινήτων.
Η εταιρεία τελεί υπό τον άμεσο έλεγχο και εποπτεία των αρμόδιων υπηρεσιών του ΥΠΕΚΑ το οποίο οργανικά ανήκε στο Υπουργείο Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Αποθηκεύει σε ακάλυπτο χώρο τα αποσυρόμενα αυτοκίνητα, αφαιρεί τα προς χρήση ανταλλακτικά και γενικά διεκπεραιώνει τη διαδικασία καταστροφής αφού συνταχθεί προηγουμένως το αναγκαίο πιστοποιητικό καταστροφής.
Για κάθε αυτοκίνητο που παραδίδεται στην εταιρεία για καταστροφή υπογράφεται πρωτόκολλο παράδοσης, φωτογραφίζεται, αφαιρούνται οι πινακίδες, δημιουργείται πλήρης φάκελος με όλα τα στοιχεία του και καταχωρείται στο ειδικό βιβλίο των εισερχόμενων προς καταστροφή αυτοκινήτων ενώ στο εμπρόσθιο τζάμι του κάθε αυτοκινήτου αναγράφεται με σπρέι ο αύξων αριθμός του υπό καταστροφή αυτοκινήτου.
Ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας ισχυρίστηκε ότι η πρώτη εγκαλούμενη λόγω της εμπιστευτικής θέσης που είχε να διαχειρίζεται το ταμείο της επιχείρησης και να έρχεται σε άμεση επαφή με τους πελάτες και τους ιδιοκτήτες των υπό καταστροφή αυτοκινήτων πουλούσε εν αγνοία της εταιρείας σε τρίτα πρόσωπα εντελώς παράνομα για δικό της λογαριασμό, χωρίς παραστατικά και λοιπά στοιχεία, είτε αυτοκίνητα που είχαν αποσυρθεί και προορίζοντο για καταστροφή, είτε μηχανές και άλλα χρήσιμα ανταλλακτικά που αφαιρούσε με τη σύμπραξη του δεύτερου ιδιοποιούμενοι παράνομα τα «μαύρα» χρήματα που εισέπρατταν.
Ισχυρίστηκε επιπλέον ότι εμφανιζόταν απατηλά στις παράνομες συναλλαγές ως δήθεν ιδιοκτήτρια της επιχείρησης και δεν εξέδιδε τιμολόγια ή αποδείξεις πώλησης.
Ισχυρίστηκε δε ότι οι μηνυόμενοι υπεξαίρεσαν σε 11 περιπτώσεις ανταλλακτικά αυτοκινήτων.
Από την ακροαματική διαδικασία και τις απολογίες των κατηγορούμενων φέρεται να προέκυψε ωστόσο ότι το ό,τι συνέβαινε στην επιχείρηση ήταν όχι μόνο σε γνώση του εκπροσώπου της εταιρείας, αλλά γινόταν κατόπιν εντολών του.
Πιο συγκεκριμένα, εγίνοντο πωλήσεις ανταλλακτικών από αυτοκίνητα που είχαν δήθεν αποσυρθεί και για τα οποία υπήρχαν πρωτόκολλα καταστροφής και όταν διενεργήθηκε έλεγχος αρμοδίως από την ΕΔΟΕ και διαπίστωσε παρατυπίες στον απολογισμό των υλικών και την καταγραφή τους τότε εκείνος υπέβαλε την μήνυση για αντιπερισπασμό και για να μετατοπίσει τις ευθύνες στους δύο πρώην υπαλλήλους του.
Αυτό μάλιστα έγινε 9 μήνες μετά την απόλυσή τους από την εταιρεία κι ενώ επεδίωκαν να αποζημιωθούν δεδουλευμένα τους και αποζημιώσεις.
Εν πάση περιπτώσει, ο πρώτος κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για το ό,τι την 17η Σεπτεμβρίου 2012, με την ιδιότητά του ως διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας υπέβαλε την προαναφερόμενη μήνυση παρότι για όλες τις ενέργειες των εγκαλούντων αναφορικά με πωλήσεις των οχημάτων, την έκδοση των πιστοποιητικών και την εν γένει λειτουργία της επιχείρησης υπήρχε πλήρης γνώση και συγκατάθεσή του. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτου εν γνώσει του ψευδή γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της υπαλλήλου του.
Ως συνήγορος για την υποστήριξη της κατηγορίας παρέστη ο κ. Γεώργιος Κακακιός και ως συνήγορος υπεράσπισης ο κ. Μανώλης Κουτσούκος.