«Τα «ισχυρά χαρτιά» της οικονομίας ως γνωστόν είναι η ναυτιλία των Ελλήνων και ο τουρισμός!». Αυτό επισημαίνει μεταξύ άλλων σε συνέντευξη που παραχώρησε στην «δημοκρατική» ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά κ. Βασίλης Κορκίδης –ένας, παραδοσιακά άνθρωπος της αγοράς και του εμπορίου. Επίσης αναλύει την κατάσταση σχετικά με την συνεχιζόμενη αύξηση στις τιμές των προϊόντων ενώ επισημαίνει πως μετά και την κρίση του κορωνοϊού, μπορούμε να πούμε ότι ‘η αγορά επανήλθε στην κανονικότητα…’.
• Κύριε Κορκίδη, εδώ και ένα χρόνο οι τιμές στα ράφια των σούπερ μάρκετ αυξάνονται. Παρά την μείωση του πληθωρισμού στην Ελλάδα τον Μάρτιο οι τιμές των τροφίμων, του αλκοόλ και του καπνού συνέχισαν να αυξάνονται. Ποιες είναι οι αιτίες της αύξησης των τιμών; Τι μπορεί να γίνει κατά την εκτίμησή σας;
Οι τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα και σε όλες τις 27 χώρες της Ε.Ε. διατηρούνται στα ύψη και καταγράφουν μηνιαίως μεγαλύτερες αυξήσεις από τις τιμές των άλλων ομάδων προϊόντων, συμβάλλοντας περισσότερο στον ευρωπαϊκό πληθωρισμό.
Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat, η μείωση του πληθωρισμού στην Ελλάδα τον Μάρτιο ήταν στο 5,4% σε ετήσια βάση, από 6,5% τον Φεβρουάριο, και οφείλεται στη μείωση των τιμών ενέργειας κατά 14,7%, ενώ αντίθετα οι τιμές των τροφίμων, του αλκοόλ και του καπνού συνέχισαν να αυξάνονται με διψήφιο ποσοστό 11,8%, έναντι αύξησης 12,2% τον Φεβρουάριο.
Αντίστοιχα στις χώρες της ευρωζώνης, ο πληθωρισμός μειώθηκε στο 6,9% από 8,5%, με την αποκλιμάκωση να οφείλεται επίσης στις τιμές ενέργειας, οι οποίες μειώθηκαν 0,9% έναντι αύξησης 13,7% τον Φεβρουάριο, ενώ οι τιμές σε τρόφιμα, αλκοόλ και καπνό συνέχισαν να αυξάνονται και μάλιστα με ταχύτερο ρυθμό 15,4% έναντι 15% τον Φεβρουάριο.
Την ίδια χρονική συγκυρία, ο Ο.Π.Ε.Κ. ανησυχώντας από τη συνεχιζόμενη πτώση των τιμών του πετρελαίου, σε σχέση με την περσινή χρονιά που το πετρέλαιο ήταν πολύ φθηνότερο για τις βιομηχανικές χώρες, αποφάσισε τη μείωση της παραγωγής πετρελαίου, προκαλώντας άνοδο των τιμών των καυσίμων και διασπορά ανατιμητικών τάσεων σε ολόκληρη την αγορά. Αναλυτές εκτιμούν, πως η μείωση θα οδηγήσει την τιμή του βαρελιού κοντά στα 100 δολάρια, με τα σενάρια για τις επιπτώσεις στον πληθωρισμό και στα επιτόκια να διατηρούν την ανιούσα.
Επί της ουσίας ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η είσοδος σε ένα σπιράλ χωρίς τέλος, όπου η ανατροφοδότηση του πληθωρισμού, μέσω των καυσίμων, και ενώ υπάρχει ήδη υψηλός πληθωρισμός των τροφίμων, θα οδηγήσει πιθανότατα σε πιο επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων για την ανάσχεσή του.
Για την Ελλάδα οι εξελίξεις στο πετρελαϊκό έρχονται σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία ο πληθωρισμός τον Μάρτιο, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ακολουθεί πτωτική πορεία με τις τιμές των καυσίμων επί της ουσίας να έχουν συμβάλει στην απορρόφηση πληθωριστικών πιέσεων που όμως συνεχίζουν στα τρόφιμα.
Ο κίνδυνος από την εκτόξευση του βαρελιού είναι διπλός, καθώς αφ’ ενός η αύξηση στις τιμές της βενζίνης και του πετρελαίου στην αντλία θα οδηγήσει πιθανότατα σε αύξηση του κόστους διακίνησης των προϊόντων και πρώτων υλών και αφ’ ετέρου θα αλλάξει τα δεδομένα και στην τιμή της ενέργειας.
Τα νέα δεδομένα αυξάνουν λοιπόν τις ανησυχίες στο οικονομικό πεδίο.
Το ενδεχόμενο να διαταραχθεί περαιτέρω το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης στα επισιτιστικά καταναλωτικά προϊόντα είναι ορατό και οι επιπτώσεις από το σπιράλ που δημιουργούν οι τιμές των καυσίμων καθιστά αδύνατο, προς ώρας, να προσδιοριστεί η διάρκεια του υψηλού δείκτη τιμών καταναλωτή των τροφίμων σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Η ανοδική πορεία των λιανικών τιμών των τροφίμων στην Ελλάδα και στην Ευρωζώνη έχει διάφορες εξηγήσεις. Κατ’ αρχάς, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, οι διεθνείς τιμές αύξησαν κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες τις λιανικές τιμές των τροφίμων το 2022, εξηγώντας ένα μεγάλο μέρος των αυξήσεων. Δεύτερον, υπάρχει σημαντική χρονική καθυστέρηση όσον αφορά το πέρασμα των αυξήσεων ή μειώσεων των διεθνών τιμών λιανικής, η οποία εκτιμάται από 6 έως 12 μήνες.
Τρίτον, οι εγχώριες τιμές επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό από τη φύση της παραγωγής των αγροτικών προϊόντων.
Είναι χαρακτηριστική η μελέτη του ΔΝΤ για τις τιμές των λιπασμάτων που δείχνει ότι κάθε μεταβολή στις τιμές τους επηρεάζει άμεσα τις διεθνείς τιμές των σιτηρών και άλλων βασικών αγαθών σε ετήσια βάση.
Το πανευρωπαϊκό παράδοξο της αύξησης και διατήρησης των υψηλών τιμών στο κλάδο των τροφίμων αναμένεται να μας ταλαιπωρήσει για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί ο ρώσο-ουκρανικός πόλεμος, στην «αυλή» της Ευρώπης
• Οδεύοντας προς τις εθνικές εκλογές, πόσο σημαντικό είναι να έχει η χώρα μας, πολιτική σταθερότητα και για ποιους λόγους; Θα ήθελα το σχόλιό σας.
Έχω επισημάνει πως η ελληνική επιχειρηματικότητα χρειάζεται ένα απλό και προβλέψιμο περιβάλλον, ώστε να μπορεί να διαχειριστεί την ακρίβεια, που πυροδοτεί η παγκόσμια ενεργειακή κρίση, με την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα να έχει και τη μεγαλύτερη ανάγκη στήριξης από την κυβέρνηση που θα προκύψει.
Για την επιχειρηματικότητα, η ανάδειξη μιας κυβέρνησης που θα προχωρήσει ακόμα πιο γρήγορα, ακόμα πιο τολμηρά, ακόμα πιο αποφασιστικά τις τομές στην οικονομία, προβάλλει αδήριτη, ενώ είναι προφανές ότι ο επιχειρηματικός κόσμος απεύχεται το ενδεχόμενο ακυβερνησίας, που θα επιδρούσε αρνητικά στην οικονομική ανάπτυξη, αλλά και θα εξέθετε «ανεξέλεγκτα» τη χώρα στις διαθέσεις των αγορών, οι οποίες έχουν στρέψει το ενδιαφέρον στην τροπή που θα λάβει η εκλογική διαδικασία.
Εκ του γεγονότος το ευκταίο θα είναι να προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η οικονομία έχει ανάγκη από ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες ιδέες. Το μόνο που δεν έχει ανάγκη είναι από πισωγυρίσματα σε εποχές που πλήρωσαν ακριβά χιλιάδες επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
• Η τουριστική περίοδος ξεκίνησε σε πολλές περιοχές της χώρας και υπόσχεται καλά αποτελέσματα και κέρδη. Μπορεί ο τουρισμός, να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης για την Ελλάδα και πώς θα πρέπει να αξιοποιηθεί κατά την άποψή σας;
Τα «ισχυρά χαρτιά» της οικονομίας ως γνωστόν είναι η ναυτιλία των Ελλήνων και ο τουρισμός. Δύο δραστηριότητες με εξαιρετικά μεγάλη συμβολή σε αυτό που νοούμε ως επιχειρηματικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Και εφέτος, ο τουρισμός θα συμβάλει καθοριστικά στην ενίσχυση της οικονομίας, στη στήριξη της μέσης ελληνικής επιχείρησης που δραστηριοποιείται στον τουρισμό και στην ανάπτυξη της χώρας.
Σε αυτή την συγκυρία, όπου οι τουριστικές ροές επανακάμπτουν μετά την αποδρομή της πανδημίας, θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στους δύο τομείς που συνθέτουν τον θαλάσσιο τουρισμό.
Δηλαδή στην κρουαζιέρα και στο yachting.
Ας δούμε την κρουαζιέρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία κάθε τουρίστας κρουαζιέρας ξοδεύει συνήθως περισσότερα από 400 ευρώ στο λιμάνι επιβίβασης, ενώ το ποσό που ξοδεύουν στα λιμάνια που επισκέπτονται κατά την κρουαζιέρα εκτιμάται ότι είναι τουλάχιστον 100 ευρώ ανά επιβάτη.
Πέρυσι, από τα 87 κρουαζιερόπλοια που λειτουργούσαν στην Ελλάδα τα 47 είχαν λιμάνι επιβίβασης (homeporting) στην ελληνική επικράτεια (54%). Είναι προφανές ότι το homeporting αποφέρει τα μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη σε κάθε προορισμό. Δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας το γεγονός ότι 6 στους 10 ταξιδιώτες κρουαζιέρας επιστρέφουν τα μέρη που επισκέφτηκαν στο πλαίσιο μιας κρουαζιέρας, για μεγαλύτερη διαμονή.
Αυτό δημιουργεί ευκαιρίες για τις τοπικές επιχειρήσεις να αναπτυχθούν και να εμπορεύονται τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους σε νέα, ευρύτερα ακροατήρια. Πέραν αυτού, ο εφοδιασμός, η συντήρηση και ο ανεφοδιασμός με καύσιμα των πλοίων είναι, φυσικά, επιπλέον όλων αυτών και έχει ως αποτέλεσμα περισσότερες θέσεις εργασίας στα λιμάνια επιβίβασης. Από την άλλη πλευρά. Στην Ελλάδα, το οικονομικό όφελος με στοιχεία για το 2021 ξεπέρασε το 1 δισεκατομμύριο ευρώ, ενώ δημιούργησε περισσότερες από 15.000 θέσεις εργασίας στη χώρα.
Στην Ελλάδα σήμερα, τα οικονομικά οφέλη από τους τουρίστες που φθάνουν στις ελληνικές ακτές με κρουαζιερόπλοια είναι ήδη υψηλότερα από ό,τι το 2019. Από την άλλη πλευρά οφείλουμε να αναθεωρήσουμε τάχιστα και την πολιτική που ακολουθούσαμε στο yachting. Στο ερώτημα αν η Ελλάδα μπορεί να γίνει το νέο Yachting Home Port παγκοσμίως, η απάντηση είναι μονολεκτική…
Ναι. Αλλά κάτω από μία σειρά προϋποθέσεις, που θα έπρεπε να έχουν ήδη συζητηθεί με γνώμονα την ανάπτυξη του συγκεκριμένου τομέα του θαλάσσιου τουρισμού και ήδη σχεδιαστεί οι κατάλληλες πολιτικές που θα στηρίξουν την Ελλάδα προκειμένου να καταστεί το νέο Yachting Home Port παγκοσμίως. Δεν μένει χρόνος για συζητήσεις, αλλά χρειάζεται να γίνουν άμεσες παρεμβάσεις για να δημιουργηθεί ένα δόκιμο περιβάλλον παραμονής και φιλοξενίας με υψηλά στάνταρ, προσαρμοσμένα, μάλιστα, στις ανάγκες για παροχή υπηρεσιών υψηλού επιπέδου. Κατά συνέπεια, άμεσα οφείλουμε να βρούμε το μείγμα εκείνο της παροχής υπηρεσιών υψηλών προδιαγραφών στις μαρίνες και της παρουσίασης των χαρακτηριστικών εκείνων που θα δημιουργήσουν την διάθεση στο κοινό του Yachting να εξερευνήσει την νησιωτική χώρα ξανά και ξανά…
Την ίδια στιγμή το Υachting πρέπει να «αποενοχοποιηθεί», καθώς έχει εσφαλμένα καταχωρηθεί ως μια μορφή τουρισμού για υπερυψηλά εισοδήματα και άστοχα ότι δεν προσφέρει τίποτα στις τοπικές κοινωνίες. Υπάρχουν μελέτες που απεικονίζουν ευκρινώς την συνεισφορά του τομέα στις τοπικές οικονομίες, αλλά και γενικότερα στον τουρισμό και την εθνική οικονομία.
• Μετά την κρίση που δημιούργησε η πανδημία του κορωνοϊού, η αγορά μπορούμε να πούμε ότι επανήλθε στην κανονικότητα – αλλά με ποιες παραμέτρους;
Ναι, η αγορά επανήλθε στην κανονικότητα. Πολλές μικρές επιχειρήσεις που ανέλαβαν την ευθύνη επανεκκίνησης της αγοράς έδωσαν νικηφόρα μάχη, ανακτώντας την εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι στην περίοδο της πανδημίας μέρος του καταναλωτικού κοινού εξοικειώθηκε με την ψηφιακή τεχνολογία, χάρη στην οποία «ανακάλυψε» το e-εμπόριο.
Κατά συνέπεια, ο εμπορικός κόσμος θα πρέπει να αξιοποιήσει την τάση αυτή που διαμορφώθηκε για να κρατήσει το πελατειακό δυναμικό, το οποίο επιλέγει να κάνει αυτού του είδους shopping therapy. Η ψηφιοποίηση είναι μια διαδικασία δυναμική που σχετίζεται όχι μόνο με την επιβίωση των επιχειρήσεων, αλλά και με την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητάς τους. Ωστόσο, σήμερα όπου οι πληθωριστικές πιέσεις είναι ισχυρές με το ενεργειακό να παραμένει ασαφές, η στήριξη της οικονομίας που κατάφερε η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη διασφάλισε ένα περιβάλλον κανονικότητας για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Ασφαλώς δεν ξεχνάμε πως το 2023 είναι μια κρίσιμη εκλογική χρονιά, που, λόγω του εκλογικού νόμου, το πιθανότερο είναι να μας οδηγήσει σε διπλές εκλογές και σε ένα «διάστημα αναμονής» 40 ημερών. Άγνωστη, επίσης, παραμένει η διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, που έχει ήδη ξεκινήσει και που ο επιχειρηματικός κόσμος, απαιτεί από τα πολιτικά κόμματα αυτοσυγκράτηση για την αποφυγή προεκλογικής πλειοδοσίας, επιθυμεί τη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας, αναμένει την επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα και ζητά τη συνεχή στήριξη της πραγματικής οικονομίας. Σαφώς και οφείλουμε να εκτιμήσουμε, όχι μεμονωμένα και αποσπασματικά, αλλά αθροιστικά και συνδυαστικά, τα μέτρα στήριξης της κοινωνίας και οικονομίας, που όμως οφείλουν να συνεχιστούν, για όσο χρειαστεί, σε μία επίσης δύσκολη χρονιά, που τρέχει με νέες προκλήσεις, αλλά ίδιες αβεβαιότητες.