Η «λύση» της εισαγωγής εργαζομένων από τρίτες χώρες αποδείχθηκε «ανεπαρκής»
Σε αδιέξοδο έχει περιέλθει ο τουριστικός κλάδος και ο επισιτισμός εξαιτίας της τεράστιας έλλειψης προσωπικού – πάνω από 80.000 κενών θέσεων εργασίας – με το οποίο ξεκινά η νέα τουριστική σεζόν.
Για πολλούς είναι προφανές πως πρέπει να καταβληθούν πλέον υψηλότεροι μισθοί προκειμένου να πείσουν τους εργαζομένους να επιστρέψουν στον τουρισμό. Να επιστρέψουν, διότι πρακτικά το πρόβλημα δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Ελληνικός τουρισμός: «Ποιος θα στρώνει τα κρεβάτια;»
Σύμφωνα με στοιχεία του Insete, για το 2023 σε όλο τον κλάδο του τουρισμού, τουριστικά γραφεία, αεροπορικές υπηρεσίες, ενοικιάσεις αυτοκινήτων κλπ οι ελλείψεις σε προσωπικού φτάνουν ή και ξεπερνούν τις 100.000, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ομαλή δραστηριοποίηση τους.
Η «λύση» της εισαγωγής εργαζομένων από τρίτες χώρες αποδείχθηκε «ανεπαρκής», καθώς με την τελευταία υπουργική απόφαση εγκρίθηκε η δυνατότητα μετάκλησης 9.261 εργαζομένων για τους κλάδους εστίασης και καταλυμάτων για την περίοδο 2023 – 2024.
Τουρισμός και μισθοί
Σε αυτό το κομβικό χρονικό σημείο, η Εθνική Τράπεζα προχώρησε σε έρευνα πεδίου σε 200 ξενοδοχειακές ΜμΕ προκειμένου να αφουγκραστεί τις προσλαμβάνουσες που δέχονται από την πλευρά της ζήτησης, καθώς και τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές και προκλήσεις που αντιμετωπίζουν.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά το 2023, τα ελληνικά ξενοδοχεία εμφανίζονται πιο αισιόδοξα σε σχέση με τον λοιπό επιχειρηματικό τομέα (σε όρους Δείκτη Εμπιστοσύνης), αναμένοντας διπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης (10% έναντι 5%) και συνεπώς προχωρώντας σε επιθετικότερες προσλήψεις και επενδύσεις.
Η επεκτατική στρατηγική τους στόχευση επιβεβαιώνεται από την εκτίμησή τους ότι η φετινή αναπτυξιακή τους υπεροχή θα διατηρηθεί σε ορίζοντα τριετίας.
Ως κρίσιμη εξωγενή παράμετρο που στηρίζει τον επεκτατικό τους σχεδιασμό αναγνωρίζουν τη βελτίωση των υποδομών που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια (με το 58% του τομέα να αναγνωρίζει σημαντικό όφελος έναντι ⅓ για τις λοιπές επιχειρήσεις).
Στον αντίποδα, ως βασικό εμπόδιο στο δρόμο τους αναγνωρίζουν τη δυσκολία εύρεσης προσωπικού (ασκώντας πίεση στα ⅔ του τομέα έναντι ½ των λοιπών ΜμΕ), οδηγώντας σε μισθολογικές αυξήσεις που φθάνουν έως και 20% σε νησιωτικές περιοχές για το 2023.
Στρατηγική
Όσον αφορά τη στρατηγική πολιτικής, ευρεία ήταν η κατανομή των απαντήσεων για την προτεραιότητα που πρέπει να τεθεί, με ορισμένες περιοχές να θέτουν τις υποδομές ως βασική ευκαιρία για την ανάπτυξή τους (π.χ. Κρήτη, Δωδεκάνησα), ενώ άλλες να προτεραιοποιούν την ενίσχυση αεροπορικών συνδέσεων (π.χ. Κυκλάδες) ή την προώθηση εναλλακτικών μορφών τουρισμού (Πελοπόννησος).
Καθώς λοιπόν το τουριστικό προϊόν της χώρας μας δε δείχνει ομοιογενές, η χάραξη των προτεραιοτήτων στρατηγικής είναι σημαντικό να λαμβάνει υπόψιν τις τοπικές ιδιαιτερότητες καθώς και το διαφορετικό επίπεδο ωριμότητας του τουριστικού προϊόντος κάθε περιοχής, ενώ κρίσιμη αναδεικνύεται η κατάρτιση συμπληρωματικών σχεδίων ανάπτυξης ανά περιφέρεια.
Τι συμβαίνει με την εστίαση;
Την ίδια στιγμή, προβληματισμός επικρατεί και στον κλάδο της εστίασης καθώς η έλλειψη εργατικού δυναμικού είναι ένας από τους παράγοντες που προβληματίζουν τους εργαζόμενους.
Ωστόσο, το ερώτημα που γεννάται είναι γιατί λείπουν εργαζόμενοι όταν μάλιστα η Ελλάδα είναι «πρωταθλήτρια» στην ανεργία.
Όπως προκύπτει από τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, η χώρα μας καταγράφει ποσοστό της τάξης του 29,7% στην ανεργία των νέων κάτω των 25 ετών, ενώ ακολουθεί η Ισπανία με ποσοστό 29,3% και τρίτη η Ιταλία με ποσοστό 22,4%. Στον αντίποδα, το χαμηλότερο ποσοστό σημειώνει η Γερμανία με 5,7%, ακολουθεί η Τσεχία με 7,2% και η Ισλανδία με 8,7%.
Οι επιχειρηματίες επισημαίνουν ότι οι περισσότεροι εργαζόμενοι βλέπουν τη δουλειά στην εστίαση ως μία μεταβατική περίοδο, εξηγώντας τους λόγους που δεν βρίσκουν προσωπικό.
Συμπληρώνουν δε ότι την περίοδο της πανδημίας όταν και η εστίαση έμεινε κλειστή για πολλούς μήνες, πολλοί εργαζόμενοι άλλαξαν επάγγελμα και δεν επέστρεψαν στη συνέχεια στον κλάδο.
Από την πλευρά των εργαζομένων επισημαίνεται ότι τα χειρότερα είναι μπροστά, καθώς όσοι παραμένουν στον τομέα της εστίασης εξαναγκάζονται να δουλεύουν ακόμη περισσότερες ώρες λόγω των ελλείψεων.