Ειδήσεις

Συνθήκη της Λωζάνης: 100 χρόνια από την υπογραφή της – Διήμερο διεθνές συνέδριο στην Αθήνα

Η ταυτόχρονη συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων διπλωματών σε μια ακαδημαϊκή αίθουσα ενδεχομένως να προκαλούσε έκπληξη. Ωστόσο, η συμπλήρωση των 100 χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης και το διεθνές διήμερο συνέδριο που διοργανώθηκε στην Αθήνα από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών σε συνεργασία με το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής, έφερε κοντά καθηγητές, διπλωμάτες και δημοσιογράφους από την Ελλάδα, τη Τουρκία ακόμη και από την Ιαπωνία.

Η συζήτηση που εξελίσσεται μέχρι και αύριο το απόγευμα, συμπτωματικά αφορά και ένα θέμα επίκαιρο, τη Θράκη και τη μουσουλμανική μειονότητα, για το οποίο τα τελευταία 24ώρα εξαντλείται η πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ των κομμάτων, ενόψει των εκλογών.

Την έναρξη της εκδήλωσης εγκαινίασαν με τον χαιρετισμό τους, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ο πρόεδρος του ΕΚΠΑ, Θάνος Δημόπουλος και ο πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ, Λουκάς Τσούκαλης. Κατά την διάρκεια της ομιλίας της, η κ. Σακελλαροπούλου, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «αναμφισβήτητα, ένα από τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία της Διάσκεψης της Λωζάνης, από την οποία προέκυψε η ομώνυμη Συνθήκη, ιδίως από ανθρωπιστική άποψη, ήταν η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Πράγματι, αυτή ήταν η μοναδική ανταλλαγή αυτού του είδους στην παγκόσμια ιστορία που πραγματοποιήθηκε δυνάμει σύμβασης μεταξύ κρατών. Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης και οι ελληνορθόδοξοι χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, με τη Συνθήκη να ορίζει ρητά το πλαίσιο προστασίας των δικαιωμάτων των δύο μειονοτήτων. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ στην ακμάζουσα μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, σε λυπηρή αντίθεση με τη συνεχώς συρρικνούμενη ελληνική μειονότητα της Τουρκίας».

Από την πλευρά του ο κ. Δημόπουλος, καλωσόρισε το συνέδριο, λέγοντας ότι είναι μια εξαιρετική ευκαιρία να συζητηθεί από ακαδημαϊκούς και διπλωμάτες από την Ελλάδα και τη Τουρκία η Συνθήκη της Λωζάνης τις ισορροπίες μεταξύ των δύο χωρών αλλά και το αποτύπωμα που άφησε γενικά στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Ο κ. Τσουκάλης, σημείωσε πως για την Ελλάδα και τη Τουρκία, δύο γείτονες με δύσκολο παρελθόν, η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν η πρωτίστως μια συμφωνία ειρήνης, έπειτα από έναν μακρύ και αιματηρό πόλεμο. Έδωσε την ευκαιρία να δημιουργηθεί ένας θεσμός συνύπαρξης με ειρήνη». Ωστόσο, πρόσθεσε, ότι τα τελευταία 20 χρόνια, η απόσταση των δύο χωρών έχει μεγαλώσει ενώ έχουμε βρεθεί πολύ κοντά στην πολεμική σύρραξη. Ο διάλογος μεταξύ των δύο πλευρών είναι το «κλειδί», ωστόσο αυτό δεν έρχεται εύκολα σε κάποιους πολιτικούς, αφού προσπαθούν να απευθυνθούν στην εθνικιστική δεξαμενή των ψηφοφόρων.

Το συνέδριο στην πρώτη του μέρα, στα διαδοχικά πάνελ με ακαδημαϊκούς που έχουν εντρυφήσει δεκαετίες στο αντικείμενο, από το δικό του μετερίζι ο κάθε ένας, ανέλυσε σε βάθος τόσο σε γεωστρατηγικό, νομικό, πολιτικό, κοινωνιολογικό και οικονομικό επίπεδο την Συνθήκη, η οποία αποτελεί παγκόσμια πρωτοπορία και παραμένει έως και σήμερα σημείο αναφοράς στο πεδίο της διπλωματίας. Με οφέλη και απώλειες και για τις δύο πλευρές, η Συνθήκη της Λωζάνης, είναι μια ειρηνευτική συμφωνία δύο κρατών, που βρίσκονταν για χρόνια σε εμπόλεμη κατάσταση, και ουσιαστικά κατάφερε να διατηρήσει την ειρήνη, παρά τις διαφορές των κρατών και τις συχνές οξείες αντιπαραθέσεις που έχουν φτάσει στο «παρά πέντε» μιας νέας σύγκρουσης.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, η Συνθήκη της Λωζάνης, διέλυσε το όραμα της «Μεγάλης Ιδέας», βάζοντας μια «ταφόπλακα» στις όποιες φιλοδοξίες ειδικότερα μετά την συντριπτική ήττα στην μικρασιατική εκστρατεία και τις καταστροφικές συνέπειες της. Από την άλλη, αντίστοιχα και για τη Τουρκία σηματοδότησε την αλλαγή σελίδας. Το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά από ιστορία αιώνων και η αρχή ενός νέου κοσμικού κράτους που θέλησε να έρθει, έστω και προσχηματικά, πιο κοντά στα ευρωπαϊκά ιδεώδη. Την ίδια ώρα, το χρέος που άφηνε πίσω της η αυτοκρατορία έθετε αρκετούς περιορισμούς στην οικονομία της χώρας, φτάνοντας ακόμα και σε ασφυκτικά επίπεδα.

Σήμερα, πάντως, η Τουρκία εμφανίζει μια νοσταλγία για την περίοδο εκείνη. Αυτό τουλάχιστον υποστήριξε στην αγόρευση του ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Istanbul Bilgi, Ayhan Aktar. Ο ίδιος, στην παρουσίαση η οποία ξεχώρισε, παρατηρεί ότι οι πολίτες ελκύονται από τo παρελθόν. Ο κ. Ακτάρ, ξεκινώντας από τηλεοπτικές σειρές που αναβιώνουν την περίοδο της Οθωμανικής περιόδου και την επιρροή που έχουν στο κοινό κατέληξε να μιλά για τις Τουρκικές εκλογές. Την προεκλογική περίοδο, υποψήφιοι με το κόμμα του Ερντογάν, εμφανίζονταν με παραδοσιακές στολές της Οθωμανικής περιόδου για ψηφοθηρικούς λόγους. Ακόμη και πολίτες, θέλοντας να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, πήγαιναν στην κάλπη ντυμένοι γενίτσαροι. Ακόμη και ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος φαίνεται να γοητεύεται από την επιρροή των τηλεοπτικών σειρών. Ενδεχομένως, για αυτόν τον λόγο να επέλεξε υποψήφιο στο κόμμα του (ΑΚΡ), έναν ηθοποιό ο οποίος είχε πρωταγωνιστήσει σε τηλεοπτική σειρά εποχής, ως σύμβουλος σουλτάνου. Μάλιστα, αίσθηση είχε κάνει συγκεκριμενη σκηνή, στην οποία ο ηθοποιός στεκόταν πίσω από τον σουλτάνο και κοιτούσε με ένα αυστηρό βλέμμα προς την κάμερα. Την ίδια ακριβώς σκηνοθέσια επέλεξαν και στην πραγματική ζωή. Φωτογραφικό στιγμιότυπο, δείχνει τον Τούρκο πρόεδρο να βρίσκεται πιο μπροστά και από πίσω στέκεται ο ηθοποιός ως σύμβουλος, με το ίδιο ακριβώς βλέμμα.

Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου

Την ίδια ώρα, η Αθήνα βρίσκεται εκ νέου σε προεκλογική περίοδο ενόψει των εκλογών στις 25 Ιουνίου. Μεταξύ άλλων, βρέθηκαν και εκπρόσωποι των κομμάτων στην εκδήλωση. Την Νέα Δημοκρατία εκπροσώπησε ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, τον ΣΥΡΙΖΑ ο Κώστας Γαβρόγλου αλλά και ο διπλωματικός σύμβουλος του Αλέξη Τσίπρα, Βαγγέλης Καλπαδάκης και από το ΠΑΣΟΚ, ο εκπρόσωπος τύπου, Δημήτρης Μάντζος. Στο αποτέλεσμα των εκλογών πάντως, σχολίασε κατά την τοποθέτηση του ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος συμμετείχε στο πάνελ αναλύοντας την νομική διάσταση της Συνθήκης. Ο κ. Βενιζέλος, αναφέρθηκε στο αποτέλεσμα των εκλογών κάνοντας λόγο για μια εντυπωσιακή νίκη της Νέας Δημοκρατίας αλλά και για μια εντυπωσιακή ήττα της αντιπολίτευσης. Όσον αφορά την Συνθήκη της Λωζάνης, ανέλυσε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αναφέρθηκε στο πως θα μπορούσε η ειρηνευτική συμφωνία να λειτουργήσει και σήμερα και να επιλύσει ζητήματα στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου (Λιβύη – Συρία).

100 χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάνης

Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας. Υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) και συμμετείχαν στη Συνθήκη των Σεβρών, συμπεριλαμβανομένης και της ΕΣΣΔ που δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνθήκη. Η υπογραφείσα συνθήκη ήταν το αποτέλεσμα της σχετικής διάσκεψης που ξεκίνησε στις 7 Νοεμβρίου 1922[1] μεταξύ των προαναφερομένων μελών. Στο κείμενο της Συνθήκης συμπεριλαμβάνεται και η Σύμβαση της Λωζάνης που αποτελεί συντομότερο κείμενο και υπογράφηκε νωρίτερα, στις 30 Ιανουαρίου 1923.

Κατήργησε τη Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από τη νέα κυβέρνηση της Τουρκίας η οποία διαδέχθηκε τον Σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης. Μετά την εκδίωξη από τη Μικρά Ασία του Ελληνικού στρατού από τον Τουρκικό υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ, προέκυψε η ανάγκη για αναπροσαρμογή της συνθήκης των Σεβρών. Στις 20 Οκτωβρίου 1922 ξεκίνησε το συνέδριο που διακόπηκε μετά από έντονες διαμάχες στις 4 Φεβρουαρίου 1923 για να ξαναρχίσει στις 23 Απριλίου. Το τελικό κείμενο υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου μετά από επτάμιση μήνες διαβουλεύσεων.

Η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο και Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με τη Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών, η οποία όμως θα έμενε αποστρατιωτικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της εκτός της ζώνης των στενών.

Ένα σημείο διαφωνίας ήταν η καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων από την Ελλάδα, κάτι για το οποίο η τελευταία δήλωνε αδυναμία. Τελικά η Τουρκία δέχθηκε να της αποδοθεί το τρίγωνο του Κάραγατς στη Θράκη, γνωστό και ως Παλαιά Ορεστιάδα, αντί αποζημιώσεων. Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες (το 1926 η τουρκική κυβέρνηση ακύρωσε με νόμο αυτή τη διάταξη). Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.

Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η «μη εγκατάσταση ναυτικής βάσεως» κάποιων νησιών του Αιγαίου (Λήμνος, Σαμοθράκη, Σάμος, Χίος, Λέσβος, Ικαρία). Αργότερα με τη Συνθήκη του Μοντρέ, στην οποία η Ελλάδα ήταν συμβαλλόμενο μέρος, η Τουρκία ξαναπέκτησε το δικαίωμα στρατιωτικοποίησης των Στενών, της Ίμβρου, Τενέδου, και αντίστοιχα η Ελλάδα της Λήμνου και Σαμοθράκης.

Η ανταλλαγή μειονοτήτων που πραγματοποιήθηκε προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα 1.650.000 Οθωμανοί υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος. Η θρησκεία και όχι η εθνικότητα αποτέλεσε το βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή. Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά την οθωμανική αυτοκρατορία η θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ότι η εθνικότητα και από την άλλη πλευρά η Τουρκία ήθελε όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης να παραμείνουν. Στα Βαλκάνια χρησιμοποιείται ο όρος Τούρκος αρκετές φορές ως συνώνυμο με τον μουσουλμάνο επειδή στο σύστημα των Οθωμανικών μιλέτ (ήταν κύριο στοιχείο στη διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) όλοι οι μουσουλμάνοι ανήκαν σε μια ενιαία κοινότητα.

Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιλαμβάνονται επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως Τουρκοκρητικοί και Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας. Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Ρωμιοί κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου του 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Επιπλέον, βάσει του άρθρου 23, η Τουρκία εκχώρησε πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί της Κύπρου.

Πηγή protothema.gr

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου