Ολοκληρώθηκε με επιτυχία μια ακόμη περίοδος ανασκαφικής έρευνας του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου στην Κυμισάλα της Ρόδου, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Μανόλη Ι. Στεφανάκη και της αρχαιολόγου Ευαγγελίας Δήμα, με τη συμμετοχή και τη συμβολή 10 προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών/τριών, υποψηφίων διδακτόρων και εξωτερικών συνεργατών του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών.
Κατά τη φετινή περίοδο ανασκάφτηκε για πρώτη φορά συστηματικά ‒και τεκμηριώθηκε σχεδιαστικά‒ ο ελληνιστικός ναός στην ακρόπολη του Αγ. Φωκά και τμήμα του περιβάλλοντος χώρου του, όπου αποκαλύφθηκε ο περίβολος του ναού, με πολλά και σημαντικά ευρήματα.
Το Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών και η Εφορεία Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου ευχαριστούν ιδιαιτέρως τη Γενική Γραμματεία Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, τον αρχιτέκτονα κ. Αντώνιο Κουλούρη, τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μονολίθου, την Ενοριακή Επιτροπή Αγίου Παντελεήμονα Σιαννών και τους κκ. Στέλιο Κούτρη, Απόστολο Διμέλη και Ανδρέα Αγγούρια για την ευγενική συνεισφορά τους στην στήριξη της έρευνας κατά το ερευνητικό έτος 2023.
Η Κυμισάλα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους, όχι μόνο στην περιοχή της Ρόδου αλλά πανελλαδικώς, με ευρήματα να έρχονται συνεχώς στο φως που χρονολογούνται από τους Μυκηναϊκούς χρόνους έως και την Ύστερη Αρχαιότητα.
Βρίσκεται περίπου 70 χιλιόμετρα νότια από τη Ρόδο, σε μια πυκνά δασωμένη και ημιορεινή περιοχή όπου κείτονται τα κατάλοιπα ενός ελάχιστα γνωστού μέχρι σήμερα αρχαίου Δήμου της Ρόδου. Ο Δήμος των Κυμισαλέων, βρισκόταν στη νότια εσχατιά της Καμιρίδος Χώρας και υπαγόταν διοικητικά στην άλλοτε κραταιή Κάμιρο.
Η περιοχή σήμερα, αποκομμένη από το υπόλοιπο νησί από τον επιμήκη και επιβλητικό όγκο του Ακραμίτη, εμπίπτει στα διοικητικά όρια της Δημοτικής Ενότητας Αταβύρου, με τις αρχαιολογικές θέσεις να μοιράζονται στις αγροτικές περιοχές των δημοτικών διαμερισμάτων Σιαννών και Μονολίθου.
Η διατήρηση του τοπωνυμίου Κυμισάλα αποτελεί τρανταχτή απόδειξη της συνέχειας που υπήρξε στην περιοχή από την ελληνική αρχαιότητα μέχρι σήμερα και η εντοπιότητά του επιβεβαιώνεται από τις επιτύμβιες στήλες επιφανών ανδρών που τάφηκαν στη νεκρόπολη και τα ονόματά τους συνοδεύονταν από το εθνικό επίθετο «Κυμισαλεύς».
Ο Δήμος των Κυμισαλέων φαίνεται πως κατοικείτο τουλάχιστον από τον 7ο αι. π.Χ., όπως μαρτυρούν τα ευρήματα από την εκτεταμένη νεκρόπολη, μέχρι και την ύστερη αρχαιότητα (4ος-6ος αι. μ.Χ.), όπως μαρτυρούν τα κατά καιρούς αρχαιολογικά ευρήματα
Η έκταση που καταλαμβάνουν οι αρχαιότητες ξεπερνά τα 10.000 στρέμματα πράγμα που δεν είναι καθόλου περίεργο, αν αναλογιστεί κανείς πως ο Δήμος είχε τη δική του ακρόπολη, απαρτιζόταν από τουλάχιστον τρεις οικισμούς (η λεγόμενη κατοίκηση «κωμηδόν») και είχε μια κεντρική, μεγάλη νεκρόπολη και τουλάχιστον άλλες τρεις μικρότερες περιφερειακές νεκροπόλεις.
Ο λόφος του Αγίου Φωκά, ο οποίος δεσπόζει στην περιοχή φιλοξενεί στην κορυφή του την ακρόπολη των Κυμισαλέων, όπου σήμερα σώζονται εντυπωσιακά τμήματα των τειχών που την περιτρέχουν, καθώς και η θεμελίωση και η πρώτη σειρά δομών ενός μικρού ελληνιστικού ναού.
Από τον λόφο του Αγίου Φωκά ελέγχονται τουλάχιστον 3 οικισμοί που πρέπει να ανήκαν στο Δήμο των Κυμισαλέων: ο οικισμός των Βασιλικών, που βρίσκεται στην άκρη του λεκανοπεδίου του Βασιλικού, ο οικισμός στη θέση Καμπάνες, στην άκρη του λεκανοπεδίου της Κυμισάλας και ο οικισμός στη Γλυφάδα-Μονοσύρια, πιθανότατα το αρχαίο Μνασήριον που αναφέρει ο Στράβωνας, επίνειο των Κυμισαλέων.
Ο οικισμός στα Βασιλικά είναι και ο πλέον ενδιαφέρων, καθώς σώζονται κατακρημνισμένα πολλά οικοδομήματά του, διατηρούνται στη θέση τους μεγάλοι αναλλημματικοί τοίχοι, ενώ μπορεί κανείς να διακρίνει υποτυπωδώς και το σχέδιο του οικισμού.
Ο οικισμός στις Καμπάνες, ισομεγέθης του οικισμού των Βασιλικών, είναι δυστυχώς χαμένος μέσα στην πυκνή βλάστηση του δάσους, που κάνει την πρόσβαση προς αυτόν αλλά και οποιαδήποτε προσπάθεια έρευνας εξαιρετικά δυσχερή. Το μέγεθος του Μνασυρίου δεν μας είναι γνωστό, φαίνεται όμως πως ο οικισμός εκεί άνθησε κατά τους ρωμαϊκούς και παλαιοχριστιανικούς χρόνους εις βάρος του ημιορεινού τμήματος του Δήμου, ως λιμάνι των Κυμισαλέων, πιθανότατα στενά συνδεδεμένο με τον παλαιοχριστιανικό λιμένα της απέναντι νησίδας Αλιμνιάς.
Δίπλα στους οικισμούς αναπτύσσονται νεκροπόλεις με σημαντικότερη τη νεκρόπολη που καταλαμβάνει τους δυτικούς πρόποδες του Αγίου Φωκά και ολόκληρη την ανατολική και βόρεια πλαγιά του λόφου Κυμισάλα. Οι τάφοι είναι κατά κύριο λόγο λαξευμένοι στον βράχο, έχουν ένα προθάλαμο ή δρόμο με σκαλοπάτια, και έναν ή δύο ταφικούς θαλάμους, ενώ δε λείπουν και τα υπέργεια ταφικά μνημεία και οι επιγραφές. Οι μέχρι σήμερα έρευνες στην κεντρική νεκρόπολη της Κυμισάλας έχουν πετύχει να προσδιορίσουν τη χρήση της από τους αρχαϊκούς (7ος αι π.Χ.) μέχρι και τους ελληνιστικούς χρόνους (3ος-2ος αι. π.Χ.), Ελληνιστικές νεκροπόλεις έχουν εντοπιστεί σε άλλα δύο σημεία της περιοχής, ενώ στα Μονοσύρια, υπάρχει νεκρόπολη παλαιοχριστιανικών χρόνων.
Η έντονη δυστυχώς αρχαιοκαπηλική αλλά και τυχοδιωκτική αρχαιολογική δραστηριότητα στον χώρο της κεντρικής νεκρόπολης, από τα μέσα κυρίως του 19ου αι. μέχρι και τα τελευταία χρόνια, μάς έχει στερήσει τεράστιες ποσότητες αντικειμένων και έχει καταστρέψει πολλές εκατοντάδες τάφων, στερώντας μας σημαντική γνώση για τον πολιτισμό και την ιστορία του σημαντικού αυτού δήμου της ροδιακής υπαίθρου.
Από το 2006 στην περιοχή διεξάγεται συστηματική αρχαιολογική έρευνα από το Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και την ΚΒ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, με σκοπό τον καθαρισμό των υπέργειων μνημείων, τον εντοπισμό περισσότερων αρχαιολογικών θέσεων και μνημείων, την ανασκαφή των σημαντικότερων από αυτά και, μεσοπρόθεσμα, την ανάδειξη του χώρου.
Η περιοχή βέβαια δεν έχει μόνο τεράστιο αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Βρίσκεται στην καρδιά της περιοχής Ατάβυρος-Ακραμίτης-Αρμενιστής, που έχει ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό πρόγραμμα Νatura 2000, ως Μνημείο της Φύσης, καθώς, πέραν της ιδιαίτερης γεωμορφολογίας, του φυσικού κάλλους και του πυκνού δάσους, συγκεντρώνει μοναδικά οικοσυστήματα κοινού κοινοτικού ενδιαφέροντος.