Το γεγονός ότι ο τουρισμός παραμένει το πιο δυνατό κομμάτι της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία δύο χρόνια έχει οδηγήσει τον τραπεζικό κλάδο να ξανασκεφτεί την «επανασύνδεση» των σχέσεων με τις τουριστικές επιχειρήσεις, οι οποίες είχαν περάσει μεγάλη κρίση για περίπου δύο δεκαετίες. Η ρευστότητα που έχουν αποκτήσει οι ελληνικές τράπεζες σε συνδυασμό με την επανεκκίνηση του τουριστικού κλάδου από το 2018 και εντεύθεν δημιουργεί ένα ενδιαφέρον «ζευγάρι».
Τα τραπεζικά επιτελεία και των 4 συστημικών τραπεζών επισκέπτονται όλο και συχνότερα τις τουριστικές περιοχές ενώ οι τουριστικές επιχειρήσεις (ξενοδοχεία, εστίαση, καταστήματα, ενοικιάσεις αυτοκινήτων κ.λπ.) έχουν πλέον πολλές επιλογές δανεισμού από εκεί που δέχονταν συνέχεια πιέσεις για τις αποπληρωμένες των χρεών τους.
Από την αρχή του χρόνου τα νέα δάνεια προς τις τουριστικές επιχειρήσεις έχουν ξεπεράσει τα 2,5 δισ. ευρώ σύμφωνα με πηγές από την ΤτΕ και πάνω από 5.000 επιχειρήσεις (ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, εστιατόρια, ενοικιάσεις μεταφορικών μέσων αλλά και προμηθευτές τουριστικών επιχειρήσεων) έχουν πάρει κάποιο δάνειο.
Οι μεγάλες τουριστικές επιχειρήσεις αντέχουν τα υψηλά επιτόκια
Σύμφωνα με πηγές από την τουριστική αγορά, τα μεγάλα ξενοδοχεία δανείζονται κεφάλαια κίνησης με επιτόκια άνω του 10% αλλά τα περιθώρια λειτουργικού κέρδους ξεπερνούν το 15%, οπότε ο (νέος) δανεισμός μπορεί να εξυπηρετηθεί για το 2023-2025 και για όσο διάστημα υπάρχει αυξημένη ζήτηση. Σε ό,τι αφορά τις άλλες τουριστικές επιχειρηματικές δραστηριότητες (εστίαση, μεταφορές, κατανάλωση) εκεί το περιθώριο λειτουργικού κέρδους ίσως είναι μικρότερο, ανάλογα πάντα με τις περιοχές, αλλά και ο βαθμός έκθεσης των τραπεζών μικρότερος.
Για παράδειγμα, για εστιατόριο (όχι πολυτελείας) στην Κρήτη το μέσο όριο δανεισμού δεν ξεπερνά τα 20.000 ευρώ και μόνο σε καλούς, παλιούς και έμπιστους πελάτες φτάνει τα 50.000 ευρώ. Μικρότερα δάνεια (κατά μέσο όρο) κατευθύνονται σε τουριστικές επιχειρήσεις τα κυκλαδονήσια (πλην Μυκόνου και Σαντορίνης) και σε περιοχές όπου η κίνηση είναι έντονα εποχιακή (2-3 μήνες το χρόνο).
ΙΝΣΕΤΕ: Μελέτη Ιουνίου 2023 για τη συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία
Ο εισερχόμενος τουρισμός από το 2022 επανήλθε σχεδόν στα προ πανδημίας επίπεδα:
οι εισπράξεις από τον εισερχόμενο τουρισμό ήταν κατά μόλις -1,2% λιγότερες σε σχέση με το 2019 (€ 17,5 δισ. το 2022 έναντι από € 17,7 δισ. το 2019).
η άμεση επίπτωση του τουρισμού στην ελληνική οικονομία το 2022 σημείωσε -σε τρέχουσες τιμές- αύξηση κατά +3,5% (από € 23,1 δισ. το 2019 σε € 23,9 δισ. το 2022) κυρίως λόγω:
– της αύξησης των εσόδων από τις αερομεταφορές (+8,0%, από € 1,9 δισ. το 2019 σε € 2,1 δισ. το 2022),
– του εγχώριου τουρισμού (+27,5%, από € 1,6 δισ. το 2019 σε € 2,0 δισ. το 2022) και
– των επενδύσεων (+47,7%, από € 1,2 δισ. το 2019 σε € 1,7 δισ. το 2022).
Σε σύγκριση με το 2021, η ανάκαμψη το 2022 ήταν εντυπωσιακά ισχυρή. Συγκεκριμένα:
παρουσίασε σημαντική ανάκαμψη των εισπράξεων από το εξωτερικό κατά +72% ή +€ 8.430 εκατ. στα € 20.136 εκατ. (περιλαμβάνονται τα έξοδα μετάβασης και οι εισπράξεις από κρουαζιέρες), έναντι € 11.705 εκατ. το 2021.
είχε σημαντική επενδυτική δραστηριότητα € 4,5 δισ., εκ των οποίων τα € 1,7 δισ. σε εγχώρια προστιθέμενη αξία, συνολικά, η αύξηση της άμεσης συνεισφοράς του τουρισμού, εισερχόμενου και εγχώριου, στην οικονομία της χώρας εκτιμάται σε
€ +8.906 εκατ. (ή κατά +59,3%, από € 15.009 εκατ. άμεσης συνεισφοράς στην οικονομία το 2021 σε € 23.914 εκατ. το 2022).
η τουριστική δραστηριότητα παρέμεινε κατά κύριο λόγο εξαγωγική με το 84,2% των εισπράξεων του τουρισμού να προέρχονται από τον εισερχόμενο τουρισμό.
η οικονομική συνεισφορά του αντιστοιχεί στο 11,5% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ αν συνυπολογιστεί και η έμμεση συνεισφορά του, αντιστοιχεί μεταξύ 25,3% έως 30,5%,
Η συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία το 2022:
από κάθε € 1,0 τουριστικής δραστηριότητας, δημιουργείται επιπλέον € 1,2 έως 1,65 πρόσθετης οικονομικής δραστηριότητας.
Ως αποτέλεσμα για κάθε 1 ευρώ τουριστικού εσόδου, το ΑΕΠ της χώρας αυξάνεται κατά 2,2 ευρώ έως 2,65 ευρώ δηλαδή ο τουρισμός είναι ένας κλάδος με μεγάλη διάχυση ωφελειών στην οικονομία,
η οικονομία τριών νησιωτικών Περιφερειών (Ν. Αιγαίο, Ιόνια Νησιά και Κρήτη) εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό,
συνέβαλε άμεσα στην αιχμή (Q3) στο 16,7% της απασχόλησης και συνολικά (άμεσα και έμμεσα) μεταξύ 36,7% και 44,2% ενώ αποτέλεσε και αποτελεί βασικό μοχλό μείωσης της ανεργίας,
κάλυψε με τις ταξιδιωτικές εισπράξεις το 45,7% του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών. Οι εισπράξεις αυτές ισούνται με το 49,9% των εισπράξεων από τις εξαγωγές όλων των άλλων προϊόντων που εξάγει η χώρα, εξαιρουμένων των εισπράξεων από εξαγωγή πλοίων και καυσίμων.
αν στις ταξιδιωτικές εισπράξεις συνυπολογισθούν και οι εισπράξεις από αερομεταφορές και θαλάσσιες μεταφορές από τον εισερχόμενο τουρισμό, τότε το σύνολο των ταξιδιωτικών εισπράξεων ισούται με το 56,3% των εισπράξεων από τις εξαγωγές όλων των άλλων προϊόντων πλην πλοίων και καυσίμων.
Η κρίση του Ιουνίου-Ιουλίου θα ξεπεραστεί από την επιμήκυνση της σεζόν
Τραπεζικά στελέχη από τμήματα χορηγήσεων, ρωτήθηκαν εάν η μίνι κρίση Ιουνίου-Ιουλίου που γνώρισαν τουριστικές περιοχές (Μύκονος, Σαντορίνη και Ρόδος λόγω πυρκαγιών) μπορεί να επηρεάσει την εικόνα του ελληνικού τουρισμού που ήταν ανοδική τα τελευταία χρόνια. Οι περισσότεροι εκτιμουν ότι η κρίση αυτή είναι παροδική και θα ξεπεραστεί είτε με την επιμήκυνση της σεζόν που διαφαίνεται ορατή, είτε με την νωρίτερη έναρξη της σεζόν το 2024. Ειδικά για το θέμα της Ρόδου, οι εκτιμήσεις είναι ότι ίσως η σεζόν του 2023 να έχει σημαντική υποχώρηση αφίξεων last minute αλλά από την πλευρά των τραπεζών οι δανειοδοτήσεις για την επόμενη σεζόν θα αυξηθούν για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα και μάλιστα με θετικούς όρους
Πηγή imerisia.gr